Ο Ιβάν Βιριπάγιεφ καταγράφεται ως ένας από τους πλέον αξιοπρόσεκτους εκπροσώπους της μετακομμουνιστικής ρωσικής δραματουργίας, της οποίας μέλημα ήταν να εκφράσει τις αβεβαιότητες, όσο και τις προκλήσεις, της νέας εποχής και να σηματοδοτήσει ένα άνοιγμα προς περισσότερο ριζοσπαστικές σκηνικές μεθόδους. Μαζί με άλλους συγγραφείς της νέας θεατρικής γενιάς, όπως ο Γεβγκένι Γκριτσκόβετς και ο Βασίλι Σιγκάρεφ, ο Βιριπάγιεφ αναδείχθηκε μέσα από τους κόλπους του επιδραστικού φεστιβάλ «Νέο Δράμα» που έμελλε να αλλάξει δραστικά το τοπίο της ρωσικής σκηνής. Ένα τοπίο, στο οποίο καθοριστικό ρόλο διαμορφωτή έπαιξαν περιπτώσεις δραματουργών όπως η Μουκίνα Ντραγκούσκαγια και οι αδελφοί Όλεγκ και Βλαντιμίρ Πρεσνιακώφ, καθώς επίσης και η ίδρυση του Teatr.doc που ενεργοποίησε τον πειραματισμό, διατύπωσε έναν επικαιροποιημένο θεατρικό λόγο και εγκαθίδρυσε την αισθητική του μεταμοντέρνου, υπερβαίνοντας τις αγκυλώσεις των παραδοσιακών σχολών.

Έχοντας διαφύγει για λόγους πολιτικούς και προσωπικούς στο εξωτερικό (Πολωνία) ο Βιριπάγιεφ, στη συνείδηση πολλών, συνδέθηκε στενά με το πολιτικό θέατρο και τη θεώρηση της σκηνής ως μέσου αφύπνισης και προβληματισμού και ως βήματος για την εκδήλωση αντίστασης απέναντι στην κατάχρηση της εξουσίας και σε οτιδήποτε απειλεί ή καταστέλλει τα δικαιώματα του ανθρώπου.

Πολυγραφότατος, και με ενδιαφέροντα που εκτείνονται μέχρι τον κινηματογράφο, ο Βιριπάγιεφ έχει κατοχυρώσει τη φήμη ενός ανήσυχου και οξύνου αντιρρησία που δεν επαναπαύεται μπροστά στις κάθε είδους αδικίες και αυθαιρεσίες της πολιτικής και των καθεστώτων. Πολίτης του κόσμου και με μια τεράστια αποδοχή από το διεθνές κοινό έχει, εν πολλοίς, προσλάβει τη φήμη μιας εμβληματικής μορφής, στον βαθμό που συμβολίζει τη σθεναρή και αμετακίνητη στάση της σύγχρονης τέχνης απέναντι στην εξουσία.

Το έργο του «Το Συνέδριο για το Ιράν» (2017) πρόκειται για μια αμιγή μυθοπλαστική δημιουργία που με το γραμμικό και μονομπλόκ ύφος του μοιάζει να οικειοποιείται χαρακτηριστικά του θεάτρου ντοκουμέντο. Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε μια από τις πλέον ευνομούμενες και «ευτυχισμένες» χώρες του κόσμου, στη Δανία, όπου διεξάγεται ένα συνέδριο για το Ιράν. Η επίκληση ενός γενικού και αόριστου «ιρανικού ζητήματος» συστήνει, το δίπολο «Ανατολή-Δύση», το οποίο, δυνητικά, θα μπορούσε να πυροδοτήσει έναν αγώνα αντικρουόμενων λόγων, με κριτήρια βασισμένα σε θεμελιώδεις πολιτισμικές αντιλήψεις και κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά που χωρίζουν τους δύο κόσμους. Αντ’αυτού, η όλη διαδικασία εκτρέπεται σε μια εναλλαγή αυτοαναφορικών καταθέσεων, υπεράσπισης πεποιθήσεων, ψυχαναλυτικών προσεγγίσεων προσωπικών κρίσεων και οντολογικών προβληματισμών. Είναι σαφές ότι ο Βιριπάγιεφ εκφράζει εύγλωττα την επιφύλαξή του για το κατά πόσο είμαστε σε θέση να μιλήσουμε για το «άλλο», την ίδια στιγμή που εντός του οίκου μας, ή ακόμα και εντός του εαυτού μας, ελλοχεύουν πολλά ανεξιχνίαστα «άλλα» που χρήζουν διερεύνησης.

