Η «Ρένα», του Αύγουστου Κορτώ, παρουσιάζεται στο Δημοτικό θέατρο Πειραιά, σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη, θεατρική διασκευή Στέλιου Χατζηαδαμίδη, με την Υρώ Μανέ στον ομώνυμο ρόλο. Μαζί της, οι Άγης Εμμανουήλ, Κωνσταντίνος Φάμης και Μιχάλης Αβρατόγλου, οι οποίοι αποτελώντας μία ομάδα ρεπόρτερς – συγγραφέων, συναντούν τη Ρένα στο Αthens Pride Parade και επισκέπτονται το σπίτι της.

Το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα που έγινε θεατρικό, εστιάζει στην προσωπική ζωή μιας περσόνας ελευθερίων ηθών που λατρεύει τη ζωή και αισιοδοξεί για το αύριο. Ερχόμαστε σε επαφή με ένα κείμενο ανατρεπτικό, καθαρά κοινωνικοπολιτικό, με τους δικούς του συμβολισμούς και μηνύματα που δυναμιτίζουν νου και ψυχή. Και αυτό εν δυνάμει μεταποιεί το σύγγραμμα σε επαναστατική διακήρυξη αυτοδιάθεσης, με διαχρονική υπόσταση, όσο κι αν ακούγεται κάπως πομπώδες. Είναι ένα ρεαλιστικό θεατρικό πόνημα, γνήσιο και αυθεντικό που στηρίζεται μόνο στο αληθινό του «ανάστημα».

Κύριο πρόσωπο, η Ρένα η Σμυρνιά, με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης αναπτυγμένο και με συντροφιά το εκρηκτικό μότο της: «να ζήσεις όσο μπορείς ευτυχισμένος, να αγαπήσεις και να αγαπηθείς». Με τις περιπετειώδεις εμπειρίες της, μοιράζεται με το κοινό επιθυμίες και όνειρα, επαινώντας την αγάπη, την ανθρωπιά και τον ελεύθερο, χωρίς αναστολές, έρωτα. Μέσα από την εξιστόρηση της ζωής της, ξετυλίγεται η δυσχερής/πολυκύμαντη πορεία της Ελλάδας από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα. Μία περιήγηση συνοδευόμενη από μουσική και χαρακτηριστικά τραγούδια που ξεχώρισαν μέσα στις δεκαετίες.

Μπορεί να σκεφτεί κανείς αυτούς τους δύο παράλληλους βίους, με τους συμβιβασμούς, τους αγώνες επιβίωσης, τα πάθη και τα ξεπουλήματα, πόσο μοιάζουν μεταξύ τους. Παρατηρείται η ίδια εκπόρνευση και στις δυο περιπτώσεις, στο όνομα της οικονομικής ανάγκης, της ατυχίας, της στέρησης ευκαιριών, της παρακμής και του περιθωρίου.

Η σκηνοθέτιδα Νικαίτη Κοντούρη πετυχαίνει την αναπαράσταση της ατμόσφαιρας, με μια δέσμη σφοδρών εικόνων, αντιπαραθέσεων και διαψευσμένων προσδοκιών. Τοποθετεί τη θεατρική πράξη σε διαφορετικά χρονικά επίπεδα και τους ηθοποιούς να ενσαρκώνουν τους μεγάλους έρωτες της ζωής της Ρένας, ώστε το όλο σκηνικό να ολοκληρώνεται με τις αξιοπρόσεκτες δράσεις τους. Το κοινό γεύεται τη σκηνοθετική δεινότητα, το κλασικό ύφος της κατασκευής και αντιλαμβάνεται βαθιά την ευρηματική ακτινογραφία του έργου.

Η Υρώ Μανέ με πληθωρική δραματικότητα, υποδύεται τη Ρένα, μια λαϊκή ύπαρξη που από μικρό παιδί μεταμορφώθηκε σε γυναίκα – πωλήτρια του αγοραίου έρωτα. Δύσκολα χρόνια, πόνος, προσφυγιά, θύμα της μάνας και της εποχής της, μυγάκι σε ιστό αράχνης, κλειστοφοβική συνθήκη, χωρίς ελπίδα για διαφυγή.

