Τρία σχεδόν χρόνια μετά το αξέχαστο «Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» και τέσσερα μετά τον «Περικλή», ο Γιάννης Χουβαρδάς καταπιάνεται με ένα έργο υψηλών απαιτήσεων και νοημάτων.

Ο Ριχάρδος, δούκας του Γκλόστερ, μικρότερος αδερφός του βασιλιά Εδουάρδου, εποφθαλμιά τον θρόνο μετά την αρρώστια και τον θάνατο του δεύτερου. Χωρίς να χάνει καιρό, ξεκινά με μαεστρία να μηχανορραφεί. Φλερτάρει με την Άννα, χήρα του Εδουάρδου, λέγοντας ότι σκότωσε τον άνδρα της επειδή την αγαπούσε. Σκοτώνει τον αδερφό του Κλάρενς, ώστε να κληθεί να αναλάβει το θρόνο μέχρι ο μικρότερος γιος του Εδουάρδου, να ενηλικιωθεί. Όμως δεν πρόκειται να αφήσει τίποτα στην τύχη: στέλνει τους αντιπάλους μακριά, αρχίζει να διαπράττει απανωτούς φόνους, διαδίδει ψέματα για την πατρότητα των μικρών διαδόχων, ενώ οργανώνει τέλεια την αναγγελία του σε βασιλιά, κάτω από φαινομενικές αρνήσεις. Όταν η σύζυγός του πια, Άννα, εξαφανιστεί μυστηριωδώς, ξεκινά το φλερτ με την Ελισσάβετ, ανιψιά του και κόρη του Εδουάρδου. Η Ελισσάβετ όμως, σκοπεύει να παντρευτεί τον κόμη του Ρίτσμοντ, που οργανώνεται ενάντια στον Ριχάρδο. Οι δύο άνδρες θα συγκρουστούν στο Μπόσγουρθ. Τη νύχτα πριν την μοιραία μάχη, θα εμφανιστούν μπροστά στο Ριχάρδο σαν φαντάσματα, όσοι σκοτώθηκαν εξαιτίας του και θα προφητεύσουν το τέλος του. Στην περιβόητη μάχη, ο Ριχάρδος θα πέσει από το άλογό του και ο Ρίτσμοντ θα τον σκοτώσει, αναγορεύοντας τον εαυτό του ως βασιλιά Ερρίκο Ζ’. Με τον θάνατο του Ριχάρδου και του γάμου μεταξύ του Ερρίκου και της Ελισσάβετ, τελειώνει ιστορικά η δυναστεία των Γιορκ, μα ταυτόχρονα και ο διάσημος Πόλεμος των Ρόδων μεταξύ των Γιορκ και των Λάνκαστερ.

Ο χαρακτήρας του Ριχάρδου είναι μία έντονη διερεύνηση της ψυχολογίας του κακού, μία ιδιαίτερη εστίαση στο τι γίνεται μέσα στο μυαλό του. Είναι ο ήρωας του Σαίξπηρ που τροφοδοτεί μία ιδιόμορφη και ευμετάβλητη σχέση με το κοινό, όσο κανένας άλλος. Από την αρχή ξεκαθαρίζει ότι τίποτα δεν τον εμποδίζει να πετύχει τους στόχους του. Όμως η πανουργία του και η συναρπαστική εικόνα του, δοκιμάζει ακόμη και το θαυμασμό του θεατή. Ο Ριχάρδος χρησιμοποιεί τη δυσμορφία του για να κερδίσει την συμπάθεια και να επιτύχει τους σκοπούς του. Η πραγματική ασχήμια είναι στην έμφυτη κακία του, παρά στο κόμπλεξ για τις σωματικές του αδυναμίες. Ειδικά στις σκηνές του τέλους γίνεται εμφανής όλη η τερατώδης προσωπικότητά του και γκρεμίζει όποια επίπλαστη εικόνα είχε δημιουργήσει, αποκαλύπτοντας την αληθινή του φύση.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο σαιξπηρικό κείμενο παρουσιάζει η δυναμική της γλώσσας. Η γλώσσα για την αναρρίχηση στην εξουσία είναι ένα σημαντικό όπλο για το Ριχάρδο. Η γλώσσα είναι που αιχμαλωτίζει την Λαίδη Άννα, που φυλακίζει τους αντιπάλους του, αλλά ταυτόχρονα τον οδηγεί στην αναγόρευσή του ως μεγάλο ηγεμόνα. Μόνο όταν οι λεκτικές του δεξιότητες μπορούν να αποκρουστούν από τους αντιπάλους του, ο Ριχάρδος χρησιμοποιεί σκληρή βία, γιατί μόνο τότε υπάρχει ο κίνδυνος να δουν ξεκάθαρα την πανούργα στρατηγική του και να τον αντικρούσουν.