Στο «Συνέδριο για το Ιράν» ο Βιριπάγιεφ δίνει το προφίλ ενός κατακερματισμένου κόσμου, όπου μοιάζει να αμφισβητείται ανοιχτά η δυνατότητά μας και, ίσως, και το δικαίωμά μας να τοποθετηθούμε χωρίς επιπτώσεις επάνω σε συνθήκες και προβλήματα που βρίσκονται έξω και πέρα από τους δικούς μας κλειστούς και φαινομενικά ασφαλείς θυλάκους.

Βεβαίως, η σύλληψη του Βιριπάγιεφ εμπεριέχει και ακανθώδεις πτυχές. Είναι σαφές ότι στο επίκεντρο της προβληματικής του υπονοείται ένα ζήτημα άκρως ανθρωπιστικό (η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων) και, κατ’επέκταση, πολιτικό, για το οποίο οι απανταχού της γης υπέρμαχοι του ελεύθερου κόσμου και της απρόσκοπτης διακίνησης ιδεών θα επεδείκνυαν ευαισθησία. Τι γίνεται όμως όταν η καταπάτηση των δικαιωμάτων συνυφαίνεται με την πολιτισμική ταυτότητα, αλλά και την εξουσία; Πώς μπορεί να ασκηθεί κριτική συλλήβδην σε μια πολιτισμική συνθήκη, απομονώνοντας τους αντιφρονούντες και παραγνωρίζοντας τους φανατικούς υποστηρικτές της; Από την άλλη, τίθεται εύλογα και το ερώτημα: κατά πόσο το μέγιστο ζήτημα καταπάτησης θεμελιωδών δικαιωμάτων, έστω και υπό μια μονομερή θεώρησή του, μπορεί να μπει στην ίδια ζυγαριά με τις εκζητήσεις και τους ελιτίστικους στοχασμούς της Ευρώπης;

Το «Συνέδριο για το Ιράν» δεν φαίνεται να απαντά στα διλήμματα που προκύπτουν, αφήνοντας τον αρχικό, πολιτικής υφής, συλλογισμό να υποβιβάζεται σταδιακά στο επίπεδο της ακτιβιστικής κραυγής. Αλλά η γενικότερη συσκότιση επιτείνεται και με τη σκηνή – κατακλείδα, στην οποία ο συγγραφέας θα μπορούσε να μας επιφυλάξει μια πιο ξεκάθαρη λύση. Η παρουσία της Ιρανής ποιήτριας, με την περιγραφή του προσωπικού της δράματος, αποδεικνύεται ένας ακόμα παράλληλος μονόλογος που δεν κομίζει τίποτε περισσότερο από παραινέσεις συναισθηματολογικού χαρακτήρα.

Η σκηνοθετική διευθέτηση του Χρήστου Θεοδωρίδη, αρκούντως λιτή και καθαρογραμμένη, προδίδει μια προκατάληψη ως προς τις ηλικίες των ερμηνευτών, (ο Βιριμπάγιεφ επιλέγει πρόσωπα διαφορετικών γενιών και μεγαλύτερων ηλικιών), εκτός και αν όλα τα διακριτά στοιχεία μεταβολίζονται μέσα από τη λειτουργία ενός υπεριπτάμενου συμβολικού. Το σύνολο των ηθοποιών ακολουθεί με ασθμαίνοντες ρυθμούς και σκηνική παρρησία τις κλιμακώσεις των λόγων, συμβάλλοντας σε μια υπόγεια δυναμική που εξάπτει το ενδιαφέρον. Οι παρουσίες των Γιώργου Κισσανδράκη, Μιχάλη Πητίδη, Άρη Λάσκου και Βασίλη Τρυφουλτσάνη διεκδικούν το πρόσημο μιας περισσότερο σύνθετης και άρτιας ερμηνευτικής απόδοσης, ενώ η τελική χορογραφία της Ξένιας Θεμελή, εκτός του ότι λειτουργεί ως μια αναγκαία δραματουργική κορύφωση, αναδεικνύει και την καταστατική θέση του συγγραφέα: μπορεί να είμαστε διαφορετικοί ή να διαφωνούμε, αλλά όλοι κινούμαστε στον ίδιο ρυθμό…

Photo Credit: ThatLongBlackCloud

Διαβάστε επίσης:

Το Συνέδριο για το Ιράν, του Ivan Vyrypaev από την Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων στο θέατρο Πορεία