Το τελευταίο Σάββατο του Σεπτέμβρη (30/09), πολλοί ήταν εκείνοι που βρέθηκαν για να παρακολουθήσουν την συναυλία του Michael Kiwanuka στα πλαίσια του Release Athens, τρεις μήνες μετά την ακυρωμένη 3η ημέρα του καλοκαιρινού φεστιβάλ. Ήταν γύρω στις 8.20, λοιπόν, όταν έφτασα στον χώρο του Gazi Music Hall όπου είχε, ήδη από νωρίς, καταφθάσει πολύς κόσμος.

Με καθυστέρηση 15 περίπου λεπτών από την προγραμματισμένη έναρξη, εμφανίστηκε στη σκηνή γύρω στις 9.30 το μουσικό δίδυμο «The Blue Square» που αποτελείται από τον Βασίλη Σουραή (Radim) και τον Χρήστο Βολωτά (Radical), συνοδευόμενο από την Matina Sous Peau και τον μπασίστα Θοδωρή Υφαντή (Hoper) από τους MOKA BAND. Ο συνδυασμός της πολύ ωραίας φωνής της τραγουδίστριας με την trip hop και noir ατμόσφαιρα που δημιουργούσε η μουσική, παρέσυρε αρκετό κόσμο να χορέψει καθ΄ όλη την διάρκεια της 30λεπτης εμφάνισής τους. Κάποια από τα τραγούδια που ξεχώρισαν ήταν το κινηματογραφικό «Tic Toc» και το ανεβαστικό «Mama». Ακολούθησαν 30 λεπτά αδικαιολόγητης αναμονής η οποία προκάλεσε στο κοινό μια έντονη πλήξη η οποία, λόγω της ανυπομονησίας για το μεγάλο όνομα της βραδιάς, όσο περνούσε η ώρα ίσως εντεινόταν λίγο παραπάνω, γεγονός που διαφάνηκε και από την προσπάθεια από πλευράς του κόσμου να επισπεύσει την έναρξη του δεύτερου μέρους μέσω χειροκροτημάτων και σφυριγμάτων, χωρίς επιτυχία ωστόσο. Θα ήταν καλύτερο, κατά τη γνώμη μου, να είχε γίνει διαφορετικός προγραμματισμός για ένα πολύ μικρότερο κενό μεταξύ των δυο μερών της συναυλίας, καθώς η σκηνή ήταν ήδη έτοιμη από την αρχή για να υποδεχτεί την επόμενη μπάντα.

Στις 10.30, λοιπόν, ο χαμογελαστός Michael Kiwanuka βγήκε μόνος του στην σκηνή του Gazi Music Hall και έπιασε αμέσως την ηλεκτρική του κιθάρα μέσα σε ένα κλίμα αποθέωσης. Φορώντας ένα γυάλινο slide στον παράμεσο, ξεκίνησε να παίζει το υπέροχο εισαγωγικό solo του εκπληκτικού κομματιού «Cold little heart» με μια ιδιαίτερα εκφραστική μελωδικότητα, όμοια με αυτή του David Gilmour των Pink Floyd. Η παγκόσμια απήχηση και η δυναμική πορεία του Kiwanuka συνοψίζεται με πολύ όμορφο τρόπο μέσα από το μεγάλο κόκκινο αυτοκόλλητο που διακοσμεί την μαύρη Fender Stratocaster του. Η ιδιαιτερότητα που έχει αυτό το τυχαίο, κατά τα φαινόμενα, διακοσμητικό αυτοκόλλητο, είναι ότι προέρχεται από τον ιστορικό συναυλιακό χώρο «The Fillmore» στο San Francisco, όπου ο Kiwanuka εμφανίστηκε τον περασμένο Μάιο, αποκτώντας έτσι ένα ακόμα κοινό σημείο αναφοράς, πέρα από το afro look και την ίδια κιθάρα, με ένα από τα είδωλα του, τον Jimi Hendrix. Κατά την διάρκεια του πρώτου τραγουδιού της setlist, η 5μελής μπάντα του Kiwanuka, που απαρτίζεται από τον Lewis Wright (ντραμς), τον Michael Jablonka (ηλεκτρική κιθάρα), τον Graham Godfrey (κρουστά), τον Steve Pringle (πλήκτρα) και τον Pete Randall (μπάσο), λάμβανε σταδιακά την θέση της στην σκηνή. Ακολούθησε, εξίσου δυναμικά, το κομμάτι «One more night», το μαγευτικό «Falling» και το «Tell me a tale» το οποίο, με τον ξεχωριστό folk-soul ήχο του, έφερε στο μυαλό τον εκφραστικό Terry Callier.

