«Και την ηρωίδα της; Να τη φανταστεί αξιοζήλευτα δυστυχισμένη; Να είναι βαμπ, να είναι φαμ φατάλ, να είναι Κίρκη; Του δήθεν και του τάχα και του ίσως πρωθιέρεια; Ή να τη φανταστεί εμπριμέ τετράγωνη; Να ξέρει πώς να πιάνει το μαχαίρι στην κουζίνα. Να καθαρίζει τις πατάτες, να κουμαντάρει το λάδι στο τηγάνι, το αλάτι στην ντομάτα, το ξίδι στο μαρούλι.»


– Η Πύλη εισόδου αποτυπώνει σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση τις σκέψεις της Αφεντούλας Μπακάλογλου, μιας μέσης Ελληνίδας εξήντα εννέα ετών. Η αφήγηση αυτή γίνεται μέσω αναρτήσεων στο facebook, που θα έλεγε κανείς ότι μοιάζουν με καταχωρίσεις σε ημερολόγιο, όπως αυτό που κρατούσε η αδελφή της η Περσεφόνη, ή ακόμα και δοκιμές στη λογοτεχνία. Πόσο κοντά ή μακριά είναι μια ανάρτηση σε ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης με μια καταχώριση σε ένα ημερολόγιο, ή και με τη λογοτεχνία;

Εδώ το facebook είναι το μέσον, το όχημα, η σύμβαση (της εποχής) που επιλέγεται για να υπηρετήσει την αφήγηση. Μια αφήγηση που φιλοδοξεί μέσα από τον μονόλογο, το παραμιλητό μιας γυναίκας, να αποτυπώσει το ρευστό, αβέβαιο, πολυεπίπεδο σήμερα. Με άλλα λόγια, η λογοτεχνία εδώ, είτε ως εσωτερικός μονόλογος είτε ως ημερολογιακή εγγραφή, είναι αυτή που χρησιμοποιεί (και αξιοποιεί) την ανάρτηση ως τεχνική αφήγησης, ως φόρμα για ένα περιεχόμενο που αναζητά τη δυνατότητά του να υπάρξει διαχεόμενο διαδραστικά στα αναπάντητα του καιρού μας… Άλλο επομένως η όποια ανάρτηση στο fb και άλλο οι συγκεκριμένες αναρτήσεις στην υπηρεσία της μυθοπλασίας…

– Φαίνεται να σας απασχολούν τα προσωπεία που φορούν οι ήρωές σας, τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και στο διαδίκτυο. Θεωρείτε ότι τα προσωπεία είναι μέρος της ζωής και τρόπος επιβίωσης, επικίνδυνα και αποφευκτέα, ή λίγο κι από τα δύο;

Τα προσωπεία (επινοημένα ή όχι) του καθενός μας, πέρα και άσχετα από το διαδίκτυο, είναι αναπόσπαστα, πιστεύω, της ανθρώπινης φύσης. Άμεσα συνδεόμενα με αυτό που λέμε χαρακτήρα, ιδιοσυγκρασία, ψυχισμό, συνθήκες ζωής. Αλλιώς είμαστε «τώρα», αλλιώς «σε λίγο» και αυτό το «αλλιώς», πότε δραματικά, πότε ως παιχνίδισμα, είναι που μας ορίζει και μας καθορίζει. Μας αρέσει ή όχι, επομένως, το «προσωπείο» που έχουμε επιλέξει για το διαδίκτυο, ακόμη και το «πλαστό», συνδέεται, θέλουμε δε θέλουμε, και με το προσωπείο μας στη ζωή. Εφόσον, και επιμένω σ’ αυτό, όλοι όχι μόνο κρινόμαστε αλλά και αποκαλυπτόμαστε από τον τρόπο μας.

– Στην αφήγηση της Αφεντούλας πρωταγωνιστούν γυναίκες από διαφορετικές γενιές: οι κόρες της, οι φίλες της, η μάνα της. Τι έχει αλλάξει και τι έχει μείνει ίδιο για μια γυναίκα στο διάβα αυτών των χρόνων;

Να πω: έχουν αλλάξει όλα και δεν έχει αλλάξει τίποτα; Και όμως. Έχουν αλλάξει όλα, γιατί η γυναίκα του σήμερα, θεωρητικά τουλάχιστον, έχει αναγνωρισμένα πολιτικά και ατομικά δικαιώματα, έχει διανύσει μακρύ δρόμο και έχει κερδίσει με αγώνες τη χειραφέτηση και την αυτοπραγμάτωσή της. Και δεν έχει αλλάξει τίποτα, εφόσον όλα αυτά τα «κέρδη» υποσκάπτονται καθημερινά και συχνά ακυρώνονται βίαια από νοοτροπίες βαθιά ριζωμένες στην κοινωνία. Ακόμη και η ίδια η γυναίκα δεν είναι λίγες οι φορές που δυσκολεύεται να «ορίσει» τα θέλω και την περπατησιά της διαποτισμένη, ή και παραζαλισμένη, από το «κανονάρχημα» της οικογένειας.

