Η «Φάρμα των ζώων» (1945) είναι η πρώτη οργανωμένη απόπειρα του Όργουελ να συνδυάσει στα μυθιστορήματά του ευφάνταστη πλοκή και πολιτική σκέψη. Γραμμένη στον απόηχο του Ισπανικού Εμφυλίου, απέβλεπε σε μια ευθεία στηλίτευση των τρόπων με τους οποίους επιβάλλονταν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, αλλά και των μηχανισμών σταθεροποίησης της ισχύος τους. Αντλώντας μοτίβα από ανερχόμενες κουλτούρες της εποχής (π.χ. τα καρτούν) και δημοφιλή αναγνώσματα (π.χ. «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ»), ως θεματολογία και υφολογία, απλώνεται από το χώρο της παιδικής και εφηβικής μυθοπλασίας μέχρι και σε προβληματισμούς για τη φύση της εξουσίας, χωρίς, παρόλα αυτά, να προχωρά σε εμβάθυνση τους.

Η επιτυχία της «Φάρμας» υπήρξε τεράστια, αλλά ήρθε καθυστερημένα και αυτό λόγω της αντίστασης της Δύσης να εγκύψει στα εσωτερικά ζητήματα της Σοβιετικής Ένωσης, σε μια εποχή που το κεντρικό διακύβευμα ήταν η συσπείρωση δυνάμεων για την κατατρόπωση του κοινού εχθρού: του ναζισμού. Είναι προφανές ότι ο συγγραφέας με το δίπολο Ναπολέων-Σνόουμπολ υπαινίσσεται την αντιπαλότητα μεταξύ Στάλιν και Τρότσκι, με τις ιδέες του οποίου συμπαρατασσόταν και ο ίδιος. Αυτή η αλληγορική φυσιογνωμία του έργου ήταν και η αιτία που το κατέστησε επιδεκτικό σε κριτικές συχνά μειωτικές σε σχέση με τη λογοτεχνική αξία του με κύριο επιχείρημα τη χρήση συμβολικών αναχωμάτων. Και είναι αλήθεια ότι τα ζώα που περιγράφει ο Όργουελ (τα εξουσιομανή γουρούνια, τα εργατικά άλογα, το δύσπιστο γαϊδούρι, τα πειθήνια πρόβατα κ.ο.κ.) αντιστοιχίζονται με αναγνωρίσιμους τύπους, μέσω των οποίων αμβλύνονται, ελλείψει της στενής συνθήκης του «χαρακτήρα», οι διαχωρισμοί ανάμεσα στο ζωώδες και το ανθρώπινο. Ωστόσο, υπάρχει μια δυναμική σταδιακής παράλλαξης των μορφών των ζώων. Από αυθεντικές, συμπαθητικές εικόνες μέσα στο φυσικό περιβάλλον μετατρέπονται σε πρωταγωνιστές μιας δυστοπίας, όπου το είδος του ανθρώπου φαντάζει υποβαθμισμένο και τείνει να εξαλειφθεί.

Η πολιτική τοποθέτηση του Όργουελ εδράζεται σε μια οξεία κριτική στις πρακτικές που στερέωσαν τον σταλινισμό, καθώς και στη βούλησή του για επιστροφή στις θεμελιώδεις αρχές του σοσιαλισμού και για διόρθωση των αδικιών που διαπράχθηκαν σε βάρος του. Ανυψώνει την ιδέα της αντίστασης σε κάθε μορφή εκμετάλλευσης, αποδοκιμάζοντας παράλληλα κάθε μέθοδο εργαλειοποίησής της με στόχο την επιβολή μιας δεσποτικής ιεραρχίας. Αν κάτι προβάλλεται με ιδιαίτερη ενάργεια στο έργο είναι το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στις μεγάλες προσδοκίες του ιδεαλισμού και τη βίαιη πρόσκρουση με τη ζοφερή πραγματικότητα. Παντού διαχέεται η αίσθηση μιας τυφλής υποταγής σε μια αρχή που κατασκευάζει πειστικές πολιτικές ρητορικές, ενώ η οποιαδήποτε αντίδραση σε αυτή αντικρούεται με τη διαρκή ανάκληση ενός ιδεατού φόβητρου. Όπως έλεγε και ο ίδιος «οι οπαδοί του ολοκληρωτισμού, εκκινώντας από την πεποίθηση ότι η απόλυτη αλήθεια είναι άπιαστη, θεωρούν ότι ένα μεγάλο ψέμα δεν είναι χειρότερο από ένα μικρό ψέμα». Κάπως έτσι υπονοούσε ο Όργουελ τη νόθευση της Ιστορίας και τις κυνικές «εκλογικεύσεις» από απολυταρχικά κέντρα. Μέσα σε αυτές τις συντεταγμένες, η «Φάρμα των ζώων» προσλαμβάνει τη διάσταση μιας αντιπροπαγάνδας που αντιπαραβάλλει στην έννοια της «εξουσίας» το αίτημα για «αξιοπρέπεια» και «αλήθεια».

