Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για μια κορυφαία φυσιογνωμία και προσωπικότητα των επιστημών, την οποία λίγοι γνωρίζουν και άλλοι ακόμα λιγότεροι μνημονεύουν. Και όμως ο Αυγουστίνος Μουσό υπήρξε καινοτόμος, πρωτοπόρος και διορατικός στον τομέα του και διέπρεψε με όσα ευρηματικά εφηύρε. Κατάλαβε και συνειδητοποίησε από νωρίς την σημασία του ήλιου και της ηλιακής ενέργειας σε μια εποχή όπου το κάρβουνο ήταν το βασικό συστατικό θέρμανσης και παραγωγής ενέργειας, σε έναν κόσμο όπου δεν υπήρχε καν η σκέψη εκμετάλλευσής του. Περνούσε ώρες ατελείωτες στο εργαστήριό του προσπαθώντας να δώσει πνοή στις ιδέες του και να δημιουργήσει μια συσκευή που να αποθηκεύει την ηλιακή ενέργεια. Ο Μιγκέλ Μπονεφουά με αυτό το μυθιστόρημα αποτίνει φόρο τιμής σε έναν ρηξικέλευθο και οξυδερκή επιστήμονα που μπορεί να συγκριθεί με τον Νικολά Τέσλα, καθώς και οι δύο είχαν δυστυχώς τραγικό τέλος ενώ κατάφεραν μέσα στο διάβα της ζωής τους να χαρίσουν στην ανθρωπότητα εφευρέσεις που μνημονεύονται και θα μνημονεύονται για πάντα. Ο Μπονφουά με εξαιρετικά εύληπτο τρόπο μας προσφέρει ένα πανόραμα των προσπαθειών του και της συνεχούς, επίμονης και ατέρμονης πάλης με τον ήλιο, τον οποίο κατάφερε εκ των πραγμάτων να τιθασεύσει για χάρη όλων εμάς.

Μια ιδιοφυία που πρώιμα κατανόησε την πολυτιμότητα της ηλιακής ενέργειας

«Δεν ήταν σαν εκείνους τους εφευρέτες που μπορούσαν να μηχανευτούν εκατό σχέδια το λεπτό, άγονταν και φέρονταν από σκέψεις παράφορες με κάθε τους ανακάλυψη, που έβλεπαν να στριμώχνονται στο μυαλό τους φύρδην μίγδην μυθικές καινοτομίες. Ο Μουσό ήταν από αυτούς που διαλέγουν μια κατεύθυνση στην αρχή της δουλειάς τους και την ακολουθούν μέχρι τέλους. Καταλάβαινε τώρα γιατί είχε επιμείνει να επιβιώσει, ν’ αντέξει σε όλα, γιατί είχε γαντζωθεί απ’ τη ζωή με τόσο σθένος και πείσμα: ήταν ένας άνθρωπος της σκιάς που είχε στραφεί προς τον ήλιο μέσα σ’ έναν φωτεινό αιώνα στραμμένο στον άνθρακα», γράφει ο Μπονφουά και πραγματικά μέσα από το απόσπασμα αυτό αλλά και μέσα από το σύνολο της αφήγησης κατανοούμε πως ο κόσμος αλλάζει μέσα από ανθρώπους γεμάτο αμφιβολίες και σεμνότητα, άνθρωποι οι οποίοι όμως με πείσμα και καρτερικότητα προσπαθούν να αλλάξουν τις συνθήκες για το κοινό καλό. Είναι άνθρωποι αθόρυβοι που όταν τους καλούν εκπλήσσονται γιατί θεωρούν πως αυτό που σκέφτηκαν και δημιούργησαν δεν είναι κάτι τόσο άξιο και παραμένουν ταπεινοί παρά τη μεγαλοφυία που τους διακρίνει.

Αν ο συγγραφέας μπορεί μέσω μίας ιστορίας που αγγίζει την βιογραφία και με μία γεύση μυθοπλασίας την προσγειώνει στο είδος που ονομάζουμε μυθιστόρημα – με αποτέλεσμα να της προσδώσει και έναν χαρακτήρα ανεπαίσχυντης φαντασίας – τότε το βιβλίο αποκτά έναν ρόλο όχι μόνο ψυχαγωγικό αλλά και εκπαιδευτικό. Στο ερώτημα που εύλογα βέβαια θα τεθεί είναι κατά πόσο κάτι τέτοιο είναι εφικτό και σύνηθες, η απάντηση έρχεται αστραπιαία να επιβεβαιώσει πως λίγα εγχειρήματα αυτού του είδους έχουν επιτυχία. Ο «Εφευρέτης», με την πολύ ευκρινή και εύστροφη γραφή του Bonnefoy, μας ηλεκτρίζει τον εγκέφαλο γιατί πρωταγωνιστής είναι ο Augustin Mouchot, δηλαδή ο μεγαλοφυής εφευρέτης της ηλιαντλίας δεκαετίες πριν καταλάβουμε πόσο χρήσιμη πηγή ενέργειας είναι ο ήλιος για τον κόσμο μας. Και εσείς που δεν έχετε ασχοληθεί κατά το κοντινό ή μακρινό παρελθόν με εφευρέτες θα αναρωτηθείτε ποιος είναι ο πολυμήχανος κύριος Μουσό.

