Το συγκεκριμένο είναι ένα από τα πρώτα έργα του Τόνι Κούσνερ, γραμμένο το 1985. Όπως και στους Άγγελους στην Αμερική, ο συγγραφέας επιτίθεται εμμέσως, αλλά σαφώς, στην ρεπουμπλικανική διακυβέρνηση του τότε Αμερικανού Προέδρου, Ρόναλντ Ρέηγκαν. Παραλληλίζοντας τον Ρέηγκαν με τον Χίτλερ, ο συγγραφέας προσπάθησε να μιλήσει για όσα αντιμετώπιζε η Αμερική κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, μέσω της άκρα φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής του πρώην Χολυγουντιανού σταρ και μετέπειτα πολιτικού εταίρου της «Σιδηράς Κυρίας», Μάργκαρετ Θάτσερ. 

Η γραφή του Αμερικανού συγγραφέα χαρακτηρίζεται από έντονο ρεαλισμό, ο οποίος όμως μπερδεύεται σκοπίμως με εξπρεσιονιστικά και σουρεαλιστικά στοιχεία. Το Ένα Σπίτι Φωτεινό σαν Μέρα αποδεικνύει επίσης την επίδρασή του από το μπρεχτικό θέατρο, καθώς και από το γερμανικό καμπαρέ της περιόδου της Βαϊμάρης, το οποίο επηρέασε έντονα τον Μπέρτολντ Μπρεχτ, ειδικά κατά το ξεκίνημα της συγγραφικής του διαδρομής.

Η περίοδος της Βαϊμάρης, η οποία εκτείνεται από το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1918) έως και την καύση των βιβλίων έξω από το Ράιχσταγκ (1933), αποτελεί τον προθάλαμο της ανόδου του Αδόλφου Χίτλερ στην ηγεσία του Ναζιστικού κόμματος. Μολονότι ήταν μια περίοδος μοναδικής καλλιτεχνικής δημιουργίας για την Γερμανία, ωστόσο, τα όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν την έχουν στιγματίσει.

Τοποθετώντας την δράση στην Γερμανία του 1932, ο Κούσνερ φωτίζει τις αιτίες που οδήγησαν στην άνοδο του Χίτλερ στην ηγεσία του Ναζιστικού κόμματος, καθώς και στον, αναπόφευκτο, παγκόσμιο πόλεμο. Το έργο αρχίζει την πρωτοχρονιά του 1932, στο σπίτι της Άγκνες, μιας γνωστής ηθοποιού και εκκολαπτόμενης κομμουνίστριας. Η Άγκνες συζεί με τον Ούγγρο πολιτικό μετανάστη και ηλεκτρολόγο κινηματογράφου, Χατζ. Στο σπίτι του ζευγαριού βρίσκονται για να αλλάξουν τον χρόνο και οι φίλοι τους, επίσης καλλιτέχνες, Μπαζ, Γκότσλινγκ και Πολίνκα. Η Άγκνες μένει παραπονεμένη, όταν όλοι οι υπόλοιποι αγκαλιάζονται και φιλιούνται, ενώ εύχονται μεταξύ τους καλή χρονιά. Προμηνύεται έτσι η εγκατάλειψη και η μοναξιά που θα βιώσει η ηρωίδα στο τέλος σημαίνοντας ευθέως τη μοναξιά όσων επιλέγουν να πορευτούν τον δύσκολο δρόμο και όχι να ακολουθήσουν τους πολλούς.

Όλοι οι ήρωες είναι έντονα προβληματισμένοι με την άνοδο των ποσοστών του φασιστικού κόμματος. Μέλη, όλοι σχεδόν, του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, προσπαθούν να βοηθήσουν όσο μπορούν προκειμένου να αποτραπεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Κατά την πορεία του έργου όμως, ο Κούσνερ παρουσιάζει τους ιστορικούς, αλλά κυρίως πολιτικούς λόγους που οδήγησαν στην επικράτηση του Αδόλφου Χίτλερ, μολονότι το κόμμα του έπαιρνε διαρκώς και μικρότερο ποσοστό στις επάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν από τις αρχές του 1932 έως και το τέλος του 1933.

