[…] Το αλησμόνητο είναι μία στιγμή ωριμότητας που βγαίνει από άπειρες

προηγούμενες στιγμές, προηγούμενες ομοιότητες και που υπάρχει μέσα σε αυτές,

είναι η στιγμή που νιώθουμε ότι καθώς διαμορφώνουμε, διαμορφωνόμαστε κι εμείς,

πως έτσι σχηματιζόμαστε. Είναι επικίνδυνο να το μπερδεύουμε με την αγάπη […]

 

«Αθώοι» – Χ. Μπροχ (εκδ. Κριτική, 1989 – μτφ. Ν. Λίβος)

Μία ομιχλώδης και ασαφής εποχή ως γενεσιουργός των μετέπειτα ταραγμένων, σκληρών και ανελέητων χρόνων της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία… Μία εποχή που οι «απολιτικές» φιγούρες της γερμανικής μικροαστικής κοινωνίας ήταν οι κύριες πηγές από τις οποίες αργότερα ο νεοναζισμός άντλησε τη δυναμική του. Τέτοιες σκιερές προσωπικότητες, είναι οι πρωταγωνιστές των ιστοριών που ο Χέρμαν Μπροχ δημιούργησε, ώστε να αναδείξει το γενικό πνεύμα του καιρού εκείνου.

Οι «Αθώοι» του Μπροχ, είναι ήρωες που φλέγονται από έναν υπόγειο και ύπουλο προσωπικό πυρετό, έχοντας φαινομενικά αποδεχτεί πια την όποια καθημερινότητά τους. Είναι μορφές με πολιτικές ιδέες αόριστες, ασαφείς, ενώ η πολιτική αυτή αδιαφορία συνιστά τελικά και ηθική αδιαφορία. Η αφήγηση καλύπτει γεγονότα από το 1913 με τις προ-ιστορίες, μέχρι περίπου το 1933 με τις ύστερες. Είκοσι συνολικά χρόνια, όπου σταχυολογούνται μυθιστορηματικά η μικροαστική νοοτροπία, το κοινωνικό ψεύδος και η βαθύτερη ηθική ενοχή των θεωρητικά αθώων. Ο συγγραφέας έτσι, καταφέρνει να βάλει μπροστά στην κοινωνία έναν εντυπωσιακό καθρέπτη, αποκαλύπτοντας έντεχνα μία μεγάλη πηγή του κακού που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια.

Έντεκα ιστορίες από την προ-χιτλερική Γερμανία καταλαμβάνουν τον μυθιστορηματικό κορμό και αφορούν ανθρώπους χωρίς συνείδηση των συνεπειών των πράξεών τους, χωρίς όρια και αιδώ. Ψέματα, υποκρισία, εκδίκηση και αίμα, συνθέτουν το ζοφερό περιβάλλον όπου οι προσωπικότητες δρουν. Η γριά υπηρέτρια Τσερλίνε, γνωρίζοντας όλα τα μυστικά της οικογένειας στην οποία δουλεύει για πολλά χρόνια, φροντίζει να κινεί τα νήματα με τρόπο πονηρό και αριστουργηματικό, βάζοντας την προσωπική της πινελιά ανά περίπτωση, υποκινούμενη από ένα αισθηματικό κράμα εκδίκησης, απωθημένων και ιδιόμορφης προσωπικής ηθικής.

Κανείς από τους πρωταγωνιστές δεν εκφράζει μία πολιτική ροπή προς το νεοναζιστικό ρεύμα των κατοπινών καιρών, όμως υπάρχει μία αόριστη προδιάθεση στις πράξεις, τα λόγια και την γενική τους νοοτροπία. Η Τσερλίνε, ο Α., η Χίλντεργκαρντ, η βαρώνη, είναι οι μικροαστοί «αθώοι» μέσω των οποίων ο Μπροχ αναδεικνύει τα κοινωνικά προσωπεία μιας ολόκληρης εποχής.

Στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, διασκευάστηκε αξιοπρεπώς από τον Στρατή Πασχάλη, σε μετάφραση Ελένης Βαροπούλου, αυτό το δύσκολο και απαιτητικό κείμενο, συνθέτοντας περιστατικά κυρίως από τα κεφάλαια «Ιστορία της υπηρέτριας Τσερλίνε», «Μπαλάντα της μαστροπού», «Εξαγορασμένη μητέρα» και «Πετρωμένος επισκέπτης» και δόθηκε ιδιαίτερη βάση στην προσωπικότητα της υπηρέτριας ως συνδετικό κρίκο ανάμεσα στα περιστατικά του παρελθόντος και του παρόντος. Η δραματουργική επεξεργασία και η σκηνοθεσία του Γιάννη Καλαβριανού, αποτύπωσαν ένα μυστηριώδες, σχεδόν εφιαλτικό περιβάλλον και οι ήρωες ανεδείχθησαν σαν πιόνια πάνω σε αόρατη σκακιέρα ή θηράματα σε ιστό αράχνης και βρίσκονται όμηροι υπό τις προσταγές της Τσερλίνε, της οποίας η σκηνική παρουσία είναι σχεδόν μόνιμη. Στην προσπάθεια αυτή μεγάλη συνεισφορά είχαν τα επιβλητικά σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου, που αποτύπωσαν στην εντέλεια την ατμόσφαιρα που επιθυμούσε ο σκηνοθέτης, καθώς και τα λιτά κοστούμια της ιδίας. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, εξίσου ιδανικοί, άλλοτε αναδείκνυαν τα μύχια συναισθήματα των ηρώων, άλλοτε τους φώτιζαν τυραννικά, σχεδόν ανακριτικά, ενώ η μουσική επιμέλεια του Άγγελου Τριανταφύλλου, έδεσε άψογα με το γενικό πνεύμα.

Ερμηνευτικά, η Μπέττυ Αρβανίτη αποτύπωσε εύστοχα την πανουργία της βασικής ηρωίδας, με ελεγχόμενο συναίσθημα και σωστά ξεσπάσματα. Αναμφίβολα από τους πιο απαιτητικούς ρόλους που έχει κληθεί να ερμηνεύσει τα τελευταία χρόνια. Ο Κώστας Βασαρδάνης ήταν μεστός, άμεσος και δυναμικός ως «Αντρέας». Η Μαρία Κατσιαδάκη έχτισε το ρόλο της με εσωτερικό παλμό και κερδίζει ακόμα περισσότερο προς το τέλος, ως ξεπεσμένη πια βαρόνη. Εντυπωσιάζει η Σύρμω Κεκέ ως «Χίλντεγκαρντ», με τον έλεγχο της φωνής, το παγερό βλέμμα και τη λεπτά δομημένη ειρωνεία. Συμπαθητικά, με μία αθωότητα, πλάθει την «Μελίτα» της η Εύα Σιμάτου.

Ο Μπροχ ανέδειξε πως το έδαφος για το ναζισμό είχε στρωθεί μέσα στην κοινωνία αρκετά πριν την τελική του επικράτηση. Οι ανάλογοι «Αθώοι» όμως, ζουν σε κάθε εποχή, υφαίνοντας άθελά τους έναν ιστό που μπορεί να οδηγήσει σε άνοδο ή πτώση.

______________________________

Η παράσταση Η Τσερλίνε και το σπίτι των κυνηγών, παρουσιάζεται στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, σε σκηνοθεσία Γιάννη Καλαβριανού. Περισσότερες πληροφορίες