Η ταλαντούχα ηθοποιός, ακριβής και παθιασμένη,μέσα στον πυρήνα του έργου, συγκινεί το θεατή που συμπάσχει. Περήφανη, γήινη, ευαίσθητη, δυνατή, κινείται στο σανίδι κατασκευάζοντας το πορτρέτο της Ρένας, ως μία τραγική εικόνα που ξεπερνά τα όρια του εαυτού της και απλώνεται πάνω στον κορμό της πατρίδας μας, της Ελλάδας. Σημαντικό στοιχείο η απουσία μελοδραματισμού, παρότι το περιεχόμενο θα μπορούσε και να το επιτρέψει. Αντιθέτως, λυρισμός, ποικιλία αντιθετικών συναισθημάτων, εντυπώσεις σκληρών γεγονότων και μια πολυσυλλεκτική εικονοποιία που φωτίζει με σαφήνεια τις ψηφίδες ενός κοινωνικού μωσαϊκού, αποτελούν τα μέσα με τα οποία εκφράζεται η πρόθεση του Αύγουστου Κορτώ.

Η Ρένα, γενναία, ανθρώπινη, απόλυτη, προδομένη, ρουφάει τη ζωή μέχρι το μεδούλι, αγωνίστρια, ακούραστη, κυνηγημένη, αφηγείται με μοναδικότητα, νάζι και μπρίο κομμάτια της παράτολμης «σταδιοδρομίας» της. Αποδίδονται ολιστικά η ζεστασιά του πολυσύνθετου αυτού αντισυμβατικού χαρακτήρα, καθώς επίσης και τα στάδια της εξέλιξής του σε συναισθηματικό και πολιτικό επίπεδο. Πολύ καλή η σκηνή στο Δρομοκαΐτειο, δείχνει το εύρος της κατάρρευσης, αλλά και της αστείρευτης επιθυμίας της να μην παραιτηθεί. Η Υρώ Μανέ κρατάει όλο το θεατρικό πάνω της σε μία ειλικρινή, αιχμηρή και ακμαία ερμηνευτική προσέγγιση πάνω στην ιδιοσυγκρασία της ηρωίδας.Έτσι αγγίζει το αυτονόητο., δηλαδή την επαγγελματική συνέπεια και την αγάπη για την τελειότητα.

Ο Άγης Εμμανουήλ, αποδοτικός, άμεσος, ρωμαλέος και οξύς, ξεχώρισε ως Μάρκος, αλλά και οι Κωνσταντίνος Φάμης και Μιχάλης Αβρατόγλου ευέλικτοι και εξαιρετικοί στους ρόλους που υποδύονται. Γενικά η δομή της διανομής, στιβαρή, ώριμη και με συνοχή.

Τα λειτουργικά σκηνικά και τα σωστά κοστούμια φρόντισε ο Κωνσταντίνος Ζαμάνης, την εναρμονισμένη κίνηση η Φρόσω Κορρού, τα «καλαίσθητα» φώτα η Στέλλα Κάλτσου και την σφριγηλή / ενδεικτική μουσική ο Παναγιώτης Τσεβάς. Μαζί του ζωντανά στη σκηνή ο πολύ καλός μουσικός Κώστας Νικολόπουλος.

Αξιοσημείωτη οπωσδήποτε και η θεατρική απόπειρα του Στέλιου Χατζηαδαμίδη, με μία ανόθευτη ολοκληρωμένη διασκευή. Όλοι τους βοήθησαν τα μέγιστα στο τελικό αποτέλεσμα μιας συγκροτημένης παράστασης.

Η «Ρένα», αποτελεί μία αντικομφορμιστική πρόκληση ταιριαστή στην πολυτάραχη πραγματικότητα του τότε και σκιαγραφεί πεντακάθαρα τη σημασία της κοινωνικής ευθύνης και την αδυναμία της πολιτείας να προστατέψει τα μέλη της.


Διαβάστε επίσης:

Ρένα, του Αύγουστου Κορτώ στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά