Το έργο

Ο Edward Albee (Έντουαρντ Άλμπι) υιοθετήθηκε όταν ήταν μόλις 2 εβδομάδων, από εύπορους γονείς που ανήκαν στην ανώτερη κοινωνική τάξη. Οι επανειλημμένες όμως συγκρούσεις τους τον οδήγησαν, μόλις στην ηλικία των 16 ετών, μακριά από την πατρική εστία, στην οποία και δεν επέστρεψε ποτέ. Και ενώ με τον πατέρα του δεν ξαναβρέθηκε έκτοτε, με την μητέρα του αποκαταστάθηκαν, φαινομενικά, οι σχέσεις τους. Η διαθήκη της ωστόσο, απέδειξε ότι ουδέποτε συγχώρεσε τον μονάκριβο γιο της για τις σεξουαλικές του προτιμήσεις και ουσιαστικά ουδέποτε μάλλον τον αγάπησε. 

Τον θυμό, την απογοήτευση και τον πόνο που του προκάλεσε η θετή μητέρα του, θέλησε να μετουσιώσει σε κείμενο ο Αμερικανός συγγραφέας, αποτυπώνοντάς τα στις «Τρεις Ψηλές Γυναίκες». Πρόκειται για ένα έργο γραμμένο το 1991, το οποίο και επανέφερε τον δημιουργό του στην κεντρική θεατρική σκηνής της Αμερικής, μετά από δύο τουλάχιστον δεκαετίες. Ο Albee, μετά το «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;» βίωσε την απόρριψη από το θεατρικό γίγνεσθαι της πατρίδας του, παραμένοντας αποκλεισμένος σχεδόν από τις κεντρικές Αμερικάνικες σκηνές. Με τις «Τρεις Ψηλές Γυναίκες» όμως επανήλθε δυναμικά. Πρόκειται για ένα έργο, το οποίο κατ’ ουσίαν αποτελείται από δύο κείμενα, καθώς η Πρώτη πράξη λαμβάνει χώρα στον απόλυτο ρεαλισμό, ενώ η Δεύτερη πράξη καταδύεται στα βάθη του σουρεαλισμού. Ο Albee, βασικός εκπρόσωπος του «Θεάτρου του Παραλόγου» στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, διχοτομώντας δραματουργικά το έργο, απέδωσε την ανθρώπινη αγωνία για το πέρασμα του χρόνου, το γήρας και το αναπόφευκτο τέλος. 

Τρεις γυναίκες, η Α, η Β και η Γ βρίσκονται στη σκηνή, όταν αρχίζει το έργο. Η Α είναι 91 ετών (στην ηλικία που πέθανε η μητέρα του Albee), η Β είναι 52 ετών (στην ηλικία που ήταν όταν έφυγε από το σπίτι ο συγγραφέας) και η Γ είναι 26 (στην ηλικία όταν η μητέρα του ξεκινούσε ακόμα, ως νέα, τη ζωή της). Η Γ εργάζεται ως δικηγόρος για τα συμφέροντα της Α, ενώ η Β είναι η οικονόμος της Α. Οι τρεις γυναίκες συζητούν για τη ζωή, τους άντρες, τον έρωτα, τα παιδιά και το χρόνο, δείχνοντας τις διαφορετικές αντιλήψεις που έχει η καθεμία, λόγω της ηλικίας στην οποία βρίσκεται. Στο τέλος της Πρώτης πράξης, η Α παθαίνει εγκεφαλικό και πέφτει σε κώμα. Στην Δεύτερη πράξη πλέον γίνεται σαφές ότι αυτές οι τρεις γυναίκες είναι ουσιαστικά μία, η μητέρα του συγγραφέα, σε τρεις διαφορετικές φάσεις της ζωής της. 