Στη διασκευή που δημιούργησε ο Γιάννης Χουβαρδάς, η ιστορία του Ριχάρδου, παρουσιάζεται ως γοτθικό παραμύθι ή γκροτέσκο κόμικ. Ήρωες – καρικατούρες εξπρεσιονιστικά σκηνικά, ευρήματα και σύμβολα που ξεφεύγουν αρκετά από μία συμβατική-ιστορική ανάγνωση του έργου. Οι χαρακτήρες μοιάζουν τερατωδώς παραμορφωμένοι, σαν έχουν μεγεθυνθεί επί χίλια και αποτυπωθεί πάνω στην όψη τους οι αδυναμίες, τα πάθη και η ψυχική ασχήμια. Οι ηθοποιοί κάποια στιγμή ενώνονται με το κοινό και η απόσταση μεταξύ θεατών και σκηνής εκμηδενίζεται. Ταυτόχρονα η πάντοτε έντονη σωματική πόζα και κίνηση, ενισχύει την θεατρικότητα. Γενικώς, είναι μια παράσταση που περιέχει αρκετά ενδιαφέροντα ευρήματα, μερικά εκ των οποίων ο Γιάννης Χουβαρδάς έχει ξαναχρησιμοποιήσει κατά καιρούς σε παραστάσεις του, ενώ άλλα ήταν καινοτόμα. Ταυτόχρονα όμως δεν αποφεύχθηκαν κάποια άσκοπα πλατιάσματα σε μικρά διαστήματα. Θα μπορούσε έτσι να γίνει και οικονομία χρόνου. Η συνεισφορά των έξοχων εξπρεσιονιστικών σκηνικών της Εύας Μανιδάκη ήταν σημαντικότατη για την σκηνοθετική έμπνευση- τόσο η στιλιζαρισμένη αποτύπωση του πύργου και του περιβάλλοντος χώρου ως ξέφρενη γκόθικ ζωγραφιά όσο και η γεωμετρική κατασκευή σαν καταβύθιση στο υποσυνείδητο του ήρωα. Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, κραυγαλέα, κιτς, εντυπωσιακά, σαν τα πρόσωπα που τα φορούν. Πολύ ταιριαστή η μουσική του Δημοσθένη Γρίβα, ενώ οι κινηματογραφικοί φωτισμοί ανήκουν στο Λευτέρη Παυλόπουλο. Μεστή και σύγχρονη η μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου.

Η παράσταση οφείλεται στο μεγαλύτερο βαθμό στους ηθοποιούς της. Ο Δημήτρης Λιγνάδης ως «Ριχάρδος» είναι η ψυχή του έργου, σε μία από τις καλύτερές του ερμηνείες. Έκανε δικό του το ρόλο, αποτυπώνοντας τον παροξυσμό, τη λύσσα για δόξα και τιμές, ενός ανθρώπου καθόλα προβληματικού και κακού. Από τον πολυπληθή θίασο ξεχωρίζουν ιδιαίτερα η Θέμιδα Μπαζάκα ως «Μαργαρίτα», η Σοφία Σειρλή ως «Δούκισσα», ο Νίκος Ψαρράς ως «Μπάκιγχαμ», η Καριοφυλλιά Καραμπέτη με την έντονη ερμηνεία ως «Ελισσάβετ» και η Αναστασία Κονίδη στο διπλό ρόλο του «Νεαρού Γιορκ» και του «Υπηρέτη». Η τελευταία έχει ξαναδοκιμαστεί επιτυχημένα στο παρελθόν σε ανδρικό ρόλο. Περιμένουμε να τη δούμε και σε κάτι πληρέστερο στο μέλλον. Πολύ ενδιαφέροντα ερμηνευτικά στοιχεία στους ρόλους τους είχαν οι Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Περικλής Μουστάκης ιδιαίτερα στις τελευταίες σκηνές, Κώστας Μπερικόπουλος και Μάνος Βακούσης. Έξοχος ο Άγγελος Παπαδημητρίου στην καρικατουρίστικη εκδοχή του «Ράτκλιφ». Στην σκηνή εμφανίζονται ακόμη ολοκληρώνοντας το εντυπωσιακά καλό καστ οι Γιάννης Τσορτέκης, Δημήτρης Παπανικολάου, Άλκηστις Πουλοπούλου, Γιωργής Τσουρής, Θεανώ Μεταξά, Νικόλας Χανακούλας, Κρις Ραντάνοφ.

Ο Ριχάρδος από την πρώτη στιγμή στέκεται ειλικρινής απέναντι στον εαυτό του. Ξέρει ποιος είναι. Κυνικός, καταστροφικός αλαζόνας, πολεμά τους πάντες προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς του. Προσωρινά το καταφέρνει. Μέχρι που ηττάται και πέφτει μαζί, η αυλαία ενός πολέμου και μιας ολόκληρης δυναστείας.


*Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας