Η Συλλογή Οικονόμου παρουσιάζει την έκθεση David Hammons: Give Me a Moment με έργα του Αμερικανού καλλιτέχνη μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου. Λαμβάνοντας υπόψη τις περιορισμένες εκθέσεις του παγκοσμίως, μια ευρεία παρουσίαση του έργου του αποτελεί μοναδική ευκαιρία για το ελληνικό κοινό, να γνωρίσει έναν εξαιρετικά σημαντικό καλλιτέχνη.

Ανορθόδοξος και ανατρεπτικός, με αφετηρία το Λος Άντζελες στα τέλη του ’60 & στον απόηχο της εξέγερσης του Watts και του κινήματος Black Power, υπήρξε μέλος αβανγκάρντ καλλιτεχνικών ομάδων και jazz κύκλων. Αργότερα στη Νέα Υόρκη και σε όλη τη διάρκεια της πορείας του, δεν έπαψε να «ενοχλεί» ανακατεύοντας υλικά, στερεότυπα και αντιλήψεις. Το πνευματώδες χιούμορ του και η σάτιρα εναλλάσσονται με σκληρή κριτική και οργή απέναντι στα πολιτικά, κοινωνικά & φυλετικά ζητήματα που θίγει. Συχνά, χρησιμοποιεί ρατσιστικά κλισέ με διαμετρικά αντίθετο τρόπο, ενώ η αγάπη του για τα λογοπαίγνια εκδηλώνεται στους ευφυείς τίτλους που δίνει στα έργα του, ακόμη και όταν αγγίζει τις πιο οδυνηρές στιγμές της ιστορίας ή/και της σύγχρονης ζωής των μαύρων της Αμερικής.

Απρόσιτος για τον κόσμο της τέχνης και του τύπου, παρόλο που υπήρξε από τους πλέον περιζήτητους κινήθηκε ανεξάρτητα από τις επιταγές της αγοράς, αρνούμενος επίσημη αντιπροσώπευση από γκαλερί. Με το έργο και την στάση του, αντιδρά και χλευάζει ελιτίστικες συμπεριφορές, τον αυστηρό ακαδημαϊσμό και την ιδρυματοποίησή της Τέχνης. Ένας αστικός καλλιτεχνικός μύθος έχει αναπτυχθεί γύρω από το όνομά του, ενώ κάθε σχετικά σπάνια παρουσίαση του έργου του φέρει έντονα την προσωπική του σφραγίδα, και αποτελεί γεγονός στους κύκλους της τέχνης.

Η έκθεση στη Συλλογή Οικονόμου περιλαμβάνει 19 έργα, τα οποία καλύπτουν ένα ευρύ χρονικό διάστημα, από τα πολύ πρώιμα των αρχών του ’70 μέχρι πολύ πρόσφατα των τελευταίων χρόνων. Γλυπτά, assemblages, πίνακες, εγκαταστάσεις, τυπώματα, τοποθετημένα σε όλο τον εκθεσιακό χώρο με μίνιμαλ αισθητική και ελάχιστα πληροφοριακά κείμενα, ως είθισται στις εκθέσεις του. Ξεφεύγοντας από μια αφήγηση γραμμική, η παρουσίαση των έργων στους τρεις ορόφους του κτιρίου είναι εξαιρετικά δομημένη, καθώς συνοψίζει τις πέντε δεκαετίες της πορείας του καλλιτέχνη, μέσα από πολύ αντιπροσωπευτικά του έργα.  

Δεδομένου ότι μεγάλο μέρος του έργου του είναι δημόσιο κι εφήμερο, είναι πολύ ενδιαφέρον ότι στην έκθεση παρουσιάζονται και ντοκουμέντα, φωτογραφίες & έγγραφα, από τις performance και δράσεις του στο δημόσιο χώρο τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Γνήσιος εκφραστής της κουλτούρας του δρόμου, τον ενδιέφερε το κοινό που δεν είχε σχέση με την τέχνη, και βέβαια το ίδιο το αστικό περιβάλλον, τα προϊόντα & απορρίμματα του, με τα οποία δημιουργεί τα γλυπτά και assemblages του. Όπως ο ίδιος έχει πει «Αποφάσισα πριν πολύ καιρό, πως όσο λιγότερα κάνω, τόσο περισσότερο καλλιτέχνης είμαι. Τον περισσότερο καιρό, τον περνάω στο δρόμο. Περπατώ.[1]»

