“Η Γεροντοκόρη του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, που ολοκληρώθηκε στα 1836, αποτελεί σταθμό στην ιστορία της λογοτεχνίας αλλά και του Τύπου” θα διαβάσουμε στον πρόλογο του βιβλίου που επιμελήθηκε ο μεταφραστής Ζήσης Σαρικάς. Το βιβλίο ανήκει στο μεγαλεπήβολο λογοτεχνικό κόσμο που ήθελε να χτίσει ο Μπαλζάκ υπό τον τίτλο Ανθρώπινη κωμωδία. Δυστυχώς για τον ίδιο και για εμάς, αυτό το φιλόδοξο σχέδιο των τριών κύκλων που είχε στο μυαλό του ο συγγραφέας της Ευγενίας Γκραντέ δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, ούτε καν ο πρώτος.

Το βιβλίο αυτό γράφτηκε το 1836 και είναι ένα εξαιρετικό δείγμα γραφής του πνεύματος και της φιλοσοφίας του Μπαλζάκ, πρόθεσή του ήταν να αναδείξει την δυσκολία και την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων, τις εξαρτήσεις, τα πάθη, τις παλινωδίες αλλά παράλληλα να καταδείξει και τις ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής μέσα από ένα δικό του προσωπικό πρίσμα.

Ο Μπαλζάκ με δεξιοτεχνία καταφέρνει να συναρπάσει τον αναγνώστη με τον χειμαρρώδη λόγο του, την σατιρική του διάθεση, τις γνώσεις του και την διδακτική όσο και στοχαστική του ματιά.

Ανάμεσα στο ιστορικό και το φανταστικό

Ο Μπαλζάκ παρατηρητής της κοινωνίας – θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε τα γραπτά του λογοτεχνικούς πίνακες ηθών – εντάσσει στα μυθιστορήματά του και τις νουβέλες του στοιχεία από την πραγματική ζωή εμποτίζοντάς τα με φανταστικά στοιχεία και ονόματα που επινοεί. Και όλο αυτό για να προκύψει ένα πάντρεμα που θα του επιτρέψει να μιλήσει ανοιχτά και απροκάλυπτα για όλα αυτά που στοχάζεται και επιθυμεί να εκφράσει, δηλαδή μια κοινωνία ανθρώπων έρμαια των άστατων ερώτων, των ασίγαστων παθών, των ανεξέλεγκτων εξάρσεων, των εσωτερικών ψυχολογικών αναταράξεων.

“Το μπαλζακικό κείμενο οικοδομείται από τόσο λεπτομερείς περιγραφές που μπορεί να φανεί καμιά φορά κουραστικό. Ωστόσο πρέπει να θυμόμαστε ότι όλο το μπαλζακικό σύστημα στηρίζεται σε αυτές τις λεπτομέρειες, αληθινές γέφυρες ριγμένες ανάμεσα στον μυθιστορηματικό και στον πραγματικό κόσμο”. Ο Μπαλζάκ παραθέτει πλήθος χαρακτήρων για να δείξει την πολυπλοκότητα των κοινωνικών σχέσεων, την συνεχή αλλαγή στις ερωτικές περιπτύξεις που προκύπτουν από την μετάβαση από τον έναν σύντροφο στον άλλον, ένα παιχνίδι συνεχόμενων εναλλαγών που μαρτυρά την ευθραυστότητα και την τρωτότητα των ανθρώπων. Καταδεικνύει όμως και μία κλιμακούμενη ματαιοδοξία και μια μη πραγμάτωση, μία ατελέσφορη διαδικασία για το ιδανικό που οδηγεί σε πλήρη αδιέξοδα, τραγικά πολλές φορές.

Μια γυναίκα αιχμάλωτη από τις κοινωνικές επιταγές

Ο Μπαλζάκ σατιρίζει και καυτηριάζει αυτήν την πραγματικότητα που τέλος δεν έχει και προκαλεί παρεξηγήσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, καθιστώντας τους πρωταγωνιστές και ήρωές του αναξιόπιστους, αδύναμους να αγαπήσουν πραγματικά και σε συνεχόμενη ρήξη με τα ίδια τους τα θέλω. Μέσα σε ένα περιβάλλον κοινωνικά και ιστορικά άστατο και ρευστό, ρευστές παραμένουν και οι ανθρώπινες επαφές που δημιουργούν απρόβλεπτες καταστάσεις, όπως η αυτοκτονία του Αθανάσιου εμπρός στο αδιέξοδο του έρωτα ή η απόγνωση της δεσποινίδος Κορμόν που μαθαίνει πως ο υποψήφιος αγαπητικός της είναι παντρεμένος και γύρω της το σύμπαν καταρρέει.

