Εννέα ιστορίες που στοχεύουν στην ανάδειξη σημαντικών κοινωνικών προβληματισμών που μαστίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες, ανεξάρτητα από τον τόπο στον οποίο εξελίσσονται. Ανεξάρτητα από τις πολιτικές πεποιθήσεις, τις θρησκευτικές και κοινωνικές νοοτροπίες, τις προσωπικές ιδεολογίες που ακολουθούν, τις απόψεις που πρεσβεύουν οι άνθρωποι αυτό που σηματοδοτείται στα εννέα αυτά διηγήματα είναι, επί της ουσίας, η ανάγκη των κοινωνιών αυτών για κοινωνικοποίηση· είναι η ανάγκη για ανθρωπιά. Για να απλωθεί το φως της παντού και να κατασβήσει το σκοτάδι.

Σε όλη τη διάρκεια της εξελικτικής του πορείας του στον χρόνο αυτό για το οποίο εν τέλει αγωνίζεται ο άνθρωπος είναι η διατήρηση της ανθρώπινης υπόστασής του, μια διάττορη ανάγκη να ενστερνιστεί τις αξίες εκείνες που θα περισώσουν την ανθρώπινη φύση του νοηματοδοτώντας ταυτόχρονα με αυτόν τον τρόπο την ίδια του τη ζωή. Μια ανάγκη το φως του πολιτισμού και της ανθρωπιάς να λάμψει παντού.

Ακριβώς για να τονίσει την κοινή αυτή παράμετρο στην ανθρώπινη φύση ο συγγραφέας επιλέγει να τοποθετήσει τις εννέα αυτές ιστορίες του σε διαφορετικά μέρη. Ο τόπος δεν έχει καμιά σημασία τελικά, αφού ο κεντρικός άξονας στον οποίο στηρίζεται η αντίληψη αυτή είναι μονάχα ο ίδιος ο άνθρωπος. Έτσι σε κάθε ένα από τα διηγήματα αυτά οι τόποι εναλλάσσονται. Ελλάδα, Ρουμανία, Αίγυπτος, Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία. Ο άνθρωπος παντού είναι, εν τω βάθει ίδιος, σε κάθε τόπο βιώνει τις ίδιες ανησυχίες. Τη μοναχικότητα αλλά και τον φόβο της μοναξιάς, την αποξένωση και τη μόνωση, τον σκοταδισμό, την απελπισία, την ανελευθερία και τον εγκλεισμό, τους κινδύνους που αυτός επιφέρει, την ανάγκη για συντροφικότητα και αγάπη, την ανθρώπινη επαφή και την κατάρριψη των ιδεολογικών, κοινωνικών, θρησκευτικών, πολιτικών και φυλετικών «μεσοτοιχιών», που έχουν στηθεί, για συγκεκριμένους λόγους, στον σύγχρονο κόσμο σε όλη τη διάρκεια της ιστορικής πορείας του στον χρόνο. Μεσοτοιχίες που χωρίζουν και αποξενώνουν τους ανθρώπους, που δεν αφήνουν να ακουστεί η χαρά, η λύπη, η ανάγκη για επαφή, η συμπόνια αλλά καθορίζουν μεμονωμένες συμπεριφορές κοινωνικής απόστασης και αποστασιοποίησης, επιβεβλημένες, ενίοτε και μη.