Η σκηνοθεσία του Άρη Μπινιάρη και οι ερμηνείες

Επενδύοντας σε μια δική του προσαρμογή, αντί σε εκείνη του Πήτερ Χωλ, ο Άρης Μπινιάρης επέτρεψε στον αφηγηματικό πυρήνα να παραμείνει ζωντανός, πάντοτε σε οργανική συμπόρευση με μια δυναμική δραματοποίηση. Ως προς αυτό το σκέλος ενεργοποίησε τη «χορικότητα», την απόδοση, δηλαδή, της αναπαράστασης υπό τη μορφή ενός συνόλου, αποτελούμενου από στοιχεία μεταξύ τους ενοποιημένα, αλλά ταυτόχρονα διακριτά. Η σκηνοθεσία αξιοποίησε την υλικότητα των σωμάτων και την ιδιαίτερη παραστατική «ευφράδειά» τους μέσα από ένα πλέγμα αισθητικών αντιθέσεων και αλληλοκαλύψεων. Ακριβής συντονισμός, μεθοδευμένη κινητικότητα, μεστές κλιμακώσεις και λειτουργικές εκπλήξεις διοχέτευσαν παλμό στη δράση. Ευρυχωρία στην ανάπτυξη των «τύπων», αλλά και των διαλόγων (που συχνά παρέπεμπαν σε αγώνες λόγων), έδωσαν ένα στίγμα περιεκτικότητας και πυκνής συνάφειας με το πρωτότυπο κείμενο. Το συνολικό τοπίο (εικαστικό και μουσικό), μαζί σκοτεινό και ευφρόσυνο, απόκοσμο και παιγνιώδες, μετέδιδε μια αίσθηση ελκυστικής αμφισημίας. Η επιλογή, μάλιστα, να αποτραπεί μια οριζόντια απόδοση των μορφών των ζώων μέσω μασκών και να επιστρατευτούν «σημεία» της όψης, δηλωτικά της ταυτότητάς τους, εξέπεμπε μια αύρα δημιουργικής αφαίρεσης με έντονα στοιχεία θεατρικότητας.

Το σύνολο εγκολπώθηκε με συνέπεια τη σκηνοθετική οδηγία, αλλά και κάθε καλλιτέχνης χωριστά, με επίγνωση του χώρου που του αναλογεί, έδωσε ένα «παρών» σταθμισμένο και σε συνάρτηση με το ομαδικό πνεύμα. Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος (Ναπολέων) συσπείρωσε ποικίλες αναφορές και συμβολισμούς της αυταρχικής φύσης. Ο Μιχάλης Βαλάσογλου (Σνόουμπολ) υπήρξε ένα ισότιμο και υποκριτικά αποκρυσταλλωμένο αντίβαρο. Ο Κώστας Μπερικόπουλος κινήθηκε με αίσθηση σκηνικής οικονομίας και μιας γόνιμης στοχαστικής απόστασης. Με εκφραστική πληθωρικότητα και σθένος η Βάσω Καβαλιεράτου και η Ελένη Μπούκλη. Με αφοπλιστικούς τόνους τραγικότητας η Ιωάννα Μαυρέα. Η παρουσία όλων ανεξαιρέτως των συντελεστών κυμάνθηκε σε υψηλά ερμηνευτικά επίπεδα.
Συμπέρασμα: Ακόμα μία ευτυχής στιγμή για τη φετινή καλλιτεχνική παρουσία του Εθνικού Θεάτρου.

Διαβάστε επίσης:

Φάρμα των ζώων, του Τζώρτζ Όργουελ στο Εθνικό Θέατρο