Το έργο

Η Λάσπη γράφτηκε το 2004, τη χρονιά που όπως απέδειξε η ιστορία, η χώρα βρέθηκε στην αρχή μιας μεγάλης και επίπονης κατηφόρας. Είναι η χρονιά που η Ελλάδα υποδέχτηκε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά και μια πολυθρύλητη πρωτιά στον ευρωπαϊκό διαγωνισμό τραγουδιού και το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου. Παράλληλα ωστόσο, η ύπαιθρός της ερήμωνε, καθώς οι άνθρωποι την εγκατέλειπαν μαζικά για τις μεγάλες πόλεις. Η κρίση, οικονομική αλλά κυρίως αξιακή, παραμόνευε στα παρασκήνια του «ελληνικού θαύματος του 21ου αιώνα». 

Για το περιβάλλον αυτό, έγραψε τη Λάσπη ο Βαγγέλης  Χατζηγιαννίδης, ένα έργο το οποίο βάζει στο μικροσκόπιο την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής εκείνης, αλλά όχι μόνον. 

Μια γυναίκα, φτάνει στο σπίτι της που βρίσκεται στην ελληνική επαρχία, στο Κέκι (προοιωνιζόμενος αναγραμματισμός του Κέικ άραγε, επίσης έργου του συγγραφέα;). Προς μεγάλη της έκπληξη όμως, διαπιστώνει ότι στο σπίτι μένει μια πενταμελής οικογένεια, η οποία απαρτίζεται από τον πατέρα, την μητέρα και τα τρία τους παιδιά (ένα αγόρι και δίδυμα κορίτσια). Η έκπληξη και η ταραχή της μετατρέπονται σε οργή, καθώς το ζευγάρι όχι μόνον αρνείται να φύγει, αλλά της αμφισβητεί κάθε δικαιοδοσία επί του σπιτιού, καθώς το οίκημα ανήκει στον αδελφό της, αλλά όχι στην ίδια. Σταδιακά, η γυναίκα συνειδητοποιεί ότι αυτοί οι δύο άνθρωποι έχουν την πλήρη στήριξη του συνόλου της τοπικής κοινωνίας, ακόμα και της αστυνομίας. Τους προτείνει τότε μια ανταλλαγή: να μείνουν για να κάνουν κάποιες δουλειές στο σπίτι και σε αντάλλαγμα η ίδια θα τους αφήσει να ζήσουν εκεί. Τα γεγονότα όμως θα πάρουν μια απρόσμενη τροπή, καθώς η γυναίκα θα βρεθεί να συμβιώνει με αυτή την πενταμελή οικογένεια. 

Η παράσταση

Ο σκηνοθέτης ανέδειξε το στοιχείο του αναπάντεχου και του θρίλερ που περικλείεται στο έργο. Τα γεγονότα ξαφνιάζουν τον θεατή, δημιουργώντας ενδιαφέρον για την περαιτέρω εξέλιξη της υπόθεσης, ενώ παράλληλα φωτίσθηκαν επιτυχώς τα κωμικά στοιχεία, τα οποία προκύπτουν από την παραδοξότητα των γεγονότων και καθιστούν το έργο παλλόμενο και ζωντανό.  

Η κλειστοφοβική και ατμοσφαιρική συνάμα σκηνή του «Φούρνου» βοήθησαν στην απόδοση του κλίματος εγκατάλειψης που επικρατεί στο χώρο αυτό για τον οποίο διαγκωνίζονται τόσο το ζευγάρι, όσο και η γυναίκα. Σύμφωνα με τον Γάλλο φαινομενολόγο φιλόσοφο Gaston Bachelard, «το σπίτι μας είναι η γωνιά μας στον κόσμο». Και οι τρεις ήρωες του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη λοιπόν, μάχονται μέχρις εσχάτων προκειμένου να κρατήσουν αυτή τη γωνιά τους. Μόνον που και οι τρεις ήρωες της Λάσπης καθιστούν σαφές, ότι αυτή τη γωνιά τους την θέλουν γεμάτη με τους ανθρώπους τους. 

Ο σκηνοθέτης απέδωσε την ατμόσφαιρα που διαμορφώνεται σε αυτό το, ιψενικού ενδιαφέροντος, τρίγωνο δείχνοντας την μεταστροφή της γυναίκας που αρχικά φθάνει με εχθρικές διαθέσεις και καταλήγει να ζει για αυτή την οικογένεια. Ωστόσο, η γυναίκα της Μαρίας Ζορμπά έμοιαζε βγαλμένη από άλλη παράσταση, υπερβάλλοντας εαυτόν στο παίξιμό της και ερχόμενη σε ευθεία αντίθεση τόσο με τους συμπρωταγωνιστές της, όσο και με την όλη ατμόσφαιρα της παράστασης. Το ζευγάρι των Μιράντας Ζησιμοπούλου και Χρήστου Καπενή ήταν μετρημένο, διατηρώντας στο καθόλα ρεαλιστικό παίξιμό του υπόνοιες για πράξεις και λόγια που δεν φαίνονταν και δεν αρθρώνονταν, αλλά υπήρχαν και εξουσίαζαν τη σκηνή. Με περισσή φυσικότητα απέδωσαν τη σιγουριά της κοινωνικής τους ένταξης στο σύνολο μια επαρχιακής πόλης, αλλά και τη βεβαιότητα που αντλούσαν από την ίδια τους την οικογένεια. 

Η θριλερική και υπαινικτική ατμόσφαιρα της παράστασης δεν διατηρήθηκε μόνον από το ζευγάρι των Μιράντα Ζησιμοπούλου και Χρήστου Καπενή, αλλά επίσης από τους πολύ ενδιαφέροντες φωτισμούς, καθώς και από την πρωτότυπη μουσική (Θεόφιλος Πουζμπούρης). Πολύ ενδιαφέρον επίσης το καταληκτικό μουσικό κομμάτι του τέλους. Ωστόσο, η τελική σκηνή με την υπερβολική κινησιολογικά παρουσία της γυναίκας, ήταν περιττή και επιζήμια για την έως τη στιγμή εκείνη αίσθηση της παράστασης. 

Αντί επιλόγου

Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα καλλιτεχνικά προσέγγιση του πολύ καλού κειμένου του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Αποδόθηκαν εν μέρει οι κοινωνικές ανησυχίες του συγγραφέα αναφορικά με την μοναξιά, τη συντροφικότητα, την προδοσία, την αγωνία, την οικογένεια, την κοινωνική περιθωριοποίηση, αλλά οι τόσο αντικρουόμενες υποκριτικές κατευθύνσεις που συνυπήρχαν στην παράσταση αναχαίτισαν την πορεία της και τον προσανατολισμό της. Ένας ενιαίος υποκριτικά ιστός θα την βελτίωνε σημαντικά. 

Photo Credits: Υπατία Κορνάρου

Διαβάστε επίσης: 

ΛάΣΠΗ, του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη στο Θέατρο Φούρνος