Σε ένα βιβλίο που αποτυπώνει πλήρως τα εσωτερικά ερωτήματα και αποτελεί έναν ορυμαγδό αποριών για τη ζωή και την ύπαρξη, η Κλαρίσε Λισπέκτορ παρουσιάζεται ενώπιόν μας. Πρόκειται για ένα γραπτό κείμενο μακριά από τετριμμένα, είναι μια εξομολόγηση στον εαυτό της και ενέχει μια δυική διάσταση, ένα άνοιγμα ψυχής απέναντι σε όσα την κατακερματίζουν. Εφευρίσκει δύο πρόσωπα στα οποία επιτρέπει το διάλογο και την ανταλλαγή λεκτικών διαδρομών. Η ίδια, έχοντας σώας τας φρένας και έχοντας γνώση για την προδιαγεγραμμένη μοίρα της, ξεφεύγει από το πλαίσιο μιας απλής αφηγήτριας και εξωτερικεύει τον κόσμο της που αξίζει να ακουστεί, το δικό της κόσμο που με τον θάνατο να αναγεννηθεί. Πριν όμως αυτό συμβεί έχει να γράψει και να ξαναγράψει γιατί η λύτρωση έτσι επέρχεται. Σε ένα είδος προσωπικής μαρτυρίας με αυτοβιογραφικά χαρακτηριστικά και συνάμα φιλοσοφικού δοκιμίου υπαρξιακής διάστασης η Λισπέκτορ δεν κρύβεται.

Με απαράμιλλη γενναιότητα και ζηλευτό σθένος η Λισπέκτορ ξεγυμνώνεται ψυχικά

Η γραφή της Λισπέκτορ είναι συνυφασμένη με τον στοχασμό, τον πόνο, την θλίψη, την αντοχή στο θανατικό, την αντίσταση αλλά και την αποδοχή των μαύρων σκέψεων. Μοιάζει με πίνακα του Βαν Γκογκ όπου τα κοράκια βρίσκονται από πάνω της και της σφυρίζουν το τέλος μα εκείνη υπό το άγριο βλέμμα τους συνεχίζει να περπατά στα δικά της στάχυα, δεν λυγίζει και προχωράει μέχρι τελικής πτώσης. Το βιβλίο αυτό ήδη από τις πρώτες φράσεις και χάρη στην εξαιρετικά ζωντανή μετάφραση του Μάριου Χατζηπροκοπίου έχει το άρωμά της, την ιαχή της, το στίγμα της και εμείς ως αναγνώστες στεκόμαστε με σεβασμό και δέος ενώπιον της απίστευτης μοναδικότητας και δυναμικότητάς της. Γιατί οι λέξεις της και τα πρόσωπα που επέλεξε, ο Δημιουργός και η Άντζελα έχουν κάτι αιρετικό μα και θρησκευτικό, μια μεταφυσική πορεία στον χρόνο, κάτι εξωπραγματικό που αποκαλύπτεται όσο η αφήγηση προχωρά.

Εξάλλου, η γέννηση ενός έργου λογοτεχνικού κρύβει μυστήριο, αν δε κρύβει και πόνο, ταλαιπωρία και ανηφορίζει έναν Γολγοθά, τότε καθίσταται έργο που αντέχει στον χρόνο. Δεν είναι σε καμία περίπτωση μία τυπική διαδικασία ή μία υπόθεση απλή αν ο συγγραφέας παλεύει με τον εσώτερο κόσμο του, το σύμπαν του, τον ψυχισμό του. Είναι το ίδιο το έργο πνοή και αναπνοή, είναι γέννηση εκ της σαρκός του δημιουργού, σαν ένα τρίπτυχο της Αναγέννησης που αναπαριστά τον Χριστό στον σταυρό να χάνει σταγόνα σταγόνα το αίμα του. Είναι αλήθεια και όχι υπερβολή από μόνο του μία καιόμενη βάτος και ένας πυρετός που κανείς δεν ξέρει πότε θα καταλαγιάσει, ίσως με την ολοκλήρωσή του ή μήπως αυτό ποτέ δεν ολοκληρώνεται; Και αυτό εδώ το σύγγραμμα βάσανο αποτελεί και όχι εξαίρεση από έναν τοκετό που κλονίζει τα σωθικά. Εισαγωγή φιλολογική και κάπως αφηρημένη αλλά το βιβλίο αυτό δεν είναι ένα συνηθισμένο βιβλίο, αγγίζει τα όρια ενός αυτοβιογραφικού παραληρήματος.