Κι έτσι κάπως δημιουργήθηκε ο μύθος του στους δρόμους της Νέας Υόρκης, όπου πουλούσε χιονόμπαλες για έργα τέχνης στους περαστικούς, ή όταν ύψωσε πανύψηλες μπασκέτες στο κέντρο του Μπρούκλυν, ή κρέμασε παπούτσια στην κορυφή υπαίθριου γλυπτού του Richard Serra, που σε άλλη δράση το χρησιμοποίησε σαν ουρητήριο. Αρκετά χρόνια αργότερα, στην Μπιενάλε του Ντακάρ κλήρωνε πρόβατα στο κοινό στο δρόμο, ισχυριζόμενος ότι οι κάτοικοι του Ντακάρ δεν χρειάζονται Μπιενάλε τέχνης, αλλά κάτι ουσιαστικά χρήσιμο σε εκείνους!

Ωστόσο, το στοιχείο της performance ενυπήρχε ήδη στα πρώιμα έργα του, αυτά που τον καθιέρωσαν στην αρχή της πορείας του στο Λος Άντζελες. Πρόκειται για τα περίφημα Body Prints, στα οποία ανθρώπινα σώματα, συχνά και το δικό του, που έχουν αλειφθεί με λάδι ή γράσο πιέζονται πάνω σε μεγάλα κομμάτια χαρτιού, τα οποία μετά επεξεργάζεται, χρωματίζει, προσθέτει στοιχεία κ.λπ. Από αυτή τη σειρά παρουσιάζεται εδώ το εξαιρετικής τεχνικής The Wine Leading the Wine (c.1969), με δυο φιγούρες νεαρών μαύρων που πίνουν.

Το θέμα του αλκοολισμού τον απασχολεί και στα assemblages του αργότερα, όπου χρησιμοποιεί συχνά άδεια μπουκάλια κρασιού, φελλούς κ.ά., και ανήκει στον ευρύτερο προβληματισμό του για την κοινωνική ανισότητα, τις εσφαλμένες αξίες, τα ανύπαρκτα ή ποταπά ιδανικά της αφρο-αμερικανικής κοινωνίας της εποχής. Σύμβολα & πολιτισμικά χαρακτηριστικά της αμερικανικής κοινωνίας επανέρχονται σαν μοτίβα στα έργα του, ιδίως η μουσική, η μανία για τα σπορ, τη δόξα και το εύκολο χρήμα. Μπαίνοντας στην έκθεση, τρία από τα πλέον γνωστά έργα του Hammons και δηλωτικά αυτής της ταυτότητας υποδέχονται τον επισκέπτη.

Το πρώτο Which Mike do you Want to be like…? (2001), είναι μια εγκατάσταση από τρία μικρόφωνα που παραπέμπουν στους Michael Jackson, Michael Jordan και τον πυγμάχο Mike Tyson αντίστοιχα, προσωπικότητες της pop κουλτούρας που λειτουργούν ως πρότυπα επιτυχίας. Τα μικρόφωνα είναι τοποθετημένα πολύ ψηλά, ένας ευθύς υπαινιγμός στα άπιαστα όνειρα και τις φιλοδοξίες των νέων, που είναι για την συντριπτική πλειοψηφία απρόσιτα. Το δεύτερο έργο Untitled (1989), μια μπασκέτα συνδυασμένη με παρμπρίζ αυτοκινήτου για ταμπλό, λειτουργεί εμμέσως ως κριτική σε δύο δημοφιλή σύμβολα κύρους, τις αθλητικές επιδόσεις και τα αυτοκίνητα. Ανήκει στην ευρύτερη σειρά έργων του με μπασκέτες σε μια πληθώρα εκδοχών, που λειτουργούν ως σημεία αναφοράς της αφρο-αμερικάνικης κουλτούρας. Η διττή της ταυτότητα ενισχύεται, έτσι όπως είναι τοποθετημένη δίπλα στην υβριδική σημαία African American Flag (1990), στο σχήμα της αμερικανικής σημαίας, αλλά με τα χρώματα να παραπέμπουν στο κίνημα του Παναφρικανισμού και σε ένα δυνατό, πολιτικό μήνυμα.