Η εισαγωγική a cappella ερμηνεία του «Black man in a white world» είχε θερμή ανταπόκριση από το κοινό που χειροκροτούσε ρυθμικά στον gospel, folk rock και soul ρυθμό του. Ακολούθησαν δύο τραγούδια από το πρώτο άλμπουμ, το ατμοσφαιρικό «I’m getting ready» και το μελαγχολικό «Rest», με το δεύτερο να το αφιερώνει στο κοινό καθώς αποτελεί, όπως είπε, ένα από τα πρώτα τραγούδια που έγραψε. Επιπλέον, ακούσαμε το «Any day will do fine» με τον Kiwanuka να μένει μόνος στην σκηνή, ενώ στη συνέχεια, ο Άγγλος καλλιτέχνης ευχαρίστησε το διαφόρων ηλικιών κοινό και δήλωσε ότι είναι πολύ χαρούμενος που βρίσκεται στη χώρα μας. Η ατμόσφαιρα «ηλεκτρίστηκε» τόσο με το «Rule the world», κατά το οποίο ο Kiwanuka χρησιμοποιούσε ειδικά πετάλια για εφέ, όσο και με τη rock μπαλάντα «The final frame». Κατά τη διάρκεια του τελευταίου κομματιού του set, «Father’s child», κάθε ένα μέλος της μπάντας, καταχειροκροτούμενο, αποχωρούσε σταδιακά από τη σκηνή με τη σειρά που είχε εμφανιστεί.

Ιδιαίτερη εντύπωση μου προκάλεσε το πιο αμήχανο ίσως κούρδισμα κιθάρας που έχω παρακολουθήσει ποτέ σε συναυλία στην, πιθανότατα, πιο άστοχη στιγμή, όταν δηλαδή το κοινό ανέμενε την επανεμφάνιση της μπάντας για το καθιερωμένο encore. Ωστόσο, δεν φάνηκε αυτό να ενοχλεί κανέναν όταν, 5 λεπτά αργότερα, εμφανίστηκε ο Kiwanuka για τελευταία φορά στη σκηνή εν μέσω χειροκροτημάτων και σφυριγμάτων. Το encore ξεκίνησε με το μελαγχολικό «Home again» το οποίο πολλοί σιγοτραγουδούσαν, ενώ η βραδιά έκλεισε δυναμικά, λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, σε εντελώς διαφορετικό tempo, με τον κόσμο να χορεύει και να τραγουδά το υπέροχο «Love & Hate», ένα κομμάτι που θυμίζει έντονα τον Marvin Gaye και συγχωνεύει εκπληκτικά τη rock και soul μουσική προσδίδοντας παράλληλα μια νοσταλγική ρετρό αίσθηση. Η επιλογή των δύο αυτών τραγουδιών επιδεικνύει τη διαφορά μεταξύ των δύο άλμπουμ και την καλλιτεχνική ωριμότητα που έχει επέλθει μέσα σε μόλις λίγα χρόνια.

Σε ό,τι αφορά τον συναυλιακό χώρο, η ακουστική ήταν, σε γενικές γραμμές, καλή, αν και στα πιο ήρεμα κομμάτια ακουγόταν μια φασαρία από την ομιλία των ανθρώπων, ενώ, κάποιες στιγμές φάνηκε πως δεν ήταν όλα τα όργανα στη σωστή ένταση με αποτέλεσμα η κιθάρα του Jablonka να υπερκαλύπτεται από αυτή του Kiwanuka και το αντίστροφο. Συνολικά, ήταν μια πολύ καλή εμφάνιση του Kiwanuka τον οποίον συνόδευαν πολύ καλοί μουσικοί, με τον Jablonka να ξεχωρίζει λίγο παραπάνω καθότι με την χρυσή κιθάρα και τα φανταστικά του solo σε ταξίδευε σε rock’n’soul μονοπάτια.

Παρόλο που τα τραγούδια του Kiwanuka παραπέμπουν σε folk-soul ήχους των δεκαετιών του ‘60 και του ’70, ο 30χρονος τραγουδιστής και στιχουργός, καταφέρνει να παραμένει σύγχρονος. Η ευαίσθητη και αυθεντική φωνή του, η χαρακτηριστική του απλότητα, τόσο στην εμφάνιση όσο και στην συνολικότερη ερμηνευτική προσέγγιση, τον καθιστούν ένα γνήσιο αστέρι της folk rock και neo-soul μουσικής με ένα λαμπρό μουσικό μέλλον.


Διαβάστε επίσης: 

Ο Michael Kiwanuka live στο Gazi Music Hall