Η παράσταση

Ο Bob Wilson (Μπομπ Γουίλσον) κινήθηκε στα οικεία του σκηνοθετικά μονοπάτια παίζοντας με την επί σκηνής εικόνα, τους ήχους και τους φωτισμούς. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό, υποβλητικό και άκρως ενδιαφέρον. Οι τρεις διαφορετικές γυναίκες, με τα τρία ογκώδη κοστούμια σε διαφορετικούς χρωματισμούς, αντιπροσώπευσαν τις τρεις διαφορετικές στιγμές στη ζωή ενός ανθρώπου και δή μιας γυναίκας. Ο σκηνοθέτης τις τοποθέτησε ανάμεσα σε ξεκούρδιστες φιγούρες που ξεπήδησαν από μουσικά κουτιά και σε ευμεγέθεις πολύχρωμες φιγούρες του Μπαουχάουζ, δημιουργώντας ένα πολυδιάστατο θεατρικό σύμπαν. Οι έντονοι ήχοι από την άλλη, επίσης χαρακτηριστικό του σκηνοθέτη, δεν υπογράμμισαν απλώς την εκάστοτε δράση, αλλά ανέδειξαν ότι όλα όσα παρακολουθεί ο θεατής επί σκηνής βρίσκονται μπερδεμένα στο μυαλό της ετοιμοθάνατης Α. Ωστόσο, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η εξπρεσιονιστική και πληθωρική εικαστικά σκηνοθετική φόρμα, το κείμενο, ειδικά στο πρώτο μέρος του, δηλαδή το άκρως ρεαλιστικό, υπέστη σημαντικές αλλοιώσεις. Ως αποτέλεσμα, η Πρώτη πράξη, με τις συνεχείς επαναλήψεις (οι οποίες δεν υπάρχουν στο κείμενο) μοιάζει αλλόκοτη και απέχει από την δραματουργία του Albee. Η σκηνοθετική γραμμή από την άλλη, λειτούργησε πολύ καλύτερα στην Δεύτερη πράξη, στην οποία ο ίδιος ο συγγραφέας γίνεται αφαιρετικός και σουρεαλιστικός. Το εναργές και τόσο παλλόμενο έργο του Αμερικανού συγγραφέα ωστόσο κατάφερε να ξεχωρίσει από την σκηνοθετική γραμμή και ήταν αυτό που δημιουργήσε τόσο το κωμικό στοιχείο, όσο και τις στιγμές βαθιάς συγκίνησης και έντονης περισυλλογής. 

Εντελώς περιττή επίσης ήταν η προσθήκη του νεαρού Edward στην παράσταση, ο οποίος ενημερώνει το κοινό για την οικογενειακή και προσωπική του περιπέτεια, αλλά και τη σύνδεσή του με τις «Τρεις Ψηλές Γυναίκες». Αντίθετα, η σιωπηλή φιγούρα του γιου που υπάρχει στο θεατρικό έργο είναι πιο δυνατή δραματουργικά, καθώς δείχνει αφενός, την αδυναμία του ενήλικου πια παιδιού να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι σε μια κυριαρχική και επικριτική μάνα και αφετέρου, την αδυναμία ύπαρξης οποιουδήποτε διαλόγου, τονίζοντας ότι όσα συμβαίνουν δεν είναι παρά αποκύημα της φαντασίας μιας γυναίκας που ετοιμάζεται να φύγει από τη ζωή. 

Οι ηθοποιοί

Στα πολύ θετικά στοιχεία της παράστασης συγκαταλέγονται οι τρεις ηθοποιοί. Η Ρένη Πιττακή, η Καριοφυλλιά Καραμπέτη και η Λουκία Μιχαλοπούλου επιδίδονται σε έναν υποκριτικό άθλο, διατηρώντας, καθόλη τη διάρκεια της παράστασης, την στυλιζαρισμένη υποκριτική και κινησιολογία. 

