Η έκθεση με τίτλο Maleth / Haven / PortHeterotopias of Evocation επικεντρώνεται στη Μάλτα, ως νησί και ως πολιτιστικό κεντρο της Μεσογείου και στη συνεχή αναζήτηση καταφυγίου και λιμανιού. Η Κλίτσα Αντωνίου μας μίλησε αναλυτικά για την προσέγγιση της στο θέμα, το διάλογο του έργου της με αυτά των άλλων δύο καλλιτεχνών, τα βασικά ζητήματα που αγγίζει η δουλειά της γενικότερα, και τα προσωπικά της βιώματα που έχουν διαμορφώσει το έργο της.


– Συμμετέχεις με το έργο Atlantropa X. στο φετινό περίπτερο της Μάλτας στη Μπιενάλε της Βενετίας. Μίλησέ μας για την κεντρική ιδέα του έργου σου.

Κλίτσα Αντωνίου: Το έργο μου ευελπιστώ να είναι η σφήνα, η κριτική προσέγγιση, σε όλη αυτή τη συζήτηση – θεματολογία περί πολιτικών διακυβευμάτων της σύγχρονης τέχνης. Το Atlantropa X, πρωτίστως μαρτυρεί έναν τόπο, ένα διαπολιτισμικό χώρο με ελκυστική πολυμορφία αλλά και δυσερμήνευτο δυναμισμό. Έναν τόπο, έμπλεο ιστορίας αλλά και συγκρούσεων, ένα μέρος όπου η μνήμη καθορίζει τους ανθρώπους και εγείρει ερωτήματα, περί γαιοκτησίας και εκτοπισμού.

Αποτελεί μια εγκατάσταση στο χώρο, συγκεράζοντας τις δυνατότητες της σύγχρονης τεχνολογίας με τη γλυπτική τέχνη. Με τοίχους από φύκια, ύψους 3.5 μέτρων και με έξι δυναμικές προβολές στο πάτωμα, δημιουργεί μια εντυπωσιακή οπτική εμπειρία, προσκαλώντας το επισκέπτη σε μια άσκηση ενσυναισθητικής πρόσβασης στην εμπειρία της μετακίνησης πληθυσμών.

Η Atlantropa ήταν μια γιγαντιαία ιδέα μηχανικής και αποικισμού που επινόησε ο Γερμανός αρχιτέκτονας Herman Sörgel στη δεκαετία του 1920. Ήταν μια πρόταση αποστράγγισης της Μεσογείου με στόχο να δημιουργήσει μια ευρωπαϊκή υπερήπειρο. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, το Σχέδιο Atlantropa (σχηματισμός γεφυρών γης στη Μεσόγειο) αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς ενισχύεται από τη σύγχρονη πραγματικότητα για να μας υπενθυμίσει τα όρια της ελευθερίας, (μεταναστευτικό και προσφυγικό) το πεπρωμένο των κατοίκων της περιοχής που επιβιώνουν εν μέσω στρατιωτικών, πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών περιπλοκών/ αντιθέσεων, μεταναστεύσεων και ρευστών απορριφθεισών τοπογραφιών, ξεχασμένων, αόρατων και σιωπηλών αναμνήσεων.

Το έργο αυτό, στο πλαίσιο του περίπτερου της Μάλτας, στοχεύει στην εννοιολογική και καλλιτεχνική σύνδεση/ γεφύρωση των δύο νησιών της Μεσογείου, της Μάλτας και της Κύπρου, προσφέροντας αναφορές στα ουτοπικά κίνητρα και τα δυστοπικά ατυχήματα που χαρακτηρίζουν τη μεσογειακή περιοχή.

Malta Pavilion. Venice Biennale. Italy. Photograph by David Levene 6/5/19

– Για μένα, τα φύκια αποτελούν τα απομεινάρια της αποστράγγισης της θάλασσας, της Μεσογείου με στόχο να δημιουργηθεί μια βατή διαδρομή, μια ένωση. Τα φύκια όμως στο έργο σου σχηματίζουν τείχη. Μήπως τελικά στις μέρες μας δημιουργούνται περισσότερα τείχη παρά γέφυρες μεταξύ των λαών;

ΚΑ: Οι παράλληλες έννοιες και τα συγκρουσιακά μηνύματα πάντοτε συνυπήρχαν στο έργο μου, για παράδειγμα η αποστράγγιση ως  διαδικασία κατασκευής ή οι  γέφυρες οι οποίες μετατρέπονται σε εμπόδια.

Στην Μπιενάλε Βενετίας οι ψηλοί τοίχοι από φύκια – τα σύνορα αυτά – ανήγαγαν το έργο μου σε καταχρηστική άσκηση εξουσίας και ελέγχου. Τα τείχη ξεριζωμένα από το πραγματικό πολιτικό τους περιεχόμενο και σκόπιμα τοποθετημένα σε έναν εκθεσιακό χώρο, αποβάλλουν την υποτιθέμενη σοβαρότητά τους και μοιάζουν με παράλογα αντικείμενα που ταυτόχρονα παραπέμπουν και στην δική μας (Κυπριακή) εξωφρενική κατάσταση.

– Η καταγωγή σου είναι από τα κατεχόμενα της Κύπρου, έζησες από κοντά την εισβολή και έγινες πρόσφυγας, όταν αναγκάστηκες να μετακινηθείς στις ελεύθερες περιοχές με την οικογένειά σου.  Στη δουλειά σου γενικότερα ενσωματώνεις αυτό το βίωμα. Τελικά μέσα από τη διαδικασία της δημιουργίας επουλώνονται αυτές οι πληγές και τα τραύματα; Ή απλά ξύνει τις παλιές πληγές;

Οι αναμνήσεις και τα τραυματικά συναισθήματα της εισβολής και της κατοχής παρέμεναν πεισματικά σε όλη την διάρκεια της ενηλικίωσης. Επανέρχονταν σαν ηχώ και αναπαρήγαγαν τον εαυτό τους λειτουργώντας για εμένα ως μια φυσική παρόρμηση της καλλιτεχνικής μου έκφρασης και ενασχόλησης με την θεματολογία  του τραύματος ως βιωματική εμπειρία.

Αυτό σταδιακά έγινε το κύριο θέμα της καλλιτεχνικής έρευνας και εργασίας μου.

Προσπάθησα, μέσα από την δική μου πρακτική, να επαναδιαπραγματευθώ το θέμα της διαγραφής….της λήθης σε σχέση με την επιμονή της μνήμης. Να επαναπροσδιορίζω την εμπειρία της μετατόπισης/ εκτοπισμού και της μνήμης ως ένα στοιχείο που ακολουθεί κάθε ανθρώπινη ύπαρξη.

Ταυτόχρονα προσπαθώ η  δουλειά μου να είναι σύγχρονη. Να καταπιάνεται με το «τώρα». Να δίνει στις έννοιες αυτές μεγαλύτερη πληρότητα. Στα πιο πρόσφατα έργα μου θέτω μια σειρά από ερωτήματα που αφορούν ζητήματα ορατότητας και αορατότητας μεταναστευτικών ροών και γενικότερα κινητών/ ρευστών ζωνών κρίσης.

Το ενδιαφέρον μου εστιάζεται στην πολιτική του «φαίνεσθε» από την έννοια του εντοπισμού μιας γεωγραφίας, ενός χώρου, όπου οι μετανάστες καθίστανται αόρατοι. Το έργο μου αναφέρεται σε ανθρώπους που προσπαθούν απεγνωσμένα να μπουν σε ένα ασφαλέστερο, πιο ελπιδοφόρο περιβάλλον, παρόλο που  η ζωή τους ταυτίζεται με το θάνατο. Γιατί ότι απομένει, δεν είναι παρά μια σύντομη διαβίωση, ένα περιορισμένο οικοσύστημα, μια ζωή που περιέχεται σε ένα ερμητικά σφραγισμένο χώρο όπως είναι τα σκάφη, τα δοχεία ή τα στρατόπεδα υποδοχής/ συγκέντρωσης.

Τα τραύματα δεν επουλώνονται ποτέ, παραμένουν ανοικτά και δημιουργούν μια νέα πραγματικότητα – συνειδητότητα προκειμένου να είναι ανεκτή ή συμβίωση μαζί τους.

