«Όταν ο λευκός γίνεται τύραννος, αυτό που καταλύεται είναι η δική του ελευθερία».

Τα δύο σύντομα, δοκιμιακού χαρακτήρα, κείμενα του Όργουελ πραγματεύονται την αφαίρεση της ζωής δύο έμβιων όντων από εκπροσώπους της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στη Βιρμανία.

Ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας τη φόρμα του διηγήματος, αλλά αξιοποιώντας ταυτόχρονα και τις αρετές του δοκιμίου, περιγράφει τη θανάτωση ενός ελέφαντα σε αμόκ και τον απαγχονισμό ενός ντόπιου από την αποικιοκρατική διοίκηση.

Το τελετουργικό στοιχείο της θανάτωσης γίνεται η αφορμή για ένα καυστικό σχόλιο πάνω στις αντιφάσεις που βιώνει όποιος βρίσκεται στην υπηρεσία της αποικιοκρατικής διοίκησης. Η θανάτωση του ελέφαντα αποτελεί για τον συγγραφέα μια αφορμή για να στοχαστεί πάνω στη φύση του ιμπεριαλισμού. Μια πράξη καθήκοντος, όπως ο απαγχονισμός, προτρέπει σε αναστοχασμό και περισυλλογή.

Η ανακούφιση την οποία αισθάνονται οι αξιωματούχοι για τις πράξεις αυτές, μπορεί να είναι λυτρωτική αλλά μόνο προσωρινά. Η ζωή συνεχίζεται με την ίδια ρουτίνα, τους ίδιους αξιακούς κώδικες και τους κανόνες της διοίκησης που συγκροτούν ένα πλέγμα απάνθρωπης αποικιοκρατικής εξουσίας.

Τελικά, το κυρίαρχο ερώτημα «ποιος είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο της αποικιοκρατίας», οδηγεί σε μια κρίση για την ίδια την αποικιοκρατία ως συνθήκη εξουσίας και νοηματοδότησης του βίου όσων ζουν υπό το καθεστώς της είτε ως εξουσιαστές είτε ως εξουσιαζόμενοι. Μπορεί ο συγγραφέας να μην είναι τόσο τολμηρός ώστε να ονοματίσει τον “ελέφαντα στο δωμάτιο”, παρέχει όμως όλα τα στοιχεία για να το κάνει ο αναγνώστης.