Συντελεστές

Οι Φωτισμοί (Robert Wilson) είναι μεταξύ των πλέον σημαντικών στοιχείων της παράστασης. Δεν δημιουργούν απλώς ατμόσφαιρες, αλλά αναδεικνύουν την πολλαπλότητα της σκηνοθεσίας, η οποία λειτουργεί σε επίπεδα, υπογραμμίζοντας τόσο το συνειδητό, όσο και το υποσυνείδητο της ύπαρξης, του μυαλού, αλλά και του ίδιου του κειμένου. Μέσω των φωτισμών λοιπόν, ο σκηνοθέτης δεν έθεσε σε αλληλεπίδραση μόνον τα στοιχεία της ίδιας της παράστασης, αλλά συνομίλησε σκηνικά και ο ίδιος με το έργο του Ed. Albee. Ιδιαίτερα σημαντικά τα κοστούμια (Flavia Ruggeri), τα οποία έπαιξαν σημειολογικά με τους τρεις ρόλους. Ως συνέπεια, η Α, στο τέλος της ζωής της, είναι ενδεδυμένη στα μαύρα, η Β που απολαμβάνει τη ζωή της καθώς όπως λέει βρίσκεται στην κορυφή και στην καλύτερη χρονική φάση φοράει το κόκκινο του πάθους, ενώ η Γ η οποία ζει με αμφιβολίες ελπίζοντας ότι οι πιο ευτυχισμένες στιγμές της δεν έχουν έρθει ακόμα είναι ντυμένη στο άχρωμο μπεζ, περιμένοντας το χρώμα να την κατακλύσει. Εξίσου σημαντικές σημειολογικά οι περούκες, αλλά και το μακιγιάζ (Many Halligan). Στην Πρώτη πράξη όλες είναι καλοχτενισμένες και περιποιημένες, ενώ στην Δεύτερη πράξη η ετοιμοθάνατη Α εμφανίζεται αναμαλλιασμένη. Αποκαλύπτεται έτσι ο κοινωνικός εμφανισιακά καθωσπρεπισμός ο οποίος κυριαρχεί στη ζωή των ανθρώπων μέχρι να απελευθερωθούν. Και σύμφωνα με την Α η ολική απελευθέρωση έρχεται μόνον στο σημείο όπου βρίσκεται αυτή: δηλαδή, λίγο πριν το οριστικό τέλος, όταν οι αγωνίες, οι στεναχώριες, αλλά και οι χαρές έχουν παρέλθει, ανεπιστρεπτί. Εξίσου σημαντική, τέλος, η κινησιολογία (Μαριάννα Καβαλλιεράτου) η οποία με το στυλιζάρισμά της επέτεινε την αίσθηση ότι οι τρεις γυναίκες δεν είναι παρά ζωντανές κούκλες, χωρίς αληθινό συναίσθημα. 

Εν κατακλείδι

Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα παράσταση, τα εχέγγυα της οποίας εξασφαλίζουν η σκηνοθετική υπογραφή του Robert Wilson, καθώς και των τριών ηθοποιών που ενσαρκώνουν τους τρεις ρόλους. Ωστόσο, η επιλογή του συγκεκριμένου έργου ήταν μάλλον ατυχής, αφού αφενός, αποδυνάμωσε το κείμενο, ενώ αφετέρου, δεν υπηρέτησε ιδιαίτερα ούτε την σκηνοθεσία. Η σκηνοθετική ευφυΐα του R. Wilson συχνά βρέθηκε υποκείμενη στο κείμενο, ενώ η τόσο κοφτερή και άμεση γλώσσα του Albee, του enfant terrible της αμερικάνικης σκηνής, καταπιέστηκε υπό το βάρος μιας φορμαλιστικής σκηνοθεσίας, η οποία λειτούργησε, ειδικά στο πρώτο μέρος, όπως ακριβώς η Α στο έργο: σαν καταδυναστευτικός κηδεμόνας που δεν αφήνει στο παιδί του χώρο για να αναπνεύσει. 

Photo Credit: © Julian Mommert

Διαβάστε επίσης: 

Τρεις Ψηλές Γυναίκες, σε σκηνοθεσία Robert Wilson στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά