Αναμφίβολα, ο Βασίλης Αλεξάκης ήταν ένας εκ των κορυφαίων Ελλήνων συγγραφέων της διασποράς, ένας συγγραφέας και άνθρωπος ιδιαίτερα αγαπητός στη Γαλλία όπου και έμενε μόνιμα και όπου λάμβανε την αγάπη των Γάλλων αναγνωστών, μάλλον περισσότερο από των Ελλήνων. Μακριά από τις εσωτερικές έριδες της ελληνικής πραγματικότητας και ελεύθερος από δεσμά, έγραφε άλλοτε στα γαλλικά και άλλοτε στα ελληνικά και φρόντιζε να μεταφράζει ο ίδιος τα βιβλία του. Τιμήθηκε εν ζωή με πολλά βραβεία και η έλευσή του στην Ελλάδα ήταν πάντοτε ένα γεγονός ιδιαίτερο. Είναι που πρέπει πολλές φορές να ξενιτευτείς ώστε η εγχώρια αγορά να σε αναγνωρίσει. Δυστυχώς, οι στρεβλώσεις αυτές δεν έχουν εκλείψει μέχρι και σήμερα. Σε κάθε περίπτωση η λογοτεχνία του και τα βιβλία του είναι στα χέρια μας και τώρα που έφυγε από κοντά μας είναι μια ευκαιρία να τον ανακαλύψουμε εκ νέου και να τον διαβάσουμε και πάλι μέσα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Ποιος ήταν τελικά εκείνος ο άνθρωπος που πήρε την ανθρωπότητα από το χέρι για να έχουμε σήμερα γλώσσα να μιλάμε

«Η πρώτη λέξη» ήταν από τα τελευταία του βιβλία και έκανε μεγάλη εντύπωση ήδη με την πρώτη της έκδοση. Αποτελεί ένα μυθιστόρημα βάθους και ζωής, θα μπορούσε κάποιος να πει, για τον απλό λόγο πως μέσα από το βιβλίο περνάει όλη η ιστορία της ανθρωπότητας και η εξέλιξή της. Είναι μια προσπάθεια διείσδυσης του Αλεξάκη στην ιστορία των λέξεων, στην ιστορία των γλωσσών και στην ιστορία των γραμμάτων, πιο συγκεκριμένα στην πρώτη λέξη που ξεστόμισε ο άνθρωπος. Πρόκειται για μια έρευνα μέσα από μια εξαιρετικά εύληπτη, ζωντανή και ευχάριστη ιστορία που τόσα έχει να μας διδάξει, καθώς η ανασκαφή αυτή στον χρόνο μπορεί να προσφέρει μαγικές στιγμές ανακάλυψης για εκείνον που αναρωτιέται ποιος άραγε είπε την πρώτη λέξη και μάλιστα ποια ήταν αυτή η περίφημη λέξη.

Για αυτό το λόγο ο Αλεξάκης δίκαια αφιερώνει το βιβλίο του σε ένα ανθρώπινο και κοινωνικό ζήτημα, σε αυτή την σαγηνευτική διαδικασία μελέτης και επεξεργασίας πολλών δεδομένων ιστορικών, κοινωνικών και εθνογραφικών που μπορούν να οδηγήσουν τελικά να μάθουμε το τι και το πώς. Πώς ήρθε σε μας η γλώσσα που μιλάμε, η κάθε γλώσσα, και η σύνδεσή της με τις υπόλοιπες. Η μυθοπλασία είναι σαφώς αναγκαία για να επιτευχθεί ένας τέτοιος στόχος για να ελαφρύνει και την ατμόσφαιρα της αφήγησης και έτσι χτίζεται μια ιστορία γύρω από τον καθηγητή που αναζητά τις απαντήσεις, αλλά ο χρόνος του τελειώνει και ο θάνατος τον προλαβαίνει. Η αδελφή του, γαλλομαθής και η ίδια, αναλαμβάνει τον ρόλο αυτό. Να μάθει εκ μέρους του Μιλτιάδη, όπως λένε τον αδερφό της, τα όσα εκείνος πόθησε μα δεν πρόλαβε να μάθει.