– Πώς η εγκατάστασή σου συνδέεται με τα έργα των άλλων δύο καλλιτεχνών; Ποια είναι η κοινή ιστορία που αφηγείστε; Παρόλες τις διαφορές τους, μήπως τελικά οι λαοί της Μεσογείου έχουν μία κοινή ιστορία και κουβαλούν στο DNA τους τον «Οδυσσέα»;

ΚΑ: Όλοι μας κουβαλάμε έναν μικρό «Οδυσσέα» μέσα μας. Για την Μάλτα ο Οδυσσέας αποτελεί τον ξένο που όμως ανακαλύπτει μια εν δυνάμει καινούργια πατρίδα. Η Οδύσσεια γίνεται κάτι περισσότερο από ένα σύμβολο της Μεσογείου που σχετίζεται με το μύθο. Σχετίζεται άμεσα με τις ιδέες της μετανάστευσης, του εκτοπισμού έπειτα από έναν πόλεμο και με την γενικότερη κατάσταση όχι μόνο της  δικής μας γεωπολιτικής θέσης αλλά και ενός παγκόσμιου σύγχρονου προβλήματος. Εστιάζοντας στην αίσθηση τού εγκλωβισμού/ περιορισμού, η αντιπροσώπευση της Μάλτας στην Μπιενάλε Βενετίας γίνεται το τοπίο στο οποίο η προσωπική μου δουλειά μαζί με αυτή των καλλιτεχνών Vince Briffa και Trevor Borg, θέτει ερωτήματα για την Μεσογειακή ταυτότητα και την έννοια της εστίας. Ο χώρος ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο μύθο γίνεται συγκεχυμένος, αμφισβητώντας τη νομιμότητα κάθε καταφύγιου της ίδιας της ζωής.

Με τον τίτλο Maleth/ καταφύγιο/ λιμάνι, καλεί το κοινό να εξερευνήσει τη δική του προσωπική αναζήτηση για ένα καταφύγιο, για ένα λιμάνι.

Μέσα από μια πολύ-αισθητική εμπειρία να θέσει ερωτήματα σχετικά με την επιζητούμενη ασφάλεια και ταυτόχρονα την παγίδευσή του μέσα σε αυτό. Πρόκειται για μια δυνατή αλληγορία με άμεσες αναφορές στην εποχής μας. Έχει  ως στόχο να δημιουργήσει ένα χώρο διαμεσολάβησης και αναστοχασμού. Και οι τρεις καλλιτέχνες  ενσωματώσαμε τις δικές μας ερμηνείες για τη μεσογειακή κουλτούρα σε μία συλλογική εγκατάσταση.

– Έχοντας νιώσει την προσφυγιά και έχοντας προχωρήσει στη ζωή σου, ποιο είναι για σένα το σπίτι και καταφύγιό σου;

ΚΑ: Ξέρω τι σημαίνει να είσαι  πρόσφυγας, αλλά και απόγονος προσφύγων, και έτσι να κληρονομείς διπλά τις αβεβαιότητες και τις ανασφάλειες που προκύπτουν μέσα από το τραύμα του πολέμου, τον εκτοπισμό και τον πόνο που σου προκάλεσε η ίδια η  χώρα της γέννησης σου. Αντίθετα η λέξη ‘Maleth’, είναι μια λέξη που περιγράφει την ασφάλεια, το καταφύγιο, το λιμάνι. Αναφέρεται στη λειτουργία του νησιού ως άσυλο και ως εστία. Υπό αυτή την έννοια κάθε νησί είναι η πατρίδα μου.

– Πιστεύεις ότι συνολικά τα έργα της μπιενάλε κατάφεραν να αγγίξουν τα φλέγοντα ζητήματα της εποχής μας;

ΚΑ: Κάθε εποχή χαρακτηρίζεται από την καλλιτεχνική παραγωγή της, η οποία προσδίδει συνολικά ένα πολιτικό και κοινωνικό στίγμα. Η συγκεκριμένη καλλιτεχνική παραγωγή προσδίδει ακριβώς αυτό που συμβαίνει σήμερα στον πλανήτη με τα δυσεπίλυτα προβλήματα της παγκοσμιοποίησης, των συγκαλυμμένων πολέμων, των αόρατων προσφύγων και των υπερβολικών αντιθέσεων.