Στο ομώνυμο της συλλογής διήγημα, γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας συνοψίζοντας σε αυτές τις φράσεις την κεντρική ουσία της συλλογής του με τον καλύτερο τρόπο:

Πώς να τηρήσουν την επιβεβλημένη κοινωνική απόσταση, όχι φυσικά αυτή που απαιτούσε η αρμόδια επιτροπή για την αντιμετώπιση της πανδημίας, αλλά την άλλη των πολλών αδιανόητων χιλιομέτρων; Εκείνη που επιβάλουν όσα νομίζουμε ότι είμαστε και εκείνα που φοβόμαστε να παραδεχτούμε. Δεν ήταν τα κοινωνικά στερεότυπα, οι καταβολές και οι αντιλήψεις που κρατούσαν μακριά τους δυο άντρες. Ήταν κάτι άλλο βαθύτερο: Ίσως αυτές οι αόρατες «μεσοτοιχίες» δύο παράλληλων πεπρωμένων. Να τα κατάφερναν έστω για μια στιγμή να τις γκρεμίσουν και να βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο σ’ αυτή την ασβεστωμένη όαση, στις ταράτσες δύο γειτονικών κτιρίων καταμεσής της πόλης! Και ύστερα να έμεναν σιωπηλοί ως το επόμενο απόγευμα, ως την επόμενη συνάντηση, και ας τους χώριζε λίγη μόνο ζωή ως την απέναντι ελευθερία.

Διαβάζοντας αυτά τα εννέα διηγήματα του Κωνσταντίνου Μούσσα αξίζει κανείς να σταθεί πέρα από τη φιλοσοφική του διάσταση στη γλωσσική αγωγή του συγγραφέα. Φράσεις καίριες και σαφείς. Και ταυτόχρονα γεμάτες ευαισθησία. Γραμμένες άλλοτε για να προκαλέσουν τη νοσταλγία και τη συναισθηματική τρυφερότητα κι άλλοτε για να πλήξουν τον στόχο τους με ευθυβολία. Διοχετεύουν ενάργεια στην αναγνωστική διαδικασία και περιγράφουν με λιτότητα και ακρίβεια όλα όσα προβληματίζουν τον συγγραφέα. Σε κάθε περίπτωση καθορίζουν τη γλωσσική του αισθητική και χαρίζουν κείμενα με σωστά ελληνικά σε απρόσκοπτη ροή.

Ο συγγραφέας δε στέκεται όμως μόνο σε αυτά. Στα διηγήματα του συνομιλεί ευθέως με αγαπημένες αναγνωστικές του αναφορές. Ο Τενεσί Ουίλιαμς, ο Καβάφης, ο Κάφκα, ο Κοκτώ, ο Έλιοτ, οι ποιητές της ήττας. Αλλά και με δημιουργούς τέχνης όπως η Εντίθ Πιαφ, ο Σοπέν, ο Μότσαρτ, ο δημιουργός της ταινίας Καζαμπλάνκα, δημιουργώντας παράλληλα μια μικρή κιβωτό τέχνης, ένα αμάλγαμα πολιτισμού που καθόρισε τον πολιτισμό της ανθρωπότητας. Ενός πολιτισμού που δε μπορεί να ανεχθεί την ανελευθερία της σκέψης, των μετακινήσεων, των συναισθημάτων. Που προσδιορίζει ενδόμυχα την υπέρβαση που καλείται ο σύγχρονος άνθρωπος να κάνει για να διαφύγει και εν τέλει να διασωθεί στον χρόνο, από τις βάρβαρες νοοτροπίες, από τις κοινωνικές προδοσίες της καθημερινότητας, τον φόβο, να υψωθεί τελικά πέρα και πάνω από όλα αυτά και να αντικρίσει από εκεί ψηλά τον κόσμο στις σωστές του διαστάσεις.

Μια μικρή αλλά σημαντική συλλογή για τη σιωπή που καραδοκεί να πλήξει τον σύγχρονο άνθρωπο και την ελευθερία του, για την αγάπη που έρχεται αντιμέτωπη με τον ολοκληρωτισμό, για τον κίνδυνο της «μετατροπής του ανθρώπου σε θηρίο», για την «αγριότητα της επιβίωσης» και για «το φως που δεν πρέπει να ηττηθεί», να εκλείψει, να σβήσει.

Διαβάστε επίσης:

Μεσοτοιχίες: Νέο βιβλίο από τον Κωνσταντίνο Μούσσα