Τα τελευταία χρόνια οι θεατρόφιλοι την ακολουθούν πιστά. Και δικαίως αν αναλογιστεί κανείς υποκριτικούς άθλους όπως η Λαβίνια από το «Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», αλλά και ιδιαίτερες ερμηνείες όπως στα έργα «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.» και «Χαίρε νύμφη». Αν στο τέλος της δεκαετίας γίνει ένας απολογισμός με ηθοποιούς που τη «σημάδεψαν», η Μαρία Πρωτόπαππα θα βρίσκεται σίγουρα ανάμεσά τους. Εργατική, διακριτική και ιδιαίτερα ευγενική, δέχεται την εκτίμηση τόσο του κόσμου, όσο και συναδέλφων της. «Με χαροποιεί που κάποιοι με εμπιστεύονται σταθερά και δείχνουν ενδιαφέρον για ό,τι κάνω, όμως προσπαθώ να μην αφήνομαι», ομολογεί με ειλικρίνεια.

Υπό την σκηνοθετική της μπαγκέτα, πέφτει η αυλαία της Πειραματικής Σκηνής για φέτος, με το έργο «Γλυκιά τυραννία του Οιδίποδα». Με αφορμή την παράσταση συναντηθήκαμε και μιλήσαμε για την διασκευή του Οιδίποδα, την έμπνευση που προσφέρουν τα αρχαία κείμενα, καθώς και την εμπειρία της σκηνοθεσίας. Ωστόσο, δεν παρέλειψε να εξομολογηθεί διάφορες σκέψεις της για την επικαιρότητα και να τονίσει την αξία της συνεργασίας σε τέτοιους καιρούς.

Απολαύστε την!


 Αυτήν την φορά σας συναντάμε στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού. Μιλήστε μας για το πώς προέκυψε αυτό το εγχείρημα.

Ο Ανέστης και ο Πρόδρομος μου το πρότειναν. Είχαν δει το πρώτο, την «Ιφιγένεια» και τους είχε φανεί ενδιαφέρον. Μου είπαν πως ανέλαβαν την καλλιτεχνική διεύθυνση στην Πειραματική και ζήτησαν να βρω ένα έργο. Δεν μπορούσα όμως να εμπνευστώ κάτι εντελώς δικό μου τόσο γρήγορα και κάποια στιγμή σε ανύποπτο χρόνο, σκέφτηκα πάλι τους αρχαίους συγγραφείς. Τελικά αυτά τα έργα είναι γρίφοι, δε λύνονται, απλά κάνεις τις μαθηματικές σου εξισώσεις. Και η αλήθεια είναι, ότι σαν ιδιοσυγκρασία θεωρώ τον εαυτό μου «problem solver». Είπα λοιπόν, να ασχοληθώ με τον Οιδίποδα, προσπαθώντας να βρω κρυμμένα στοιχεία, που συνήθως με το πρώτο διάβασμα δεν εντοπίζονται, γιατί είτε κάπως τα ωραιοποιούμε, είτε απομακρυνόμαστε πολύ από αυτά. Στην αρχή σκόπευα να το αλλάξω, όμως μετά δεν είχα αυτό το θάρρος. Διότι εκτός του ότι θεώρησα ότι δεν διέθετα όλα τα προσόντα, με τράβηξε η ρουφήχτρα του Σοφοκλή, βρήκα κάποιους μελετητές και διαπίστωσα ότι μέσα στο χρόνο έχει ταξιδέψει πολύ η ερμηνεία του έργου. Έτσι, μία η Πειραματική, μία ότι τα πράγματα και οι συνθήκες έχουν αλλάξει, αποφάσισα ότι μπορώ και εγώ να προτείνω τη δική μου οπτική.

 Πώς, λοιπόν, αξιοποιείται ο μύθος και ποιες κατευθύνσεις ακολουθεί δραματουργικά και σκηνοθετικά;

Ξεκίνησα με βάση την απενοχοποίηση της ηδονής όσον αφορά την αιμομιξία, σε συμβολικό βέβαια επίπεδο. Έπειτα, κάτι που είναι υπογείως πιο πολιτικό, ότι το περιβάλλον, η κοινωνική ομάδα, επιβάλλει την αρρώστια της στο άτομο. Αυτός που πάει να πνιγεί, πιάνεται από αυτόν που προσπαθεί να τον σώσει και τον τραβάει κάτω. Άλλαξα τον τίτλο και λίγα πράγματα, βάζοντας δικά μου λόγια. Άλλαξα επίσης πρόσημα. Τι θέλω να πω με αυτό; Έχουμε πχ δύο άτομα να καυγαδίζουν. Αυτός που μεταφράζει, κάνει την πρώτη ερμηνεία. Εγώ λοιπόν έκανα μια δική μου μετάφραση, γιατί ως γνωστόν η αρχαία γλώσσα, τα ρήματα, οι μετοχές, τα επίθετα, έχουν πολλαπλά συνώνυμα και έτσι από αυτά τα συνώνυμα, διάλεξα τα πιο θετικά. Το σκεπτικό μου αφορούσε το τι θα μπορούσε να γίνει αν όλοι οι ήρωες (και ο χορός γιατί τους θεωρώ περσόνες), είναι θετικά προδιατεθειμένοι απέναντι  στους άλλους, δηλαδή δεν υπάρχουν έχθρες. Ακολουθώντας βέβαια το μύθο, οι παράγοντες δεν επιτρέπουν την ομόνοια.

– Και γιατί «Γλυκιά Τυραννία»;

Γλυκιά γιατί αυτή η Εδέμ, που ζει ο Οιδίποδας με την αγαπημένη του μητέρα, είναι ένας γλυκός, αξιοζήλευτος τόπος, που προκαλεί το φθόνο των υπολοίπων. Και παρότι γίνονται όλα αυτά, ο ίδιος επιστρέφει εκεί. Έχει την τόλμη να επιστρέψει σε αυτήν την Εδέμ της προνηπιακής ηλικίας. Γλυκιά ωστόσο, είναι και η αίσθηση με την οποία θα επιθυμούσα να φεύγουν οι άνθρωποι από την παράσταση, γιατί δεν αντέχω πια άλλο την στεγνή καταγγελία.

 Ο πρώτος χρόνος της Πειραματικής τελειώνει με τη δική σας έμπνευση. Εσείς πώς βλέπετε όλη την προσπάθεια που γίνεται στο Εθνικό;

Νομίζω ότι ήταν ένα ζωντανό κύτταρο, παρόλα τα γνωστά γεγονότα. Σου επιτρέπει ο χώρος και οι άνθρωποί του σε βοηθούν να κάνεις κάτι, ενώ έχεις ελευθερία να δοκιμάσεις ποιότητες και ακραία πράγματα. Μακάρι όλο αυτό να έχει μια δημιουργική συνέχεια.

– Πρώτα η Ιφιγένεια και τώρα ο Οιδίποδας. Τι σημαίνουν για εσάς αυτοί οι ήρωες ώστε να καταπιαστείτε μαζί τους συστηματικά; Η αρχαία τραγωδία είναι κάτι που γενικά σας ελκύει;

