Ρομάν Πολάνσκι, Αντρέι Ταρκόφσκι, Πιερ Πάολο Παζολίνι, Μάικ Λι: τέσσερις διακεκριμένοι δημιουργοί που σφράγισαν με το έργο τους τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, βρίσκονται στο επίκεντρο του πρώτου αφιερώματος που παρουσιάζει για τη νέα σεζόν η Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης, με τίτλο «Κλασικές Ευρωπαϊκές Ταινίες V». Το αφιέρωμα πραγματοποιείται από την Πέμπτη 26 έως και την Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015, στην αίθουσα Σταύρος Τορνές (Αποθήκη 1, Λιμάνι), όπου θα φιλοξενείται από εδώ και στο εξής η Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης, μετά την ανάληψη από το Φεστιβάλ της διαχείρισης της Αποθήκης 1.
Οι ταινίες του αφιερώματος είναι κλασικές, η καθεμιά με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο, και συζητήθηκαν πολύ εντυπωσιάζοντας, συχνά και διχάζοντας, στην εποχή τους κοινό και κριτικούς. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για τα φιλμ: Μαχαίρι στο νερό του Ρομάν Πολάνσκι (1962), Αντρέι Ρουμπλιόφ του Αντρέι Ταρκόφσκι (1966), Θεώρημα του Πιερ Πάολο Παζολίνι (1968) και Μυστικά και ψέματα του Μάικ Λι (1996).
Αξίζει να θυμηθούμε ότι:
Το Μαχαίρι στο νερό, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του 29χρονου τότε Ρομάν Πολάνσκι, αποτελεί ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο στην ιστορία του μεταπολεμικού Ευρωπαϊκού κινηματογράφου.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η αριστουργηματική ταινία Αντρέι Ρουμπλιόφ, το δεύτερο φιλμ του Αντρέι Ταρκόφσκι, προβάλλεται σε επανέκδοση και στην ολοκληρωμένη εκδοχή του, διάρκειας 205 λεπτών.
Το Θεώρημα, μια από τις πιο πολυσυζητημένες ταινίες του Πιερ Πάολο Παζολίνι, σκανδάλισε και δίχασε το κοινό στην εποχή της. Ο δημιουργός και ο παραγωγός της ταινίας οδηγήθηκαν στα δικαστήρια με την κατηγορία της ανηθικότητας, ενώ η Καθολική Εκκλησία αντέδρασε και επιτέθηκε στο έργο με εξαιρετικά βίαιο τρόπο, κατηγορώντας το ως ακραία εκφυλιστικό.
Οι ταινίες του αφιερώματος:
Μαχαίρι στο νερό / Knife in the Water
Πολωνία, 1962
Σκηνοθεσία: Ρομάν Πολάνσκι. Ασπρόμαυρη, 94΄.
O Aντρέι και η γυναίκα του Κριστίν, ένα ζευγάρι «επιτυχημένων» αστών στην κομμουνιστική Πολωνία της δεκαετίας του ’60 βρίσκονται καθ’ οδόν για το μικρό ιστιοπλοϊκό τους, όπου σκοπεύουν να περάσουν το Σαββατοκύριακο. Στο δρόμο συναντούν έναν νεαρό που κάνει ωτοστόπ και ο σύζυγος τον προσκαλεί να έρθει μαζί τους -μια πρόσκληση που αποτελεί και ένα είδος πρόκλησης σε αναμέτρηση. Σταδιακά, ανάμεσα στους δύο άνδρες αναπτύσσεται ένας έντονος ανταγωνισμός, με επίκεντρο τη γυναίκα. Η ιστορία παίρνει μια απρόβλεπτη τροπή, η κατάσταση ξεφεύγει από κάθε έλεγχο και τα πράγματα θα οδηγηθούν στα άκρα…
Το Μαχαίρι στο νερό είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του 29χρονου τότε Ρομάν Πολάνσκι και αποτελεί ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο στην ιστορία του μεταπολεμικού Ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Πρόκειται για ένα υπέροχο κινηματογραφικό μάθημα αφηγηματικής λιτότητας και δραματουργικής οξύνοιας. Έχοντας ουσιαστικά ως χώρο δράσης ένα ιστιοφόρο στη θάλασσα, με μόλις τρεις ηθοποιούς στη διάθεσή του, αλλά και με τον σπουδαίο Γέρζι Σκολιμόφσκι (αδιαφιλονίκητο ποιητή των κλειστών χώρων) να υπογράφει το σενάριο, ο Πολάνσκι μας δίνει ένα αιχμηρό πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο. Η κλιμακούμενη ένταση και το σασπένς που ισορροπεί στην κόψη του μαχαιριού του τίτλου, μετατρέπει μια ανέμελη καλοκαιρινή εκδρομή σε εφιάλτη. Παγιδευμένοι στη μέση μιας λίμνης, ανάμεσα στον ουρανό και το νερό, δύο άντρες (ο μεγαλύτερος επιτυχημένος σύζυγος και ο φιλόδοξος αμφισβητίας νέος), συγκρούονται σωματικά και ψυχολογικά, ενώ η γυναίκα όχι μόνο λειτουργεί καταλυτικά, αλλά ταυτόχρονα είναι και το έπαθλο της μονομαχίας. Ο Πολάνσκι αξιοποιεί με έμπνευση, ακρίβεια και θαυμαστή οικονομία τους κινηματογραφικούς κώδικες του θρίλερ, κινηματογραφώντας εκπληκτικά στο περιορισμένο πεδίο του σκάφους, κάνοντας ένα πολυεπίπεδο σχόλιο πάνω στη βία της εξουσίας και τις διαπροσωπικές σχέσεις. Η ρηξικέλευθη και αποδραματοποιημένη κινηματογραφική γλώσσα προσδίδουν στην ταινία την διάσταση ενός διυλισμένου κομματιού αληθινής ζωής, ενός αποστάγματος πραγματικότητας. Το Μαχαίρι στο νερό καθιέρωσε διεθνώς τον Πολάνσκι, κέρδισε το βραβείο της FIPRESCI στο Φεστιβάλ Βενετίας και προτάθηκε για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Ωστόσο, την ίδια στιγμή δέχτηκε άγριες κριτικές στην Πολωνία, ως παρακμιακή ταινία και δείγμα εκφυλιστικής τέχνης.
Αντρέι Ρουμπλιόφ / Andrey Rublyov
Σοβιετική Ένωση, 1966
Σκηνοθεσία: Αντρέι Ταρκόφσκι. Έγχρωμη – Ασπρόμαυρη, 205΄.
Σε επανέκδοση και στην ολοκληρωμένη εκδοχή της των 205 λεπτών, προβάλλεται η αριστουργηματική δεύτερη ταινία του Αντρέι Ταρκόφσκι Αντρέι Ρουμπλιόφ. Πρόκειται για την εκπληκτική τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής που απεικονίζει τη ζωή του Αντρέι Ρουμπλιόφ, ενός αγιογράφου-καλόγερου στη Ρωσία του 15ου αιώνα, μια περίοδο έντονης βίας και αιματηρών επιδρομών από βαρβάρους. Ο Ρουμπλιόφ, όταν σε μια επιδρομή των Τατάρων αναγκάζεται να σκοτώσει για να προστατεύσει μια ανυπεράσπιστη κοπέλα, βυθίζεται στη σιωπή και απαρνείται για πολλά χρόνια τη ζωγραφική. Θ’ αρχίσει να μιλά και να ζωγραφίζει ξανά, στο έξοχο, τελευταίο μέρος της ταινίας, όταν το πείσμα και η δύναμη ψυχής του νεαρού και άπειρου χύτη που κατασκευάζει την τεράστια καμπάνα, θα του ξαναδώσει το πάθος για ζωή και δημιουργία. Στο επίκεντρο της ταινίας βρίσκονται τα μεγάλα θέματα που απασχόλησαν τον Ταρκόφσκι σ’ όλο του έργο: το νόημα της ζωής, το αίνιγμα του θανάτου, η πνευματικότητα, η μεταφυσική, το ζήτημα της πίστης, η αθανασία της ψυχής, οι έννοιες της θυσίας και της αγάπης.
