Η ιδέα της παράστασης «Βαν Γκογκ – Χαλεπάς. Ιδιοφυΐα και τρέλα» γεννήθηκε το 2016, όταν επισκέφτηκα το σπίτι του Γιαννούλη Χαλεπά στον Πύργο της Τήνου, που λειτουργεί σήμερα ως μουσείο. Η ιστορία του με συγκίνησε και αποφάσισα πως θέλω να την μοιραστώ και με άλλους. Τι να πρωτοπεί κανείς για τούτη την ασκητική μορφή, που κρατά την σιωπή του σχεδόν μισό αιώνα και καταφέρνει από την αρχή να φτιάξει αριστουργήματα;

Ο Χαλεπάς, ο ποιητής του μαρμάρου καταφέρνει να μας ξυπνήσει με το θέαμα της Κοιμωμένης του. Το ξύπνημα αυτό έρχεται από παλιά και ακουμπά τον πανανθρώπινο φόβο απέναντι στον θάνατο.

Το φαινόμενο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννά πολλά ερωτήματα, τα οποία απασχολούν ιστορικούς τέχνης, ψυχιάτρους, ερευνητές, ψυχαναλυτές, καλλιτέχνες, αλλά και τον καθένα από μας . Ποιος μπορεί να μας πει με σιγουριά τι είναι απόλυτα υγιές ώστε να καθορίσει με ακρίβεια την αποκλίνουσα συμπεριφορά; Ποιος ψυχίατρος μπορεί να επιβάλει σ’ έναν καλλιτέχνη να πάψει να δημιουργεί;

Ξεκινώντας την προσωπική μου έρευνα, ανακάλυψα το σπουδαίο βιβλίο του ιστορικού τέχνης, συγγραφέα, κριτικού και καθηγητή κ. Μάνου Στεφανίδη «Βαν Γκογκ – Χαλεπάς/ ιδιοφυία και τρέλα», του οποίου τον τίτλο δανείστηκα για την παράστασή μας. Οι δύο καλλιτέχνες γεννήθηκαν με τρία χρόνια διαφορά και κλείστηκαν την ίδια περίπου χρονική περίοδο σε ψυχιατρική κλινική. Βίωσαν την απόρριψη, τη μοναξιά, τον κοινωνικό αποκλεισμό και κατάφεραν να υπερβούν την τρέλα μέσα από το έργο τους. Η Τέχνη τους ήταν η διαφυγή, η διέξοδος τους και τελικά η απόλυτη δικαίωση.

Να γιατί ο Χαλεπάς όταν πέθανε η μητέρα του είπε «Σωπάστε κι εγώ θα πιάσω την τέχνη να δουλέψω …». Αυτό αισθάνεται ο άνθρωπος, ο καλλιτέχνης που επί τόσα χρόνια αποφάσιζαν οι άλλοι για την ζωή του. Του κατέστρεφαν τα έργα, τον έκλεισαν σε ψυχιατρείο, του απαγόρευσαν να δημιουργεί, τον χτυπούσαν με βέργα για να μην πλάθει, αλλά εκείνος βρήκε την διέξοδο. Σήκωσε σιωπηλά τον προσωπικό του σταυρό, κράτησε την αναπνοή του σχεδόν μισό αιώνα για να εκπνεύσει τα αριστουργήματα του και να φτάσει στην προσωπική του νεκρανάσταση.

Ο μπαρμπα Γιαννούλης ακούραστος κι ολιγαρκής μακριά από μικρότητες και ανθρώπινα πάθη που τυραννούν την ανθρωπότητα, αναζήτησε την βαθύτερη αλήθεια στο έργο τέχνης του μέχρι το τέλος της ζωής του. Επανέλαβε τα ίδια θέματα στο έργο του ξανά και ξανά. Τα κατέστρεφε και τα δημιουργούσε από την αρχή, επιβεβαιώνοντας πως για να γεννηθεί το αληθινά καινούριο κάτι χρειάζεται να πεθάνει.

Ο πραγματικός καλλιτέχνης οφείλει να παραχωρήσει κάτι από το έλλειμμα του στο έργο τέχνης. Απαιτείται “θυσία εαυτού” για να μπορέσει να φτάσει στην προσωπική του αλήθεια. Ένα έργο τέχνης συγκινεί, όταν ο δημιουργός του σκάβει στα άδυτα της ψυχής του και λερώνει τα χέρια του, όταν σκύβει υπομονετικά το κεφάλι πάνω στο δημιούργημα του. Γι’ αυτόν τον λόγο τα έργα του Χαλεπά και του Βαν Γκογκ κρύβουν τον αιώνιο ρυθμό της ζωής. Κάποιοι αναφέρουν την ασταμάτητη δουλειά των δύο καλλιτεχνών πάνω στο έργο τους ως εμμονή και μανία. Εγώ την αντιλαμβάνομαι περισσότερο σαν κομμάτι της Πίστης τους απέναντι στην δική τους Θρησκεία που είναι η Τέχνη. Αυτή η βαθιά Πίστη τους, τούς χαρίζει την αιωνιότητα στην Παγκόσμια Ιστορία της Τέχνης και της ζωής.