Ο Αμερικανός συγγραφέας αντιμετώπισε με σκωπτική διάθεση τις ιστορικές συνέπειες τόσο της Γερμανικής ακροδεξιάς, όσο (και ακόμα περισσότερο) της Γερμανικής αριστεράς. Καταδεικνύει έτσι ο Κούσνερ ότι δεν είναι ικανός οποιοσδήποτε πολιτικός σχηματισμός να φέρει την καταστροφή μόνος του, αφού οι παρωπίδες και οι πολιτικές σκοπιμότητες που βοηθούν συχνά στην ενδυνάμωση του αντιπάλου είναι συχνά πολύ πιο επικίνδυνες από τον ίδιο τον εχθρό.

Φωτογραφία παράστασης: Ελίνα Γιουνανλή

Η Παράσταση

Ο Γιάννης Μόσχος βούτηξε στον κόσμο του Κούσνερ και αντιμετώπισε το κείμενο με ιδιαίτερη σκηνοθετική πρόταση. Αρχικά, κλείνοντας το μάτι στον δάσκαλο του Μπρεχτ και βιρτουόζο του Γερμανικού καμπαρέ, Καρλ Βάλεντιν, εμφάνισε τον Σβετς – Διάβολο σαν κονφερασιέ σε καμπαρέ. Με αυτό τον τρόπο, τοποθέτησε χρονικά τον θεατή ήδη πριν την έναρξη της παράστασης, στην περίοδο του μεσοπολέμου. Η ατμοσφαιρική σκηνή του «Νίκος Κούρκουλος» παρείχε, αρχικά, τη θαλπωρή που παρείχε το σπίτι της Άγκνες, ενώ στη συνέχεια μεταμορφώθηκε στο επικίνδυνο καταφύγιο, όπου η ηρωίδα απέμεινε μόνη να αντιμάχεται το τέρας του φασισμού.

Οι εναλλαγές φωτός ανάμεσα στη σκηνή και τους θεατές λειτούργησε με ενδιαφέροντα τρόπο, οδηγώντας το κοινό στο στοχαστικό προβληματικό που εισηγήθηκε το επικό θέατρο του Μπρεχτ. Με τον τρόπο αυτό, ο σκηνοθέτης δεν συμπεριέλαβε απλώς το κοινό στα επί σκηνής τεκταινόμενα, αλλά μετέτρεψε τον χώρο του κοινού σε σκηνή και τους ηθοποιούς σε θεατές. Δημιούργησε έτσι μια πολύ ενδιαφέρουσα μεταθεατρική συνθήκη και θέτοντας το πλατωνικό ερώτημα αναφορικά με το τί είναι αληθινό και τί μίμηση.

Τέλος, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και με σημαντική δραματουργική βαρύτητα ήταν η αναγραφή διαφόρων και διαφορετικών ημερομηνιών στο φινάλε της παράστασης, υποδηλώνοντας την κυκλικότητα στην ανθρώπινη ιστορία, αλλά και την ατέρμονη επανάληψη των ίδιων λαθών.

Οι Ηθοποιοί 

Αναμφίβολα η Άγκνες της Αγορίτσας Οικονόμου κυριαρχεί στη σκηνή όχι απλώς δραματουργικά, αλλά κυρίως υποκριτικά. Η ηθοποιός δίνει μια από τις καλύτερες, μέχρι στιγμής, ερμηνείες της. Ισορροπώντας με επιτυχία ανάμεσα στην αφέλεια, την απόγνωση, τη συνειδητοποίηση και το φόβο, η Αγ. Οικονόμου ξεδίπλωσε τόσο το αναβλύζον κωμικό της ταλέντο, όσο και τη δραματική της δεινότητα. Έξοχος συνοδοιπόρος της ο Χατζ του Λαέρτη Μαλκότση, ο οποίος επιβεβαιώνει την υποκριτική του γκάμα. Μετρημένος, πετυχαίνει και αυτός να ισορροπήσει ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα. Πολύ καλή είναι επίσης η Ανατολή Αθανασιάδου, η οποία βρίσκεται στην πιο ώριμη, έως τώρα, υποκριτική της φάση. Ο Μπαζ του Παναγιώτη Παναγόπουλου είναι επίσης πολύ καλός, πετυχαίνοντας με μοναδική ικανότητα να ενσαρκώσει έναν ομοφυλόφιλο άνδρα κατά την περίοδο της Βαϊμάρης, χωρίς να μετατρέψει ούτε στο ελάχιστο τον ήρωα σε καρικατούρα. Καλή και η Μαρία Τσιμά, αν και ορισμένες φορές ήταν άκαμπτη υποκριτικά. Εξαιρετική ήταν η Ρόζα της Υψιπύλης Σοφιά, αλλά και ο Τράουμ του Γιλμάζ Χουσμέν. Είναι πραγματικά κρίμα που και οι δύο νέοι ηθοποιοί δεν ήταν στη σκηνή περισσότερη ώρα. Τέλος, ο Σβετς του Θανάση Ραφτόπουλου μολονότι έδωσε τον τόνο της παράστασης, στο κομμάτι που υποδύθηκε τον Σατανά ήταν περισσότερο υπερβολικός από όσο έπρεπε, κυρίως κινησιολογικά. Τέλος, καλή η Σοφία Σεϊρλή στον ρόλο της Ηλικιωμένης που διατρέχει τους αιώνες.

