Πρωτοπόρος, αντικομφορμιστής, βιρτουόζος. Αλλά και σεξιστής, αποικιοκράτης και… παιδόφιλος! Είναι μοιραίο η ζωή του ζωγράφου Πωλ Γκωγκέν να είναι γεμάτη αντιφάσεις. Για μερικούς ο Γκωγκέν είναι ένας μεγάλος μποέμ αποστάτης του μοντερνισμού, ο οποίος έσπασε τις μικροαστικές προκαταλήψεις και αναζήτησε τη ψυχική και δημιουργική απελευθέρωση σε εξωτικούς παραδείσους.  Για άλλους ήταν ένας δόλιος αλήτης, που εκμεταλλεύτηκε τον μύθο του ευγενή αποικιοκράτη για να ικανοποιήσει τις σαδιστικές ορέξεις του.

Ο Πωλ Γκωγκέν υπήρξε ένα από τους πιο «άξεστους», αλλά και ιδιοφυείς ζωγράφους του 19ου αιώνα, που σε καθήλωνε όμως με τις απολαυστικές και πολύχρωμες ζωγραφιές του, εμπνευσμένες από την ζωή στην Ταϊτή και στις Νήσους Μαρκέζας. Γεννημένος την επανάσταση του 1848 στο Παρίσι από έναν αριστερό δημοσιογράφο πατέρα και την κόρη -τι ειρωνεία!-της φεμινίστριας και ακτιβίστριας, Φλώρα Τρίσταν , ο Γκωγκέν πέρασε τα πρώτα του χρόνια στο Περού. Σαν έφηβος κατατάχθηκε στο εμπορικό ναυτικό. Μετέπειτα έγινε χρηματιστής και ξεκίνησε να ασχολείται περιστασιακά με τη ζωγραφική και να συλλέγει ιμπρεσιονιστικούς πίνακες. Το 1873 παντρεύτηκε τη Δανή Μετ Σοφί Γκαντ και μετακόμισε στην Κοπεγχάγη. Μαζί απέκτησαν πέντε παιδιά. Γνωστός για τον άστατο χαρακτήρα του, εγκατέλειψε την οικογένεια του και έφυγε για το Παρίσι. Συνέχισε να εργάζεται ως χρηματιστής. Με την κατάρρευση του χρηματιστηρίου το 1882, αποφάσισε να ασχοληθεί με την ζωγραφική ολοκληρωτικά και μαθήτευσε δίπλα στον Καμίλ Πισαρό.

Πωλ Γκωγκέν (1891)

Σύντομα άρχισε να πλήττει με τις αποπνικτικές κοινωνικές συμβάσεις της παριζιάνικης ζωής και των Ιμπρεσιονιστών. Εκστασιασμένος από τις ιστορικές καταγραφές που περιέγραφαν την ανέμελη ζωή των ιθαγενών και το ελευθεριάζον ήθος του τροπικού πολιτισμού, ο Γκωγκέν ήταν πια αποφασισμένος να στήσει το στούντιο του εκεί. «Στο ατελιέ μου στην τροπική ζώνη, μπορεί να γίνω σαν τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή της ζωγραφικής του μέλλοντος, αναζωογονημένος από έναν πιο φυσικό, πιο πρωτόγονο, και φυσικά λιγότερο κακομαθημένο τρόπο ζωής», έγραψε το 1890 στον φίλο του, Βίνσεντ βαν Γκογκ. Ο Γκωγκέν πέρασε δύο περιπετειώδεις μήνες στην Αρλ μαζί με τον Ολλανδό ζωγράφο. Εκεί ήταν που κατέστρωσε το σχέδιο διαφυγής του. Ξεκίνησε να πουλά πίνακες για να χρηματοδοτήσει το ταξίδι του και καπάρωσε με δόλο επιπρόσθετη οικονομική ενίσχυση από το Γαλλικό Υπουργείο Εκπαίδευσης και Καλών Τεχνών, λέγοντας πως θα καταγράψει τη ζωή στην Ταϊτή για την γαλλική κυβέρνηση.

Το πνεύμα των νεκρών αγρυπνά

Το πνεύμα των νεκρών αγρυπνά (Manao tupapau) – 1892

Το πολυπόθητο ταξίδι γίνεται και ο Γκωγκέν φτάνει το 1981 στην Παπεέτε. Αντιλαμβάνεται πως η γαλλική αποικιοκρατία και οι εκκλησιαστικές ιεραποστολές έχουν καταστρέψει το ουτοπικό του όραμα και είχαν δυτικοποιήσει αισθητά την Ταϊτή. Όπως περιγράφει και ο ίδιος «Ήταν η Ταϊτή των παλιών χρόνων που ερωτεύτηκα. Ότι βλέπω τώρα με γεμίζει με αποστροφή». Ο Γκώγκεν όμως ήταν αποφασισμένος να ζήσει το όνειρο του. Έτσι, δημιουργεί μία ψευδαίσθηση, τόσο στους καμβάδες, όσο και στα γραπτά του. Ζωγραφίζει πίνακες όπου το γαλλικό αποικιοκρατικό καθεστώς  απουσιάζει, ενώ νεαρά σκουρόχρωμα κορίτσια λιάζονται γυμνά μέσα στην θερινή ραστώνη. Τα φωτεινά τροπικά υφάσματα που βλέπουμε στους πίνακες του είχαν εισαχθεί από την Ευρώπη, και ο μυστικισμός που προσπάθησε να απεικονίσει είναι ένα υβρίδιο ευρωπαϊκών και αρχαίων ταϊτινών εθίμων. Μία και από αυτές τις πολυνησιακές ζωγραφιές είναι και ο πίνακας «Το πνεύμα των νεκρών αγρυπνά».

