Συγκεντρώνονται εδώ, διορθωμένα και αναθεωρημένα, ορισμένα ποιήματα του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς (1865-1939), τα περισσότερα εκ των οποίων είχαν πρωτοδημοσιευθεί παλιότερα σε διάφορα περιοδικά.

Αντιπροοδευτικός, «αχριστιάνιστος» και αριστοκρατικός, προσηλωμένος στις αξίες του χώματος που συντηρούσαν στην εποχή του από τη μια μεριά οι ιρλανδοί χωρικοί με τις παραδόσεις και τους αρχαϊκούς τρόπους παραγωγής και αίσθησης των πραγμάτων και από την άλλη οι αρχοντικές τάξεις που δεν ενέδωσαν στα κελεύσματα της μαζικοποίησης, ο Γέητς δεν φαίνεται να κέρδισε τη συμπάθεια της φωτισμένης Ευρώπης. Τιμήθηκε μεν με το βραβείο Νόμπελ το 1923, δεν «πέρασε» όμως στο ποιητικό κεκτημένο της ηπειρωτικής γραμματείας.

Ποιητής δύσκολος, ήταν φυσικό να μην «περάσει» ούτε στην Ελλάδα, παρά τον αριθμό μεταφράσεων από το έργο του στα ελληνικά. Η μετάφραση δεν εξασφαλίζει πάντοτε και τον διάλογο με ένα έργο.

Μολονότι τα ποιήματά του τελούν κατά κανόνα υπό τους αυστηρούς περιορισμούς των κανονικών μορφών, με ιδιαίτερη ροπή προς την μπαλλάντα και το δημοτικό τραγούδι της ιρλανδικής παράδοσης, εντούτοις η λεπτή του τέχνη, που με τα χρόνια θα απελευθερωθεί από την άκαμπτη μορφική ακρίβεια, δεν αναπαράγεται με ρίμες και μορφικές αντιστοιχίες. Η μεταφραστική εμμονή στην ομοιοκαταληξία αποδυναμώνει το ποίημα, όταν δεν το διαστρέφει παντελώς. Κατ’ εμέ, η μόνη λύση είναι η προσφυγή στον ελεύθερο μα τεχνικό στίχο, που ξέρει να μεταλλεύεται, όσο μπορεί, τις μουσικές παρηχήσεις και αντηχήσεις από κοινού με την επιλογή του λεξιλογίου. Η μετάφραση των ποιημάτων είναι ζήτημα έμπνευσης, και η έμπνευση έρχεται -αν έρχεται- από τη μακρά τριβή με ένα έργο.

Ο Γέητς δεν είναι ποιητής «βιωματικός», αλλά στοχαστικός. Αφετηρία του είναι βεβαίως το πραγματικό του παρόντος, το οποίο όμως παρουσιάζεται κάθε φορά ξεκρέμαστο, θαμπό και αδιαπέραστο. Για την κατανόηση των αρχών που το διέπουν επιστρατεύεται η αρχέγονη μνήμη Ανατολής και Δύσης με τα αρχετυπικά και απόκρυφα διδάγματά τους. Η ποιητική σκέψη κατευθύνεται προς το πρωταρχικό και πρωτογενές ερώτημα της ανθρώπινης ύπαρξης μες από την παράδοση με τις αιώνιες αντινομίες της.

Διόλου δογματικός ή απερίσκεπτος, Ο συντηρητισμός του Γέητς, αν και καλύπτει όλα τα πεδία της πνευματικής εμπειρίας, έχει κάτι το τραγικά ηρωικό. Ο ποιητής στέκει ακλόνητος μπροστά στον αιώνιο κύκλο της οικοδόμησης και του γκρεμίσματος, αποδεχόμενος την απροσμάχητη μεταβολή που παρασέρνει μοιραία όσα αγάπησε και πίστευσε. Οι αξίες των δημοκρατικών, χριστιανικών και προκομμένων μεσαίων τάξεων της Προόδου τον απωθούν βαθύτατα, όπως και ο «σύγχρονος κόσμος». Αισιοδοξία και απαισιοδοξία δεν έχουν θέση εδώ. Τα ποιήματά του δεν επιζητούν άμεσα και συγκεκριμένα αποτελέσματα, ούτε επιστηρίζουν δημοχαρή συμπεράσματα· εμβρυολογούν και υποδηλώνουν. […] (Από το προλόγισμα του μεταφραστή)

Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς

Ο ποιητής Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς (William Butler Yeats) γιος του John Butler Yeats και της Susan Pollexfen, γεννήθηκε στο Δουβλίνο, στις 13 Ιουνίου του 1865. Ο πατέρας του, που είχε σπουδάσει νομικά αλλά έγινε ζωγράφος, ήταν ένας σκεπτικιστής διανοούμενος, οπαδός του ορθολογισμού του John Stuart Mill και λαμπρός συνομιλητής. Η μητέρα του ήταν απλή θρησκευόμενη γυναίκα που της άρεσε να ακούει και να λέει ιστορίες για ξωτικά και για φαντάσματα. Το 1867 η οικογένεια Yeats μετακομίζει στο Λονδίνο όπου ο πατέρας αρχίζει την καριέρα του ως ζωγράφος. Στο Λονδίνο, ο William παρακολούθησε μαθήματα στο Godolphin School για λίγα χρόνια. Εκεί τα πράγματα ήταν αρκετά δύσκολα γι’ αυτόν. Όντας ονειροπόλος, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στα μαθήματά του, και οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν, γιατί δεν ήταν δυνατός και δεν ήταν Άγγλος. Το 1880 η οικογένεια επέστρεψε στην Ιρλανδία. Εκεί ο William παρακολούθησε μαθήματα στο Erasmus High School, στο Δουβλίνο, ως την ηλικία των δεκαοκτώ. Η συμπεριφορά του άρχισε τότε να γίνεται χαρακτηριστική. Προσπαθώντας να καλύψει τη μεγάλη δειλία του, ο William άρχισε ν αποκτά μια βυρωνική “πόζα” και να μιμείται το “ηρωικό βάδισμα” του Irving στον “Άμλετ” (είχε δει την παράσταση με τον πατέρα του). Αν στο προηγούμενο σχολείο στο Λονδίνο, είχε υποφέρει αρκετά από τις κοροϊδίες των συμμαθητών του, τώρα περνούσε στην αντεπίθεση και γινόταν ένας “δύσκολος” νεαρός. Προς μεγάλη απογοήτευση του πατέρα του, ο οποίος ήθελε να ακολουθήσει ο γιος του την οικογενειακή παράδοση και να σπουδάσει στο Trinity College, γράφεται και παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής στο Metropolitan School of Art του Δουβλίνου. Εκεί γνωρίστηκε μ’ ένα συμφοιτητή του, τον George Russel (τον ποιητή που έγραφε με το ψευδώνυμο “ΑΕ”), ο οποίος συμμερίζεται και ενθαρρύνει το ενδιαφέρον του για το υπερφυσικό και το απόκρυφο. Σ αυτόν τον παράξενο άνθρωπο ο Yeats βρίσκει έναν άξιο αντίπαλο του πατέρα του και μια πνευματική και ηθική στάση που αψηφούσε τον ορθολογισμό. Μαζί με τον Russel αφοσιώνονται στη μελέτη των ανατολικών θρησκειών και της ευρωπαϊκής μαγείας, και μάλιστα ιδρύουν, μαζί με άλλους, τον “Ερμητικό Σύλλογο του Δουβλίνου”, ο οποίος συνεδριάζει για πρώτη φορά το 1885 με πρόεδρο τον Yeats. Ο William αρχίζει να γράφει ποίηση ενώ συγχρόνως ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το ποιητικό θέατρο. Το 1885 δημοσιεύονται για πρώτη φορά δύο λυρικά ποιήματά του: “Song of the faeries” και “Voices” καθώς και το λυρικό δράμα “The island of status” στο “Dublin University Review”. Η ποίηση του Yeats, αρχικά, φανερώνει διάφορες επιδράσεις (π.χ. του Shelley ή των Προραφαηλιτών ποιητών, που είχε γνωρίσει μέσω του πατέρα του), αυτός όμως είχε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση: ήθελε να γράψει για τους Ιρλανδούς και για την πατρίδα τους, τη δική του πατρίδα. Έτσι δανείστηκε στοιχεία από τα παραμύθια και τους θρύλους του τόπου του, χρησιμοποιώντας και τη μορφή της μπαλάντας (“Crossways”, 1889· “The rose”, 1893) ή γράφοντας αφηγηματική ποίηση (“The wanderings of Oisin”, 1889), όπου το ιρλανδικό υλικό παρουσιάζεται με προραφαηλιτικό ύφος και συμβολιστική μέθοδο. Με τη δημοσίευση μιας άλλης ποιητικής συλλογής (“The wind among the reeds”, 1899), η ποίησή του είχε αρχίσει να γίνεται περισσότερο πολύπλοκη. Ο Yeats είχε γνωρισθεί με τον Arthur Symons, ο οποίος, με τη βοήθεια του ποιητή, έγραψε “Το συμβολιστικό κίνημα στη λογοτεχνία” (1899). O Symons έφερε τον Yeats σ επαφή με το κίνημα του Mallarme. Ο Yeats, πάντως, δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για μια καθαρά ιρλανδική καλλιτεχνική παραγωγή. Το αποτέλεσμα ήταν η ίδρυση του ιρλανδικού Θεατρικού Συλλόγου, του ιρλανδικού εθνικού θεάτρου που αργότερα έγινε γνωστό ως Abbey Theatre. Σ αυτή του την προσπάθεια είχε τη συνεργασία του Edward Martyn, του George Moore και της Augusta Gregory. Το 1914 και το 1919 δημοσιεύονται οι ποιητικές του συλλογές “Responsibilities” και “The wild swans at Coole” αντίστοιχα. Το 1925 δημοσίευσε ένα έργο με τον τίτλο “A vision”, αλλά τελικά το απέσυρε, το ξανάγραψε και, το 1937, το εξέδωσε με την νέα του μορφή. Το έργο αυτό είναι ένα ημι-αστρολογικό σύστημα που εξηγεί τους ανθρώπινους τύπους, την ιστορία και τη μετά θάνατον πορεία της ψυχής, χρησιμοποιώντας ως κεντρικό σημείο αναφοράς την κυκλική αντίληψη του χρόνου και τις είκοσι οκτώ φάσεις της σελήνης. Το 1928 δημοσιεύει την συλλογή “The tower”, και το 1930 γράφει το θεατρικό “The words upon the window-pane”. Έγραψε επίσης τα έργα: “The king of the great clock tower”, “The winding stair”, “Wheels and butterflies”, “A full moon in March”, “Essays 1931-1936”, “Purgatory”, “The death of cuchulain” κ.ά.

Το 1923 τιμήθηκε με το Νόμπελ της Λογοτεχνίας. Ο Yeats πέθανε στη Γαλλία, στις 28 Ιανουαρίου του 1939, πιστεύοντας ότι, αν ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει την απόλυτη αλήθεια, μπορεί τουλάχιστον να την ενσαρκώσει. Η μέρα του θανάτου του ήταν, όπως λέει ο W.H. Auden, “μια σκοτεινή και κρύα μέρα”· το “ιρλανδικό αγγείο” έμεινε “άδειο από την ποίησή του”.