Στο Παρίσι του 1905, ταξιδέψαμε με την ολοκαίνουργια «Εύθυμη Χήρα» της Λυρικής Σκηνής, τη σκηνοθεσία της οποίας υπογράφει ο ταλαντούχος

Από τον Γιώργο Κατσώνη

Δημήτρης Λιγνάδης στην πρώτη του συνεργασία με την ΕΛΣ.
 

Η δράση αναπτύσσεται γύρω από τη νέα, γοητευτική και πλούσια χήρα Άννα Γκλάβαρι που κατάγεται από ένα «φανταστικό» υπερχρεωμένο κρατίδιο, το Ποντεβέντρο , το οποίο, μάλιστα, καθόλου τυχαία δεν ομοιάζει με το υπαρκτό βαλκανικό Μοντενέγκρο – Μαυροβούνιο. Ο πρέσβης του Ποντεβέντρο στο Παρίσι, βαρόνος Ζέτα, προσπαθεί να την πείσει να παντρευτεί εκ νέου συντοπίτη της, προκειμένου η άκρως απαραίτητη κληρονομιά της να σώσει από βέβαιη οικονομική καταστροφή το κρατίδιο. Για τις ανάγκες αυτές επιστρατεύεται ο γραμματέας της πρεσβείας και φανατικός γυναικάς, κόμης Ντανίλο Ντανίλοβιτς ο οποίος μέσα από πολλές περιπέτειες και κωμικές ανατροπές, καταλήγει μαζί της.

 

Η μελωδική μουσική με τα διαδοχικά βαλς, η ανάλαφρη πρόζα, η λάμψη, ο διάχυτος αισθησιασμός και η ερωτική ατμόσφαιρα είναι στοιχεία που έχουν κάνει τόσο κοσμαγάπητη τη «Χήρα» του Λέχαρ.

 

Μιλώντας για την παράσταση, αξίζει να αναφέρουμε ότι το κείμενο μεταφράστηκε στη γλώσσα του κοινού, καθιστώντας το προσιτό σε όλους και διευκολύνοντας την απερίσπαστη παρακολούθηση της παράστασης. Πολλά επινοημένα έξυπνα λογοπαίγνια καθ’ όλο το μήκος του έργου αφ’ ενός συντείνουν στην προαναφερθείσα αμεσότητα και αφ’ ετέρου επιβεβαιώνουν την ουσιαστική μέριμνα με την οποία έγινε η μετάφραση.

 

Ως προς το οπτικό μέρος, ο Λιγνάδης εναντιώνεται ηθελημένα σε μια νεωτερική προσέγγιση του έργου δημιουργώντας ένα σκηνοθετικό πλαίσιο που επιτρέπει την ανάδυση της ατμόσφαιρας της εποχής, χωρίς αυτό να αποκλείει σύγχρονα στοιχεία. Με έξυπνα σκηνικά ευρήματα που δημιουργούν όμορφες εικόνες, εφάμιλλες της γοητείας που αναβλύζει από το έργο αλλά και με έναν ιδιαίτερα άμεσο και επικοινωνιακό χαρακτήρα που εξασφαλίζει για το θέαμα, καθιστώντας το περιεκτικό και όχι σοβαροφανές, αρθρώνει τη σκηνοθετική του πρόταση.

Διατηρούνται οι γραμμές της Μπελ Επόκ και εκφράζονται κυρίως μέσα από αντικείμενα τα οποία αφού δέχτηκαν ένα σύγχρονο πατινάρισμα και ήρθαν μερικά βήματα πιο κοντά στο σήμερα, συνυπάρχουν με πιο αφηρημένες φόρμες επί σκηνής, πυροδοτώντας ενδιαφέρουσες εκρήξεις αισθητικών αντιθέσεων. Η ανθρώπινων διαστάσεων κλίμακα της σκηνογραφίας καθώς επίσης και η σποραδική της ανάπτυξη επί σκηνής, απηχεί αφ’ ενός το ελαφρύ και ελεύθερο κλίμα του έργου και αφετέρου δημιουργεί την αίσθηση ενός ονειρικού βιώματος κατά το οποίο το χωροχρονικό πλαίσιο είναι πάντα υπό αμφισβήτηση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εικαστική προσέγγιση του έργου από τη Νάθενα που κινείται σε μια παλέτα μεταξύ κόκκινου, χρυσού και μαύρου. Ωθεί στα άκρα τις χρωματικές ποιότητες των σκηνικών εικόνων αναδεικνύοντας τον αισθησιασμό, τη λάμψη και την πολυτέλεια της εποχής με τρόπο πολύ θεατρικό.

Την παράσταση είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε υπό τη μουσική διεύθυνση του Νίκλας Βιλλέν. Η Μαρία Μητσοπούλου ερμήνευσε με ιδιαίτερη ευφράδεια και ένταση τη λαμπερή και γοητευτική Άννα Γκλάβαρι, ενώ ξεχωρίσαμε για την θεατρικότητα τους τον Παναγιώτη Αθανασόπουλο στο ρόλο του Νιέγκους, τον Χάρη Ανδιανό στο ρόλο του Κασκαντά και την Ελένη Δάβου στο ρόλο της Πρασκοβία.