Η δύναμη, αλλά και ο ερωτισμός που αποπνέει αυτή η ζωγραφιά δεν μας προετοιμάζει για την άβολη ιστορία της.  Το μοντέλο του πίνακα που ονομαζόταν Teha’amana ήταν η έφηβη ντόπια γυναίκα του Γκωγκέν, η οποία ήταν μόλις δεκατριών χρονών. Η κοπέλα λειτουργούσε για τον ζωγράφο πέρα από μοντέλο και σαν ένα είδος σεξουαλικού σκλάβου. Ο πίνακας δημιουργήθηκε ύστερα από μία νύχτα, που ο Γκωγκέν έφθασε αργά στο σπίτι. Σύμφωνα με τις καταγραφές του, βρήκε την κοπέλα ξαπλωμένη στο κρεββάτι, γυμνή και παγωμένη. Τα μάτια της ήταν γεμάτα τρόμο. Το μικρό κορίτσι φοβόταν να κοιμηθεί μόνο του. «Με πήρε» του φώναξε με μία αγωνία στο πρόσωπο της. Η έφηβη πίστευε πως ο αρχαίος δαίμονας Tupapaus, ήρθε να κατοικήσει στο κορμί της. Ο τυνησιακός θρύλος έλεγε πως ένα αρχαίο πνεύμα  επισκέπτονταν το βράδυ του ντόπιους και «γέμιζε» την άυπνες νύχτες τους, με το να καταλαμβάνει τα σώματα και την ψυχή τους.

Είναι πολύ πιθανό το κορίτσι να είχε ακούσει την ιστορία από τη γιαγιά της και με την αθωότητά της πίστεψε πως δεν μπορεί να κοιμηθεί γιατί το πνεύμα Tupapaus ήρθε να την κυριεύσει. Ο Γκωγκέν μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο αντικρίζει αυτό το παιδαριώδες θέαμα, και εμπνέεται τον πίνακα.

Σύγχρονοι ιστορικοί αμφισβητούν αυτή την εκδοχή, θεωρώντας πως η ιστορία αποτελεί δημιούργημα του Γκωγκέν. Μάλιστα, για τον πίνακα υπάρχει και μία διαφορετική ερμηνεία, που πλήττει ακόμα περισσότερο την εικόνα του ζωγράφου. Ο φόβος στο πρόσωπο του κοριτσιού ίσως πηγάζει από τις βίαιες αντιδράσεις του ζωγράφου, καθώς πηγές λένε πως χτυπούσε και την γυναίκα του, Μετ. Ο καθηγητής ιστορίας της τέχνης στο πανεπιστήμιο του Northwestern, Stephen F. Eisenman, έχει χαρακτηρίσει τον πίνακα ως μία «πραγματική εγκυκλοπαίδεια του αποικιοκρατικού ρατσισμού και μισογυνισμού».

Ασωτίες

Πότε θα παντρευτείς; (1892)

Πέρα από την Teha’amana ο Γκωγκέν είχε παντρευτεί στην Πολυνησία και δύο ακόμα ανήλικα κορίτσια, ηλικίας δεκατεσσάρων ετών. Και τα δύο κορίτσια, καθώς και το κορίτσι του πίνακα προσβλήθηκαν από σύφιλη, την οποία τους μετέδωσε ο Γκωγκέν. Φυσικά, ο ζωγράφος διατηρούσε ευκαιριακές σχέσεις με μεγάλο αριθμό ιθαγενών κοριτσιών έναντι χρηματικής αμοιβής ή δώρων, τα οποία επίσης μόλυνε με σύφιλη.

«Αυτό που πραγματικά θέλω είναι μία γωνία για τον εαυτό μου που θα είναι άγνωστη στον υπόλοιπο κόσμο», έγραψε στον φίλο και συνεργάτη του, Émile Bernard. Και όντως διέσχισε την Γαλλία και τους ωκεανούς για να βρει αυτό το μέρος, χωρίς να νοιάζεται όμως για τους γύρω του. Από τον πολυαγαπημένο του εξωτικό παράδεισο έφυγε μόνο μία φορά και επέστρεψε προσωρινά στην Γαλλία. Πίστευε πως οι συμπατριώτες του θα τον υποδεχτούν με δάφνες. Ωστόσο, η πραγματικότητα τον διέψευσε. Δεν κατάφερε να πουλήσει κανέναν πίνακα του και έτσι επέστρεψε ηττημένος στις νήσους Μαρκέζας. Εν τω μεταξύ η σύφιλη του κατασπάραζε όλο και περισσότερο το κορμί. Πέθανε μόνος και έρημος το 1903, αποκομμένος από τον έξω κόσμο και ζώντας στον φανταστικό κόσμο της Ταϊτής που ο ίδιος είχε πλάσει.

Ο Πωλ Γκωγκέν εκτιμήθηκε αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του. Αποτέλεσε τη βασική επιρροή του Πάμπλο Πικάσο και επηρέασε πολλά καλλιτεχνικά ρεύματα του 20ου αιώνα και ιδιαίτερα το ρεύμα του φοβισμού.

Ο πίνακας αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην γκαλερί Albright-Knox, στις Ηνωμένες Πολιτείες.