Ο Αλεξάκης, εντρυφά μέσω των πρωταγωνιστών του, σε διάφορες εικασίες και υποθέσεις, μελετά αρχεία, ξεδιπλώνει το κουβάρι της ιστορίας, βρίσκει δεδομένα και τα επεξεργάζεται μέσω της αδελφής του Μιλτιάδη, η οποία καλείται να μεριμνήσει για την πολυπόθητη πληροφορία ώστε το πνεύμα του αδελφού της να βρει την ησυχία του και ο ίδιος να μάθει εκεί που είναι. Από τον Αλέξανδρο της Μακεδονίας στον χόμο σάπιενς και από τις φιλοσοφικές συζητήσεις περί της Καταγωγής των ανθρώπων του Δαρβίνου στον Νεάντερταλ, το ταξίδι της έρευνας είναι μακρύ, ανηφορικό μα και τόσο συναρπαστικό και τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει την πορεία του. Ο αναγνώστης βρίσκεται σε ένα συνεχές πήγαινε έλα και δοκιμάζει τις γνώσεις του, διαβάζοντας τόσες πληροφορίες για την Αρχαία Ελλάδα, την Ινδία, τις σχέσεις των λέξεων σε πλάτη και μήκη του κόσμου. Οι λέξεις είναι για τον Αλεξάκη το σημείο αναφοράς και εκείνος ο σταθμός όπου ο άνθρωπος καλείται να σταθεί για πολύ καιρό για να λύσει τον γρίφο.

Ο συγγραφέας εκτός των άλλων συναρπαστικών και αποκαλυπτικών έχει το χάρισμα να μας κρατάει μέχρι το τέλος του βιβλίου σε μια μόνιμη αγωνία για τα μελλούμενα, σε μια συνεχή επαγρύπνηση μήπως και χάσουμε την πολύτιμη πληροφορία μέσα από τους συνεχόμενους διαλόγους της αδερφής του Μιλτιάδη με τους φίλους του, οι οποίοι για να τον μνημονεύσουν και να τον τιμήσουν τρέχουν έναν ατελείωτο μαραθώνιο με σκοπό τον φόρο τιμής στο στοίχημα του επιστήθιου φίλου τους. Σε αυτόν τον μαραθώνιο συμμετέχουν και άνθρωποι κάθε είδους που μπορούν ενδεχομένως να συμβάλουν στη λύση του αινίγματος. Η ιλαρότητα και η ευστροφία δεν λείπουν από την ανταλλαγή επιχειρημάτων με τέτοιο τρόπο ώστε το βιβλίο να μετατρέπεται σε θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο.

Στο βιβλίο, καθώς κυλάει η αφήγηση αντλούμε πολλά συμπεράσματα, καθώς γίνονται αναφορές και σε βιβλία που έχουν και αυτά τον ρόλο τους. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά για τους Νεάντερταλ τα παρακάτω ενδιαφέροντα: «Ο άνθρωπος του Νεάντερταλ σεβόταν τα ζώα, δεν είχε την αίσθηση ότι ανήκε σ’ ένα διαφορετικό βασίλειο. Δεν κατασκεύαζε ποτέ όπλα από κέρατα. Έμεινε πιστός μέχρι το τέλος του στην αρχή ότι δεν πολεμάς τον αντίπαλό σου με τα ίδια σου τα όπλα». Όλα αυτά σε αντιπαραβολή με την εξέλιξή του άλλου ανθρώπου προς το χειρότερο, δηλαδή του χόμο σάπιενς από τον οποίο από ό,τι φαίνεται κατάγεται ο σημερινός άνθρωπος, ένας άνθρωπος λιγότερο ευαίσθητος, μάλλον άπληστος και ιδιαίτερα αιμοβόρος ως προς τις προσδοκίες του και την ανάγκη να υπερισχύσει. Η λογοτεχνία του Αλεξάκη δεν έχει μόνο τη δύναμη να μας ψυχαγωγεί, έχει και τη μαγεία να απλώνει την ευρυμάθεια και την γνώση και να εναπόκειται σε εμάς να την απορροφήσουμε.

Απόσπασμα από το βιβλίο

“Πολύ θα ήθελα να μάθω πότε οι άνθρωποι άρχισαν να μιλούν, σε ποια στιγμή της εξέλιξής τους τα υποτυπώδη μέσα επικοινωνίας που διέθεταν ως τότε έπαψαν να τους αρκούν. Ποια ανάγκη τους έσπρωξε να κάνουν αυτό το μεγάλο βήμα που αποτελεί η πρώτη λέξη; Τι είπαν όταν μίλησαν επιτέλους;”

Διαβάστε επίσης:

Βασίλης Αλεξάκης – Η πρώτη λέξη: Ένα μυθιστόρημα για ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της ανθρωπότητας