– Η Αφεντούλα δείχνει πολύ ενδιαφέρον για τους ανθρώπους γύρω της, για τον έπαινο ή την αποδοκιμασία τους, όπως και για τα λάικ στις αναρτήσεις της, σαν να μη νιώθει ποτέ ασφαλής και σίγουρη για το αν πραγματικά την αγαπάνε και την υπολογίζουν ακόμα και οι ίδιες της οι κόρες. Πού το αποδίδετε αυτό;

Να πω εξαρχής ότι τα «λάικ» στις αναρτήσεις της η κυρία Αφεντούλα τα αντιμετωπίζει με σαρκασμό, τα «διαβάλλει». Φαίνεται ανασφαλής επειδή κάποιες φορές έτσι αισθάνεται πραγματικά (ανθρώπινο δεν είναι;) και κάποιες άλλες επειδή της αρέσει να υποδύεται. Αυτός είναι ο χαρακτήρας της: Τη γοητεύει να θεατρινίζει, να «παίζει» την ταπεινωμένη, την περιφρονημένη, και αμέσως μετά να ανυψώνεται, να αποθεώνεται, να αφηγείται, σαν θεά, όπως αυτή θέλει, τη ζωή της…

– Ενώ συχνά η Αφεντούλα εκφράζει βαθιά καχυποψία και ίσως στενοκαρδία και μικροαστισμό, άλλες στιγμές εκπλήσσει με την μεγαλοψυχία της και την ευρύτητα του πνεύματός της. Μήπως συχνά υποτιμούμε τους ανθρώπους γύρω μας;

Πολύ μας «βολεύει», νομίζω, να αποκλείουμε τη συνύπαρξη της μεγαλοψυχίας με τη στενοκαρδία και του μικροαστισμού με την ευρύτητα του πνεύματος… Ίσως γιατί δύσκολα μπορούμε εμείς οι ίδιοι να αποδεχτούμε τις ατέλειες και τα ελαττώματά μας. Γεγονός πάντως είναι ότι όχι μόνο στη ζωή άλλα και στην τέχνη (κυρίως) το καλό και το κακό συνυπάρχουν. Γι’ αυτό και ο ουσιαστικός αγώνας του ανθρώπου δοκιμάζεται μέσα από την προσπάθειά του να γνωρίσει τον εαυτό του, να συμφιλιωθεί μαζί του και να βελτιωθεί όσο μπορεί. Αυτό φαίνεται να επιδιώκει με τον ανάλαφρο, κωμικοτραγικό τρόπο της και η «θεατρική», όπως διαμορφώθηκε, ερήμην μου, Αφεντούλα Μπακάλογλου…

– Η Πύλη εισόδου είναι, εκτός όλων των άλλων, ένας περίπατος στις γειτονιές της Αθήνας και ένας αναστοχασμός για το τότε και το τώρα της πόλης. Εσείς, παρότι δεν γεννηθήκατε στην Αθήνα, μετράτε πολλές δεκαετίες εδώ, ενώ έχετε διατελέσει και δημοτική σύμβουλος. Πώς θα περιγράφατε τι σχέση που έχετε εσείς προσωπικά με την Αθήνα;

Ήρθα στα 18 μου στην Αθήνα και σήμερα είμαι στα 73 μου. Έχω μνήμες πια, βιώματα, εμπειρίες σ’ αυτή την πόλη. Έχω τα δεντράκια μου, τα ρεύματα της περίφημης Οδού Κοραή (θυμάμαι σχεδόν φωτογραφικά πώς ήταν πριν από τριάντα χρόνια), έχω τα πλατάνια μου στην οδό Βουκουρεστίου, τις γωνιές μου στην οδό Ακαδημίας. Κουβαλώ την οδό Σταδίου λαμπερή μέσα μου. Το έχω πει πολλές φορές, θα το επαναλάβω: εμένα, την επαρχιώτισσα του 1966, η πρωτεύουσα Αθήνα με περιέθαλψε. Κι αυτό πάντα θα της το οφείλω. Την αγαπώ τόσο που ακόμη και οι ασκήμιες της με συγκινούν. Τα πάθη και τα παθήματά της, οι εγκαταλελειμμένες γειτονιές της, οι καπνισμένες από το καυσαέριο πολυκατοικίες της, όλα, μα όλα, καθώς εισχωρεί το συλλογικό στο ατομικό, έχουν κάτι να μου θυμίσουν, κάτι να με διδάξουν. Κι αυτό που με θλίβει είναι ότι πρωτίστως εμείς οι ίδιοι οι κάτοικοί της, μόνιμοι ή περαστικοί, την «κακοποιούμε» με τον αδιάφορο, ανεύθυνο τρόπο μας. Κι από δίπλα η εκάστοτε δημοτική αρχή άμεσα εξαρτημένη από την κεντρική εξουσία…


Διαβάστε επίσης

Πύλη εισόδου – Μάρω Δούκα