Οι Συντελεστές 

Το εξαιρετικής αισθητικής και δηλωτικό της εποχής σκηνικό (Τίνα Τζόκα) αποτελεί από τα πλέον θετικά στοιχεία της παράστασης. Λιτό, απλό, αλλά τόσο καλοφτιαγμένο και λειτουργικό το σκηνικό έδεσε απόλυτα στη σκηνή «Νίκος Κούρκουλος». Εξίσου ιδιαίτερα και καλόγουστα τα κοστούμια (Βάνα Γιαννούλα), τα οποία έπαιξαν με την εποχή, αλλά επίσης με τα χρώματα και τα μοτίβα. Οι ενδυματολογικές πινελιές που τα νοστίμισαν ακόμα περισσότερο ήταν, ενδεικτικά, τα παπούτσια των ηρώων, το φουλάρι του Μπαζ στην τελευταία σκηνή, το μπαστούνι του Σβετς. Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου αποτελούσαν ένα μοναδικό έργο τέχνης, παίζοντας με τα συναισθήματα, αλλά και μετέχοντας της δραματουργικής σημειολογίας. Πολύ καλή ήταν επίσης η συνοδευτική μουσική (Θοδωρής Οικονόμου), ενώ τέλος, πολύ ιδιαίτερες ήταν οι κλακέτες που συνόδευαν τον Σβετς (Διδασκαλία κλακετών: Θάνος Δασκαλόπουλος).

Αντί επιλόγου

Πρόκειται για μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, πολύ καλόγουστη και ιστορικά σημαντική παράσταση, η οποία απογειώνεται υπό την σκηνοθετική μπαγκέτα του Γιάννη Μόσχου. Δεν φωτίστηκε η βαρύνουσας σημασίας σκηνή ανάμεσα στον Τράουμ και την Μάλεκ, με την οποία ο Τόνι Κούσνερ απέδωσε τη διάσπαση του αριστερού μετώπου και την συνεπακόλουθη άνοδο του φασιστικού κόμματος, ωστόσο ο σκηνοθέτης κατάφερε να μεταφέρει επιτυχώς το κείμενο στο σήμερα. Οι πολιτικές ευθύνες που βαρύνουν όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου της Γερμανίας, την εποχή της Βαϊμάρης, αναδύθηκε ξεκάθαρα. Επίσης, φωτίστηκαν καθαρά οι ευθύνες των πολιτών, οι οποίοι με ατομικιστική διάθεση τράπηκαν σε φυγή εγκαταλείποντας την Γερμανία (και τον κόσμο ολόκληρο) στη ναζιστική λαίλαπα. Η μετωνυμική διάθεση του σκηνοθέτη να μιλήσει για το σήμερα μέσα από ένα έργο γραμμένο τη δεκαετία του 1980 που αναφέρεται στο 1930 λειτούργησε απόλυτα.

Photo Credit: Ελίνα Γιουνανλή

Διαβάστε επίσης: 

Ένα σπίτι φωτεινό σαν μέρα, του Τόνυ Κούσνερ σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου στο Εθνικό Θέατρο