Τα υπόλοιπα έργα ειναι ως επί το πλείστον γλυπτά & assemblages, τοποθετημένα στον τοίχο συνήθως, με τα οποία ο Hammons δουλεύει από το ’80 και εξής. Με μια σχεδόν μαγική ικανότητα & μοναδική αισθητική μεταμορφώνει τα αντικείμενα που χρησιμοποιεί, εκκεντρικά υλικά και objets trouvés παρμένα από την αστική ζωή των μαύρων, καπάκια απο μπουκάλια, λάστιχα, πλαστικές σακούλες, θραύσματα βινυλίων, μπιχλιμπίδια, υφάσματα, φτερά, κόκκαλα από κοτόπουλο, οργανικά υλικά, μαλλιά αφροαμερικάνων που μάζευε απο μπαρμπέρικα στο Χάρλεμ κ.ά. Απομονώνοντάς τα από την αρχική τους λειτουργία, δημιουργεί εντελώς νέα αντικείμενα απόκοσμης ομορφιάς που, όπως τα αφρικανικά τελετουργικά αντικείμενα, φυλαχτά & μάσκες, εκπέμπουν μια μυστηριώδη ισχύ που έλκει και απωθεί την ίδια στιγμή.

Τέλος, στις πιο πρόσφατες σειρές έργων του ανήκουν εγκαταστάσεις με αφηρημένους πίνακες της παράδοσης του μοντερνισμού, στους οποίους ο Hammons ‘επιτίθεται’, είτε καλύπτοντάς τους με μουσαμάδες, μαύρες πλαστικές σακούλες, κουβέρτες, αλλά και έπιπλα, αποκαλύπτοντας τελικά ένα μικρό μέρος τους. Στο Untitled (2008) που παρουσιάζεται εδώ, ένας πίνακας φράζεται από μια μεγάλη ντουλάπα, ή παρόμοια στο Mirror with Tarp (2015) ένας καθρέφτης καλύπτεται από έναν μουσαμά, αφήνοντας λίγα μέρη ορατά. Τι και ποιόν μας επιτρέπεται να δούμε και τι παραμένει κρυφό, ποιός ελέγχει την όραση και την προσβασιμότητα στην εκάστοτε πληροφορία, είναι κάποια μόνο από τα ερωτήματα που θέτει εδώ ο Hammons.

Συνοψίζοντας, τα έργα του μαγνητίζουν με τον λυρισμό και αλλού την οξύτητά τους, σε προκαλούν να ξεσκεπάσεις τα πολλαπλά επίπεδα ερμηνείας τους, και όπως ο τίτλος της έκθεσης θα μπορούσε να υπονοεί, απαιτούν τον χρόνο σου, αλλά και κόπο για να τα αποκωδικοποιήσεις.

Την έκθεση επιμελήθηκαν ο Mark Godfrey, Ανώτερος Επιμελητής στην Tate Modern, και η Skarlet Smatana, Διευθύντρια της Συλλογής Οικονόμου.


[1] Από συνέντευξη του στον Peter Schjeldahl, “The Walker. Rediscovering New York with David Hammons”, New Yorker, 23/12/2002.
Λεζάντες έργων:

i. The Wine Leading  the Wine, c. 1969

Body print

101.6 × 121.9 cm

Photo by Bill Orcutt

ii. Untitled, 1996

African masks, mirror, wire

142.2 × 22.9 × 69.9 cm

Photo Natalia Tsoukala

iii. Roman Homeless, 1990

Mixed media

96.5 × 114.3 × 30.4 cm

Photo by Natalia Tsoukala

___________________

H έκθεση «David HammonsGive Me a Moment» θα διαρκέσει έως 30 Σεπτεμβρίου 2016. Περισσότερες πληροφορίες