Πρόκειται για το προτελευταίο βιβλίο της και συνάμα ένα αριστούργημα της Κλαρίσε Λισπέκτορ, μιας γυναίκας που έχει μοιραστεί στα δυο σαν Χριστός και Θεός που συνδιαλέγονται, μια συζήτηση που αγγίζει το μεταφυσικό. Θυμίζει κάπως έναν αναγεννησιακό πίνακα ενός Ελ Γκρέκο, ενός Καραβάτζιο ή ενός Ρέμπραντ, εκεί που το φως αναδύεται μέσα από το περιρρέον σκοτάδι, εκεί όπου ο Άγιος υποφέρει και λίγο πριν αποδημήσει εις Κύριον ξεδιπλώνει το φάσμα των σκέψεών του για να ανακουφίσει τον πόνο του. Η Λισπέκτορ με τα σπαρακτικά της λόγια μας μυεί στο δικό της σύμπαν, ένα σύμπαν μέσα στο οποίο υποφέρει και όμως διχασμένη ούσα δεν παύει να μας συγκινεί, να μας εμπνέει να την ακολουθήσουμε στη διαδρομή της προς το επέκεινα. Μοιάζει με κάποια άλλη ή κάποιον άλλο σαν αυτή να μην υπήρξε ποτέ, σαν να μην έγραψε ποτέ αυτό το σπουδαίο ”άσμα” της προτού μεταπηδήσει σε έναν κόσμο ήσυχο και αλλοτινό, σαν όλο αυτό να είναι μία ελεγεία και ένας ύμνος αλλά και τραγωδία μαζί. Η ίδια καταγράφει τον μαρτυρικό πόνο μίας ηρωίδας που μοιάζει να είναι ο δικός της καθρέφτης, μία άλλη Frida Kahlo που ζωγραφίζει παρά την αδυναμία που δηλώνει λόγω των συμβάντων της υγείας της, των πολύ οδυνηρών.

Ο αναγνώστης συμπάσχει με την πορεία της κορύφωσης της αγωνίας που διαχέεται δίχως έκπτωση καθ’ όλη την διάρκεια του διαλόγου της συγγραφέως με τον εαυτό της μέσω των δύο χαρακτήρων που χειρίζεται με δεξιότητα αλλά με φυσικότητα αφού όλα εξαρτώνται από εκείνη. Όπως η ζωή τρέμει στα χέρια της και παλεύει να την κρατήσει για να μην της ξεφύγει έτσι και οι λέξεις γλιστράνε στα δάχτυλα και ποτίζει όλο το κείμενο με ρεύματα, με τάσεις και με μία ροπή ανυπαρξίας που κανείς αναρωτιέται αν έχει ήδη επιτελεστεί ή βρίσκεται στο μεταίχμιο. Οι συνθήκες που δημιουργεί η ίδια η Λισπέκτορ είναι άκρως πιεστικές, η ίδια ζει υπό την πίεση ενός θανάτου που πλησιάζει αλλά ενώ η ίδια οδεύει μαθηματικά προς την έξοδο και στέκεται αγέρωχη, οι ήρωές της είναι πιόνια που μέχρι τελευταία στιγμή τα μετακινεί.

Η αίσθηση στον αναγνώστη είναι πως τίποτε δεν τελειώνει ακόμα και αν η τελική τελεία έχει μπει και το βιβλίο έχει παραδοθεί στα χέρια του. Ένας φιλοσοφικός όσο και υπαρξιακός πόλεμος εργάζεται μέσα της με μανία σαν την μανία του πολεμιστή στη μάχη που ξέρει πως ο θάνατος θα του φέρει δόξα και τιμή αλλά που πάλι λαχταρά να λάβει μέρος ξανά και ξανά για να νιώσει την ίδια ικανοποίηση. Η Λισπέκτορ αποτελεί μια κατηγορία από μόνη της γιατί μπορεί με την διείσδυση που επιχειρεί μέσω της γραφής να μετουσιώνει τον πόνο και την αγωνία, την ίδια της την αμφισβήτηση σε έργο τέχνης που όλοι διαβάζουμε και απολαμβάνουμε. Ο Μάριος Χατζηπροκοπίου που έχει επιμεληθεί εκτός της μετάφρασης και το επίμετρο γράφει: “Αξίζει να αναγνωστεί πάλι και πάλι – ει δυνατόν μεγαλόφωνα, σαν μουσικό κομμάτι που το παίζεις ξανά και ξανά. Πνευστή πνοή. Κρουστοί σφυγμοί. Πρόκειται για ένα βιβλίο-φούγκα: για μια αντιστικτική σύνθεση δύο φωνών, όπου η μία μιμείται τη μελωδία της άλλης…”

Αποσπάσματα από το βιβλίο

“Δεν κάνω λογοτεχνία: απλώς ζω στο πέρασμα του χρόνου”

“Γράφω σαν να ήταν για να σώσω κάποιου τη ζωή. Πιθανόν τη δική μου ζωή. Το να ζεις είναι μια τρέλα που την πλάθει ο θάνατος. Ζωή να ‘χουν οι νεκροί γιατί μέσα τους ζούμε”

Διαβάστε επίσης:

Κλαρίσε Λισπέκτορ – Πνοή ζωής: Το τελευταίο βιβλίο της συγγραφέως αποτελεί έναν αδιέξοδο διάλογο