Ναι, μου άρεσε από παιδική σχεδόν ηλικία. Είναι σαν να σκάβεις το χώμα για να βρεις αρχαία… Σαν να ανακινείς κάτι πολύ παλιό, μια σύνδεση με το παρελθόν που λόγω αυτής της παλαιότητας, ο μύθος του γίνεται ακόμα πιο μεγάλος. Απλά εγώ, θέλω αυτό το μύθο να τον φέρω κοντά μας. Σκεφτόμουν ότι άμα περπατάς καμιά φορά ανάμεσα στα αρχαία μας ερείπια και ακουμπάς τις πέτρες, λες με τη φαντασία σου ότι υπάρχει μια δόνηση, μια συνέχεια… Με ενδιαφέρει λοιπόν να δέσω αυτούς τους κρίκους, αυτές τις αλυσίδες. Χωρίς όμως να τους βλέπω από πολύ μεγάλη απόσταση, μόνο σαν ιερούς και σοφούς, γιατί και αυτοί άνθρωποι  ήταν. Απλά αυτά τα μυαλά, ήταν φυσικά σπουδαία και είχαν τη χαρά να δημιουργούν σε μια τόσο πλούσια γλώσσα, που εμείς δεν την έχουμε. Είμαστε τόσο περιφραστικοί που χάνεται καμιά φορά το νόημα και το βάθος. Αυτό που μ’ αρέσει στο θέατρο, είναι ότι αυτό το κενό που υπάρχει μεταξύ πρωτότυπου και μετάφρασης, τώρα πια καλείσαι να το κάνεις είτε με εικόνες, είτε με σύμβολα. Το φέρνεις μπροστά και με αισθήσεις και με λόγο.

– Πείτε μας δυο λόγια για την ιδιότητά σας ως σκηνοθέτη. Πώς αξιοποιείτε τα εργαλεία της υποκριτικής από πλευράς σκηνοθετικής καθοδήγησης;

Το ζήτημά μου νομίζω παραμένει ερμηνευτικό. Δεν φτιάχνω εικόνες ακριβώς, παίζω με τις αισθήσεις, με τις ατμόσφαιρες, με τις ποιότητες, με εργαλεία που χρησιμοποιώ ούτως ή άλλως σαν ηθοποιός. Και με δική μου ανάγνωση του κειμένου που κάνω παρομοίως όταν παίζω. Δηλαδή προσπαθώ να δω τι περιεχόμενο επιδέχεται ή τι έχει από μόνο του ή τι μου φέρνει στο μυαλό.

Αυτό που προσπάθησα να αποφύγω είναι τον φόβο που έχουν συνήθως οι ηθοποιοί απέναντι σε τόσο ποιητικά κείμενα. Έπειτα ασχολήθηκα με τα πρόσημα, το θετικό, το αρνητικό και το ουδέτερο, που πάντα έχουν να κάνουν με τις προθέσεις των ανθρώπων. Δηλαδή, αν διαβάσεις ένα ολόκληρο έργο μόνο με θετικό πρόσημο, βγαίνει τελείως άλλη ερμηνεία, από ό,τι με αρνητικό ή ουδέτερο. Οπότε έπαιρνα κομμάτια και αναλόγως το πρόσημο που έβαζα, έβγαινε ένα τελείως άλλο πράγμα. Τέλος, θεωρώ σημαντικό την επικοινωνία, να μπορούν δηλαδή οι ηθοποιοί επί σκηνής να μιλούν την ίδια γλώσσα. Γι’ αυτό έβαλα κάποιες κολώνες της αφήγησης ως ασφάλεια για το πώς ήθελα εγώ να την πω και ενδιάμεσα προσπάθησα να δημιουργήσω συνθήκες μέσα στις οποίες οι ηθοποιοί θα είναι ελεύθεροι, ώστε να παράγεται κάθε φορά κάτι πρωτότυπο.

 Πότε αισθανθήκατε ην πρώτη σας μεγάλη καλλιτεχνική «κατάκτηση» στα τόσα χρόνια καριέρας;

Το «κατάκτηση» είναι βέβαια μεγάλη κουβέντα… Αλλά θα έλεγα με την ομάδα «Υψηλού Κινδύνου» με τους συμμαθητές μου και τον Γιάννη Κοντραφούρη. Κάναμε την ομάδα μας και ήμασταν κατά τη δημιουργία της παράστασης, ψυχή τε και σώματι όλοι μαζί, χωρίς δασκάλους και με το ρίσκο της έκθεσης, αλλά ακολουθούσαμε το όραμα ενός ανθρώπου που είχε πολύ μεγάλη φαντασία και θάρρος. Νομίζω αυτό ήταν ενός είδους «άνοιγμα».