Ο Mouchot εμπνεύστηκε την ιδέα της εύρεσης νέων εναλλακτικών πηγών ενέργειας, πιστεύοντας ότι ο άνθρακας που τροφοδότησε τη Βιομηχανική Επανάσταση θα εξαντληθεί τελικά, κάτι που όντως έγινε και επιβεβαιώνεται σήμερα στην εποχή της κλιματικής αλλαγής. Το 1860 άρχισε να εξερευνά την ηλιακή μαγειρική, βασιζόμενος στο έργο του Horace-Bénédict de Saussure και του Claude Pouillet. Περαιτέρω πειράματα περιελάμβαναν ένα καζάνι γεμάτο νερό κλεισμένο σε γυαλί, το οποίο θα ήταν εκτεθειμένο στη θερμότητα του ήλιου μέχρι να βράσει το νερό. Ο ατμός που παράγεται έτσι θα παρείχε κινητήρια δύναμη για μια μικρή ατμομηχανή. Μέχρι τον Αύγουστο του 1866, ο Mouchot είχε αναπτύξει τον πρώτο παραβολικό ηλιακό συλλέκτη, ο οποίος παρουσιάστηκε στον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ΄ στο Παρίσι, μια εφεύρεση που τον εξέπληξε. Ο Mouchot συνέχισε την ανάπτυξη και αύξησε την κλίμακα των ηλιακών πειραμάτων του και δεν έπαψε να δοκιμάζει νέες εφευρέσεις ως τα βαθιά γεράματα, υπήρξε ένας άνθρωπος γεμάτος σοφία, την οποία ουδόλως όμως διαφήμιζε.

Κανείς δεν είπε βέβαια πως ο κόσμος που ζούμε είναι δίκαιος και αποδίδει τα του Καίσαρος τω Καίσαρει, όμως τομές και εφευρέσεις όπως αυτές του Μουσό που άλλαξαν την ίδια την πορεία της ανθρωπότητας και διευκόλυναν τη ζωή εν γένει, έρχονται να μας διδάξουν πως η διεκδίκηση των «δεδουλευμένων» είναι υπόθεση που δεν χωράει αμφιβολίες. Ο Μουσό δεν επέβαλλε ποτέ το σήμα κατατεθέν του και άφησε να λυμαίνονται τις ιδέες και τις σκέψεις του άνθρωποι ανήθικοι και κουτοπόνηροι που το μόνο που γνώριζαν ήταν η μείωση και υποβάθμιση του διπλανού τους πολύ απλά γιατί οι ίδιοι δεν ήταν σε θέση να αγγίξουν το πνεύμα ενός Μουσό. Και αν ο Μουσό σήμερα δεν είναι γνωστός όπως ο Έντισον, ο Γκράχαμ Μπελ ή άλλοι, έρχομαι να σας παραθέσω το γεγονός πως αν και γιος κλειδαρά, εξελίχθηκε σε εξαίρετο καθηγητή μαθηματικών, σε εκείνον που τον βράβευσαν στην Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι το 1878 ενώ γοήτευσε τον ίδιο τον Αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ’, ο οποίος τον κάλεσε δις παρακαλώ να του δείξει τις εφευρέσεις του. Το τέλος του δυστυχώς, όπως και στις περισσότερες περιπτώσεις ανθρώπων που λάμπουν με τα έργα τους, δεν υπήρξε ανάλογο και πέθανε λησμονημένος και φτωχός σε ένα διαμέρισμα της γυναίκας του ενώ εκείνη επέστρεφε στο διαμέρισμα για να τον συναντήσει.

Σε μια εποχή όπου η ανοησία και η κάθε είδους επιστημονική ανακρίβεια καλά κρατεί, προσωπικότητες σαν τον Μουσό είναι φάροι σοβαρότητας και ταπεινότητας διότι οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από τις πράξεις τους και τα μέταλλα από τους ήχους τους. Ο Μουσό, σαν άλλος Προμηθέας, ήρθε να δείξει στους ανθρώπους πως ο ήλιος, αυτή η ανεξάντλητη πηγή, ήταν, είναι και θα είναι η ατμομηχανή της ύπαρξης του πλανήτη και η σωστή χρήση προς όφελος του σύγχρονου ανθρώπου θα παραμένει εκ των ων ουκ άνευ. Είναι και αυτό που είπε αργότερα ο Μπουκόφκσι πως οι ανόητοι είναι γεμάτοι αυτοπεποίθηση και οι έξυπνοι άνθρωποι γεμάτοι αμφιβολίες, ο Μουσό ανήκει σίγουρα στη δεύτερη κατηγορία.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο εφευρέτης»:

«Έρμαιο άγνωστων δυνάμεων, έκανε και ξανάκανε τις ίδιες ενέργειες, μουρμουρίζοντας κάτω απ’ το μουστάκι του ακατανόητες ψαλμωδίες από υπολογισμούς, παλεύοντας σαν θηρίο για να στήσει απ’ το μηδέν αυτή τη βαριά σαν ελληνικό άγαλμα μηχανή την οποία έμελλε να θαυμάσει ολόκληρη η Γαλλία μερικά χρόνια αργότερα, στην Παγκόσμια Έκθεση»

Διαβάστε επίσης:

Μιγκέλ Μπονφουά – Ο εφευρέτης: Η ιστορία μιας ξεχασμένης ιδιοφυΐας