Ο Βαν Γκογκ και ο Χαλεπάς σταυρώνονται για να αναστηθούν και να εξυψώσουν το έργο τους. Ολόκληρο το έργο τους είναι θρησκευτικό γιατί εμπεριέχει τον παλμό της πίστης. Αυτό μας ενδιέφερε στην συγκεκριμένη δουλειά και γι’ αυτό υπάρχει έντονα αυτό το «θρησκευτικό» στοιχείο μέσα στην παράσταση.

Ο Χαλεπάς ζει μέχρι τα βαθιά γεράματα και βραβεύεται πια όταν είναι γέρος και ανάπηρος, ενώ ο Βαν Γκογκ αυτοκτονεί στα 37 έχοντας πουλήσει έναν μονάχα πίνακα. Αξίζει να δούμε ότι αυτοκτονεί όταν πια έχει φτιάξει μια σειρά από Ανθισμένες Αμυγδαλιές, αποδίδοντας πριν φύγει από τον κόσμο την ομορφιά του γιατί ο ίδιος καταφέρνει να μεταμορφώσει τους δαίμονες του σε κυπαρίσσια που αργοσαλεύουν στον άνεμο, ηλιοτρόπια, κήπους και έναστρες νύχτες. Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ καταφέρνει να φωτίσει το σκοτάδι του κάνοντας την πινελιά του αέναη στον χρόνο.

Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να ειπωθούν με λέξεις. Υπάρχουν σκέψεις και συναισθήματα τα οποία κανείς δε μπορεί να τα αποτυπώσει κι εκεί είναι το Ά- Λογο κόσμου. Συχνά ένας Ιδιοφυής τρελός βρίσκει διέξοδο μέσα από την δημιουργία. Ίσως οι ιδιοφυίες να φτάνουν τόσο κοντά στο φως της αλήθειας, που μετά δε γίνεται παρά να βυθιστούν στο σκοτάδι.

Η ιστορία αυτών των δύο σπουδαίων Ιδιοφυών Καλλιτεχνών μας συγκινεί και μας αφορά, γιατί αναγνωρίζουμε μέσα της την αγριότητα της κοινωνίας και την ευαισθησία του Καλλιτέχνη, που απομονωμένος από όλους δουλεύει για το έργο του χωρίς ουσιαστική αναγνώριση και ευαισθησία. Και σε αυτό το σημείο αισθανόμαστε συνένοχοι, όντας μέρος μιας κοινωνίας που αναζητά μύθους για να τους δώσει σημασία.
Ποιος θα ήταν σήμερα ο Χαλεπάς αν δεν είχε θεωρηθεί για 40 χρόνια ψυχοπαθής και ο Βαν Γκογκ αν δεν είχε αυτοκτονήσει;

Η παράσταση αυτή είναι αποτέλεσμα μιας ερευνητικής διαδικασίας όπου όλοι όσοι συμμετείχαμε, θυσιάσαμε κάτι από τους εαυτούς μας για να φτάσουμε από κοινού σε ένα νέο δημιούργημα εμπνευσμένο από τη ζωή και το έργο του Γαννούλη Χαλεπά και του Βίνσεντ Βαν Γκογκ.
Ξεκινήσαμε τον Φλεβάρη του 2020 και τελικά η παράσταση μετά από απανωτές ματαιώσεις λόγω πανδημίας θα παρουσιαστεί Νοέμβρη του 2021 στο Μπάγκειον.

Αυτό απαιτούσε μια μικρή θυσία εαυτού και πίστης για να επιτευχθεί. Και με έναν τρόπο μια μικρή προσωπική τρέλα.
Ο δρόμος της Τέχνης δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Οι ματαιώσεις και οι απογοητεύσεις είναι μέρος μιας επώδυνης διαδικασίας που βιώνει πολύ συχνά ο δημιουργός. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς και ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ μας διδάσκουν την δύναμη της Πίστης ακόμα κι όταν όλα καταρρέουν μέσα μας και γύρω μας, δίνοντας σχήμα και μορφή στο παράλογο του κόσμου μέσα από την Μεγάλη Δημιουργία. Άλλωστε όπως υποστήριζε και ο Βαν Γκογκ “Πώς θα ήταν η ζωή αν δεν είχαμε το κουράγιο να πετύχουμε τίποτα;”.

Πηνελόπη Φλουρή

Φωτογραφία Πηνελόπης Φλουρή: Άγγελος Καλτσής

Διαβάστε επίσης:

«Van Gogh – Χαλεπάς: Ιδιοφυΐα και Τρέλα» σε σκηνοθεσία της Πηνελόπης Φλουρή στο Μπάγκειον Ξενοδοχείο