 Ας πάμε σε κάτι άλλο… Θα ήθελα ένα σχόλιο από εσάς για την παρούσα κοινωνικοπολιτική κατάσταση.

Να σας πω ότι έχω κλείσει τα πάντα; Δε θέλω να ξέρω και να μαθαίνω τίποτα. Δε θέλω να γίνομαι το πιόνι κανενός και επειδή αυτά τα παιχνίδια είναι πολύ βρώμικα, όταν χρειάζεται, προσπαθώ να μαθαίνω από κάποιους ανθρώπους τους οποίους εμπιστεύομαι. Διασταυρώνω γνώμες και βγάζω συμπεράσματα. Δε με ενδιαφέρει να επικοινωνήσω τίποτα πια, γιατί ένα πράγμα αν το σκαλίσεις από πίσω θα δεις άλλες του διαστάσεις. Πάντα ερευνώ πριν μιλήσω και δε θέλω να πάρω κανέναν στο λαιμό μου επηρεάζοντάς τον. Έτσι κι αλλιώς, αυτό που λείπει από εμάς και αυτό που χρειάζεται είναι η συνεργασία και η συνοχή.

 Και τι θα σχολιάζατε σχετικά με τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών ως προς το Φεστιβάλ Αθηνών;

Γενικώς το αποφεύγω. Δεν είναι ότι με άφησε αδιάφορη. Θύμωσα στην αρχή με τον αποκλεισμό των Ελλήνων καλλιτεχνών, όμως δεν μου άρεσε και ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε ο τέως καλλιτεχνικός διευθυντής γιατί είναι σαν να βρίζαμε έναν ξένο που φωνάξαμε εμείς. Αντί πάλι να κοιταχτούμε στον καθρέπτη, αρχίσαμε τις κατηγορίες. Εγώ συμφωνώ να αλλάζουν χέρια τα πράγματα. Παρότι μπορεί να μην με συμφέρει προσωπικά ή να εκτιμώ έναν άνθρωπο και την προσφορά του, όταν τα ίδια πρόσωπα λυμαίνονται συνεχώς στους ίδιους χώρους, δεν μπαίνει νέο αίμα και ισχύουν συνέχεια παρέες και οικογένειες. Δε με ενδιαφέρει ποιος θα αναλάβει το φεστιβάλ αλλά έχει σημασία τι ήθος θα επιδείξει. Αρκεί να πράττει με συνείδηση, μέτρο και αγάπη προς το αντικείμενο.

 Μετά τον «Οιδίποδα» τι ακολουθεί; 

Ακολουθεί μια σειρά σε σκηνοθεσία του Θ. Παπαδουλάκη, για την οποία ξεκινάμε γυρίσματα το αμέσως επόμενο διάστημα στην Κρήτη και θα διαρκέσουν έξι μήνες. Το χειμώνα θα βρίσκομαι σε ένα πολύ ωραίο έργο που θα σκηνοθετήσει ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, όμως δεν πρέπει να πω κάτι παραπάνω ακόμη.

– Υπάρχει κάτι τελευταίο που θα θέλατε να τονίσετε σχετικά με την παράσταση;

Όσον αφορά την παράσταση, αυτή τη στιγμή έχω μόνο την αγωνία των ανθρώπων μου. Το μόνο που θέλω είναι να νιώθουν ωραία και δημιουργικά επί σκηνής αυτά τα παιδιά με τα οποία πέρασα υπέροχες στιγμές.

 Σας ευχαριστούμε πολύ!

Και εγώ ευχαριστώ!


Photo: © Θάνος Ηλιόπουλος

Η γλυκιά τυραννία του Οιδίποδα παρουσιάζεται στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία της Μαρίας Πρωτόπαππα.