Η γεροντοκόρη ολισθαίνει όλο και περισσότερο σε μία θλιβερή για την ίδια κατάσταση και συγκυρία, χάνει έδαφος και με βασανιστικό ρυθμό γίνεται θύμα ενός συμβιβασμού που την καθηλώνει στο τίποτα. Αιχμάλωτη των καταστάσεων που της επιβάλλονται, δέχεται την συνθηκολόγηση και παντρεύεται έναν άνθρωπο που δεν αγαπά παρά τον αποδέχεται μόνο και μόνο για να μην την σχολιάζει η μικρή κοινωνία στην οποία ζει, θύμα και όμηρος κοινωνικών επιταγών χωρίς αντίκρισμα.

Με στοχαστική διάθεση και κλίση προς έναν φιλοσοφικό προβληματισμό που δεν έχει απάντηση αλλά αιωρείται ο Μπαλζάκ γράφει: “…πρέπει ίσως να σκεφτούμε τους νέους που υποφέρουν για τις πρώτες επιθυμίες τους που καταπνίγονται ακριβώς τη στιγμή που όλες οι δυνάμεις τους βρίσκονται σε ετοιμότητα, τους καλλιτέχνες τους άρρωστους από την ιδιοφυΐα τους την πνιγμένη από το σφιχταγκάλιασμα της φτώχειας, τα ταλέντα τα οποία στην αρχή αντιμετώπιζαν διωγμούς, δεν είχαν στηρίγματα, συχνά ούτε φίλους, αλλά στο τέλος θριάμβευσαν πάνω στη διπλή αγωνία του πονεμένου σώματος και τη καταπληγωμένης ψυχής τους”.

Αυτή είναι η πεμπτουσία της μπαλζακικής σκέψης, μία διείσδυση σε έναν ανθρώπινο κόσμο σπαρμένο από αμφιβολίες και δισταγμούς, από αντιστάσεις που εξαϋλώθηκαν, από λαχτάρες που έκαψαν καρδιές και διαμέλισαν συνειδήσεις, από αλληλουχία καταιγιστικών εξελίξεων για τις οποίες κανείς δεν μπορεί να κάνει την οποιαδήποτε πρόβλεψη. Ο Μπαλζάκ παραδίδει στον αναγνώστη το κλειδί εκείνο με το οποίο ανοίγει την πόρτα που θα του αποκαλύψει όλο εκείνες τις διεργασίες που η καρδιά και η ψυχή ελέγχουν αφήνοντας την λογική παραμερισμένη και σε δεύτερη μοίρα.

Η πόλη του Αλενσόν γίνεται το μέτωπο των “συγκρούσεων” ανάμεσα σε αριστοκράτες και δημοκράτες, εκεί χτυπάει η καρδιά των αντιπαραθέσεων σε μία εποχή που οι πολιτικές και ιστορικές διεργασίες αντανακλούν πάνω σε μία κοινωνία σε σύγχυση. Ο Μπαλζάκ δεν χάνει την ευκαιρία να φέρει στην επιφάνεια θεμελιώδεις διαφορές και νοοτροπίες σε μια περίοδο που όλα είναι υπ’ ατμό ο ιστορικός χρόνος σε συνεχή στροβιλισμό. “Αυτή η κοινωνία, η τόσο ειρηνική φαινομενικά, ήταν κατά βάθος τόσο ταραγμένη όσο μπορούν να είναι οι διπλωματικοί κύκλοι όπου η πανουργία, η καπατσοσύνη, τα πάθη, τα συμφέροντα συγκεντρώνονται γύρω από τα σοβαρότερα ζητήματα κάθε χώρας”.

Η δική του χώρα, η Γαλλία, βρίσκεται σε μία κατάσταση πολιορκίας και σε έναν εν δυνάμει μικρό εμφύλιο όπου οι διαφορετικές ομάδες θα βρεθούν στο επίκεντρο ισχυρών αντιπαραθέσεων, σε ένα θέατρο που κανείς δεν ξέρει ποιος θα παραμείνει επάνω στην σκηνή. Ο Μπαλζάκ με την ευφυΐα του, τα λεκτικά του παιχνίδια και την αφηγηματική του δεινότητα θα γράψει την δική του ιστορία και θα εντρυφήσει με την πένα του σε όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω του καταγράφοντας πρόσωπα και καταστάσεις έτσι όπως μόνο ο ίδιος γνωρίζει!


Αποσπάσματα

“Η ιδιοφυΐα ενεργεί με δύο τρόπους: ή παίρνει αυτό που της ανήκει μόλις το δει {…} ή περιμένει να ‘ρθουν να τη βρουν όταν καταφέρει να αναδειχτεί κάπως”.

“Μια κοπέλα μπορεί να φτάσει πολύ μακριά αν μπει σε πειρασμό από μια επιθυμία και αν αρχίσει να περπατάει σ’ ένα δρόμο με απάτες”

“…κανένας άνθρωπος δεν έχει μια ζωή τόσο απλή όσο την παρουσιάζουν εκείνοι που τον ζηλεύουν”.