Ένα μήνα μετά το λαμπερό γκαλά των κορυφαίων κόντρα τενόρων, στις 23 Οκτωβρίου στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης, η Καμεράτα-Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής επιστρέφει στον ίδιο χώρο, την Κυριακή 23 Νοεμβρίου (ώρα έναρξης 20:30), για να παρουσιάσει με όργανα εποχής τις αριστουργηματικές τρεις τελευταίες συμφωνίες του Μότσαρτ (αρ. 36, 40 και 41) υπό τη διεύθυνση του διακεκριμένου αρχιμουσικού Γιώργου Πέτρου.

Έχοντας αφήσει άριστες εντυπώσεις στο κοινό και τους κριτικούς των διεθνών μέσων ενημέρωσης, μετά τις εξαιρετικές εμφανίσεις της ως Armonia Atenea, τον Αύγουστο, στα BBC Proms του Λονδίνου και, τον Σεπτέμβριο, στη Μόσχα, και έχοντας αποσπάσει τα διθυραμβικά σχόλια του ξένου αλλά και του εγχώριου μουσικού Τύπου για την ηχογράφηση του μπαλέτου του Μπετόβεν Τα πλάσματα του Προμηθέα, η Καμεράτα έρχεται να αφήσει τη δική της σφραγίδα στις Συμφωνίες αρ. 36, 40 και 41. Το φημισμένο σύνολο, σε αυτή τη νέα του εμφάνιση στο Μέγαρο, επιδιώκει να επαναπροσδιορίσει το άκουσμα των τελευταίων συμφωνιών του Μότσαρτ, μέσα από όργανα εποχής, τα οποία μοιάζουν με εκείνα που είχε στη διάθεσή του ο κορυφαίος αυστριακός δημιουργός, πλησιάζοντας έτσι την ηχητική παλέτα του 18ου αιώνα.

Οι ερμηνείες αναφοράς της Καμεράτα με μαέστρο τον Γιώργο Πέτρου –είτε μέσα από τις ηχογραφήσεις της για λογαριασμό μεγάλων δισκογραφικών εταιρειών, είτε μέσα από τις συχνές εμφανίσεις της σε ονομαστές αίθουσες και φεστιβάλ της Ευρώπης–, κατάφεραν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να τραβήξουν τα βλέμματα της διεθνούς μουσικής κοινότητας. Στο εξωτερικό, η ορχήστρα είναι πλέον γνωστή για τις υψηλές επιδόσεις της όχι μόνο στο προκλασικό αλλά και στο κλασικό ρεπερτόριο, χάρη στον αξιόπιστο ήχο της, ο οποίος σέβεται απόλυτα τη μουσική αισθητική της εκάστοτε περιόδου. Τα όργανα εποχής της Καμεράτα έχουν χαμηλότερη ένταση από τα σύγχρονα, αλλά υπερτερούν ως προς τη διαφάνεια και το ηχόχρωμά τους, αρετές που αναδεικνύουν τα στοιχεία «μουσικής δωματίου» τα οποία χαρακτηρίζουν τις Συμφωνίες αρ. 36, 40 και 41 του Βόλφγκανγκ-Αμαντέους Μότσαρτ. Επίσης, ο ήχος των οργάνων εποχής της Καμεράτα μοιάζει πιο «επιθετικός» από αυτόν των μοντέρνων,  γεγονός που προβάλλει έντονα τα ρυθμικά και χορευτικά στοιχεία των παρουσιαζόμενων έργων.

Η Καμεράτα, ως πρέσβειρα του ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό κατά την τρέχουσα καλλιτεχνική περίοδο, έχει προγραμματίσει εμφανίσεις σε σημαντικές αίθουσες στο εξωτερικό, όπως η Βασιλική Όπερα των Βερσαλλιών, το Θέατρο των Ηλυσίων Πεδίων στο Παρίσι, το Theater an der Wien της Βιέννης, το Θέατρο Cuvillies στο Μόναχο, το Φεστιβάλ της Βουδαπέστης, το Palais des Beaux-Arts (Bozar) στις Βρυξέλλες, η αίθουσα CRR της Κωνσταντινούπολης και το ιστορικό Θέατρο «Γκαίτε» στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Χαίντελ της γερμανικής πόλης Χάλλε.

Η Συμφωνία «Λιντς» που θα ακουστεί στο πρώτο μέρος της συναυλίας της Καμεράτα στο Μέγαρο στις 23 Νοεμβρίου, είναι η 36η του Βόλφγκανγκ-Αμαντέους Μότσαρτ (1756-1791). Έχει γραφτεί στην τονικότητα της ντο μείζονος (Κ 425) και αποτελείται από τέσσερα μέρη. Ο Μότσαρτ τη συνέθεσε μέσα σε μόλις τέσσερις ημέρες, περί τα τέλη του 1783, όταν παρέμεινε για λίγο με τη σύζυγό του στην αυστριακή πόλη Λιντς, κατά την επιστροφή του από το Σάλτσμπουργκ στη Βιέννη, καθώς ο κόμης της περιοχής –στο άκουσμα της άφιξης του λαμπρού μουσουργού– ανήγγειλε την πραγματοποίηση συναυλίας προς τιμήν του. Η Συμφωνία αρ. 36 παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 4 Νοεμβρίου 1783 στο Λιντς. Λίγους μήνες αργότερα, παίχθηκε και στη Βιέννη.

Αν και δημοφιλέστατη η Συμφωνία αρ. 40 σε σολ ελάσσονα (ΚV 550), με την πασίγνωστη μελωδία του πρώτου μέρους της, είναι μία σύνθεση που δεν συμπεριλαμβάνεται συχνά στα προγράμματα των συμφωνικών συνόλων. Πολυπαιγμένη, ενίοτε κακοδιασκευασμένη αλλά και κακοποιημένη από άνευρες ηχογραφήσεις, αντιμετωπίζεται με επιφυλακτικότητα από τους μαέστρους που τη συγκαταλέγουν ανάμεσα στα πιο επικίνδυνα συμφωνικά «κλισέ» όλων των εποχών. Παρτιτούρα αναφοράς για τον Μπετόβεν, τον Σούμαν και τον Μπραμς, η τετραμερής 40ή Συμφωνία του Μότσαρτ –γνωστή και ως Μεγάλη Συμφωνία σε ελάσσονα κλίμακα– αποτελεί μία ακόμη πρόκληση για την Καμεράτα, που, μέσα από τον ιδιαίτερο ήχο των οργάνων εποχής, φιλοδοξεί να αφήσει τη δική της ερμηνευτική σφραγίδα επάνω στις σελίδες ενός εκ των διασημότερων έργων του Κλασικισμού. Το καλοκαίρι του 1788 υπήρξε μια περίοδος φρενήρους δημιουργικότητας για τον Μότσαρτ, αφού ο μεγάλος Αυστριακός συνέθεσε μέσα σε τρεις μήνες τρεις συμφωνίες, την 39η, την 40ή και την 41η, οι οποίες ολοκληρώθηκαν αντίστοιχα στις 26 Ιουνίου, 25 Ιουλίου και 10 Αυγούστου. Οι μαρτυρίες για την ημερομηνία της πρώτης εκτέλεσης της Συμφωνίας αρ. 40 διίστανται, αλλά συμφωνούν ως προς την επανορχήστρωση της αρχικής εκδοχής από τον ίδιο τον Μότσαρτ με την προσθήκη μερών για κλαρινέτο και ανασύνθεση των μερών για φλάουτο και όμποε.

Η επονομαζόμενη Συμφωνία του Διός ή Συμφωνία αρ. 41 σε ντο μείζονα (Κ 551) είναι η τελευταία, η μεγαλύτερη σε διάρκεια και η πολυπλοκότερη του Μότσαρτ. Δεν είναι γνωστό εάν η Συμφωνία του Διός ερμηνεύτηκε όσο ήταν εν ζωή ο συνθέτης. Εικάζεται ότι γράφτηκε προκειμένου να παρουσιαστεί υπό μορφήν τριλογίας μαζί με τις Συμφωνίες αρ. 39 και 40 σε περιοδεία στο Λονδίνο, το οποίο αποτελούσε προσφιλή προορισμό του συνθέτη, ο οποίος είχε άλλωστε πολλούς άγγλους φίλους στη Βιέννη. Σύμφωνα με τον κορυφαίο μουσικολόγο Σερ Τζωρτζ Γκρόουβ, η Συμφωνία αρ. 41 είναι «το σπουδαιότερο ορχηστρικό έργο του κόσμου που προηγήθηκε της Γαλλικής Επανάστασης». Σύνθεση ασυνήθιστα ευρείας κλίμακας που ξεχειλίζει από πληθωρική ενέργεια, η Συμφωνία αρ. 41 σε ντο μείζονα λέγεται ότι οφείλει την επονομασία «Του Διός» στον γερμανό μουσικό και ιμπρεσάριο Πέτερ Σάλομαν, ο οποίος μάλλον τη χρησιμοποίησε για πρώτη φορά σε έντυπο πρόγραμμα που συνόδευε την παρουσίαση της συμφωνίας στο Λονδίνο, το 1821. Το σοβαρό ύφος της, με τις λυρικές εξάρσεις και τον ενίοτε δοξαστικό χαρακτήρα, επηρέασε τις συμφωνίες των Χάυντν και Σούμαν, καθώς και την εξέλιξη της δομής της συγκεκριμένης μουσικής φόρμας κατά τη ρομαντική περίοδο.