Και όμως, αυτή η bigger than life ταινία «φυλακίστηκε» από τους μικρόψυχους σοβιετικούς γραφειοκράτες για έξι ολόκληρα χρόνια, μέχρι την προβολή της το 1972 στο Φεστιβάλ Καννών και έκτοτε καταχωρήθηκε ως αυτό που πραγματικά είναι: ένα ανυπέρβλητο κινηματογραφικό αριστούργημα που συχνά το συναντάμε στις λίστες για τις δέκα καλύτερες ταινίες στην ιστορία του σινεμά. Λέει ο δημιουργός της ταινίας για το έργο του, στο κορυφαίο βιβλίο του Σμιλεύοντας τον χρόνο: «Το σενάριο γράφτηκε σε χωριστά επεισόδια, σε νουβέλες, όπου δεν εμφανιζόταν πάντοτε ο ίδιος Ρουμπλιόφ. Ωστόσο ακόμα κι όταν δεν ήταν παρών έπρεπε να αισθανόμαστε το πνεύμα του, να ανασαίνουμε την ατμόσφαιρα που διαπότιζε τις σχέσεις του με τον κόσμο…Τα επεισόδια, το καθένα με τη δική του πλοκή και θεματική αντλούν την ενότητά τους από την ποιητική λογική της ανάγκης του Ρουμπλιόφ να ζωγραφίσει την ξακουστή Αγία Τριάδα του. Το ένα επηρεάζει το άλλο και αναπτύσσονται ακολουθώντας τις εσωτερικές συγκρούσεις του καλλιτέχνη… Πρόκειται για ένα είδος οπτικής αναπαράστασης των αντιφάσεων και της πολυπλοκότητας της ζωής και της δημιουργικότητας στην τέχνη… Είναι εύκολο να καταλάβουμε πόσο ανεφοδίαστος ήταν ο Αντρέι για να αντιμετωπίσει τη ζωή όταν εγκατέλειψε την προστατευμένη ζωή του μοναστηριού, η οποία του έδινε μια στρεβλή άποψη της ζωής. Και μόνον αφού πέρασε όλους τους κύκλους της οδύνης, έγινε ένα με τη μοίρα του λαού του κατάφερε να επιστρέψει στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε: στην ιδέα της αγάπης, της αδελφοσύνης και της αλήθειας, έχοντας βιώσει τα βάσανα των συνανθρώπων του. Οι παραδοσιακές αλήθειες παραμένουν αλήθειες μονάχα όταν τις δικαιώνει η ατομική εμπειρία…».
Θεώρημα / Teorema
Ιταλία, 1968
Σκηνοθεσία: Πιερ Πάολο Παζολίνι, Έγχρωμη, 105΄.
Μια μεγαλοαστική οικογένεια ενός πλούσιου βιομηχάνου, ζει στο Μιλάνο σε μία πολυτελή βίλα. Πατέρας, μητέρα, γιος, κόρη και υπηρέτρια. Ξαφνικά εμφανίζεται ένας νέος και πανέμορφος επισκέπτης που δεν μαθαίνουμε ποτέ τον λόγο του ερχομού του. Όλα τα μέλη της οικογένειας (και η υπηρέτρια) μαγνητίζονται και μεθούν από την ομορφιά του και του δίνονται ερωτικά. Ύστερα από ένα μικρό διάστημα ο μυστηριώδης επισκέπτης αποφασίζει να φύγει. Όλοι του εξομολογούνται την επιρροή που είχε στη ζωή τους και μετά την αναχώρησή του, μοιραία, η οικογένεια διαλύεται. Ο γιος αποκτά εμμονή με την τέχνη, η κόρη τρελαίνεται και κλείνεται στη σιωπή, η μητέρα αναζητά τον αγοραίο έρωτα, ο πατέρας χαρίζει το εργοστάσιο στους εργάτες και αναχωρεί, ενώ η υπηρέτρια γυρίζει στο χωριό της όπου χρίζεται αγία… Ποιος ήταν και από που ήρθε αυτός ο μυστηριώδης επισκέπτης που τους αναστάτωσε;
Μια από τις πιο αιρετικές δημιουργίες του Πιερ Πάολο Παζολίνι, μοναδική κατά μέτωπο καταγγελία της μεγαλοαστικής τάξης, που προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και ερμηνείες, καθώς για τον Παζολίνι ο άγνωστος θα μπορούσε να είναι μια ενσάρκωση του Θεού ή του Διαβόλου ή ακόμα και των δυο μαζί, σαν ένα νόμισμα με διπλή όψη. Ο πολυσχιδής Ιταλός δημιουργός σ΄ αυτή την προκλητική ταινία μέσα σ’ ένα μυσταγωγικό κλίμα και μια ατμόσφαιρα αποκάλυψης, σκηνοθετεί μια αλληγορία για την παρακμή, την ηθική κατάπτωση και τον εκφυλισμό της αστικής κοινωνίας, ασκώντας οξύτατη κριτική στο βασικό της κύτταρο: από την μια μεριά «τινάζει στον αέρα» έναν από τους βασικούς αστικούς πυλώνες, την οικογένεια, ενώ από την άλλη, η ταινία είναι ένας στοχασμός πάνω στην ανατρεπτική φύση και στην καταλυτική λειτουργία του έρωτα. Ο νεαρός άνδρας, αδιάφορο αν είναι άγγελος ή διάβολος, χρησιμοποιεί την ομορφιά (κλασικό αστικό ιδεώδες) ως παγίδα και την ερωτική πράξη ως λόγο, αφού παραμένει σχεδόν πάντα σιωπηλός. Έγραψε ο Βασίλης Ραφαηλίδης για το Θεώρημα: «Η εισβολή του Τέρενς Σταμπ –που έρχεται από το μυθικό άγνωστο για να καταλήξει στο ίδιο- έχει ως συνέπεια αυτή η «άγια» οικογένεια να διαλυθεί στα συστατικά της στοιχεία-μονάδες. Ο εξολοθρευτής άγγελος γονιμοποιεί τους πάντες (κοιμάται με όλους, αρσενικούς και θηλυκούς) με τον δικό του υπέρτατο μύθο της ομορφιάς και της αγνότητας και έτσι τους κάνει ν’ αποκτήσουν συνείδηση της ολοκληρωτικής δυστυχίας τους». Η ταινία, μια από τις πιο πολυσυζητημένες του Παζολίνι, σκανδάλισε και δίχασε το κοινό, στην εποχή της. Ο δημιουργός και ο παραγωγός της ταινίας σύρθηκαν στα δικαστήρια με την κατηγορία της ανηθικότητας, ενώ η Καθολική εκκλησία αντέδρασε και επιτέθηκε στο έργο με εξαιρετικά βίαιο τρόπο, κατηγορώντας το ως ακραία εκφυλιστικό.
Μυστικά και ψέματα / Secrets & Lies
Μεγάλη Βρετανία, 1996
Σκηνοθεσία: Μάικ Λι. Έγχρωμη, 142.
Η ταινία του Μάικ Λι Μυστικά και ψέματα είναι ένα οδυνηρό και θαρραλέο ταξίδι εκεί όπου χτυπά η καρδιά της πραγματικότητας: στην καθημερινότητα. Ο Λι κατορθώνει να καταγράψει με τρόπο μοναδικό αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «τα συναισθηματικά ρεύματα που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια» και, ακολουθώντας τα, να φτάσει στον ωκεανό της αληθινής ζωής. Ανάμεσα λοιπόν στις συμπληγάδες των μυστικών και των ψεμάτων, η ταινία αναζητά τις στενές ατραπούς που οδηγούν στην αλήθεια.
Η Σίνθια, ο Μορίς, η Ροξάν και η Μόνικα συνθέτουν το θρυμματισμένο τοπίο μιας οικογένειας, όπου ο καθένας ζει αποξενωμένος, βυθισμένος στα δικά του υπαρξιακά αδιέξοδα. Ζουν για να πληγώνουν ο ένας τον άλλο, αρνούνται να αγγιχτούν, να διανύσουν την απόσταση που τους χωρίζει, να ομολογήσουν την αλήθεια, πρωτίστως στον ίδιο τους τον εαυτό. Ο Μάικ Λι, με μια κάμερα-μοιρογνωμόνιο και με «ενοχλητική» επιστημονική ακρίβεια, καταγράφει την ουσία των σχέσεών τους, συλλαμβάνοντας στους ανεπαίσθητους κραδασμούς της επιφάνειας τις βαθύτερες εσωτερικές συγκρούσεις: στις λέξεις πού δεν λέγονται, στις «γεμάτες» σιωπές και στις νεκρές στιγμές, στις μετέωρες χειρονομίες και στις αμήχανες εκφράσεις, στα ασύμπτωτα βλέμματα και στα «πνιγμένα» συναισθήματα. Ο άγγλος δημιουργός καταφέρνει, με το μαγικό του άγγιγμα, να εκτρέψει τον κινηματογραφικό χρόνο στο ποτάμι όπου κυλά ο χρόνος της αληθινής ζωής. Η οξυδέρκεια της παρατήρησης και η αποτύπωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι τόσο αυθεντικές, τόσο κοντά στην καθημερινή αλήθεια, που προκαλούν μιαν αίσθηση αδυναμίας, βάζοντας σε άβολη θέση τον θεατή. Οι ήρωες μοιάζουν πειραματόζωα, αλλά δεν είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας∙ είμαστε εμείς. Ο Μάικ Λι με αυτή την ταινία, αλλά και με το προηγούμενο έργο του, κινηματογραφεί μονάχα τη ζωή και τίποτε άλλο, μια ζωή που, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές της, αξίζει να τη ζει κανείς.