«Τα παιδιά του ήλιου», παίζουν στη σύγχρονη σπονδυλωτή δημιουργία του Γάλλου συγγραφέα: «La reunification des deux Corees», (Theatre Odeon 2013).

J.Pommerat και Νίκος Μαστοράκης θεατρικά προκλητικός συνδυασμός, ενώνουν το ταλέντο τους, εστιάζοντας στο αδιέξοδο της αγάπης.

Μία μελέτη πάνω στο ισχυρότερο ανθρώπινο συναίσθημα, που αφορά σε όλα τα είδη των σχέσεων και είναι στενά συνδεδεμένο με την απώλεια.

Ο θεματικός πυρήνας επικεντρώνεται στον πόνο, που έπεται, όταν οι άνθρωποι συνειδητοποιήσουν ότι «η αγάπη δεν φτάνει». Σκέπτονται, αναρωτιούνται, διαπιστώνουν και αυτοαναιρούνται. Καταστάσεις αναμενόμενες, καθώς η ανατομία των επαφών παραπέμπουν σε πιο σκοτεινά πεδία, όπως η απουσία εαυτού και η έλλειψη εμπιστοσύνης. Συγκρούσεις και ανείπωτες αγκυλώσεις παράγονται με αφθονία.

Και αν λάβουμε υπόψη τη Φροϋδική ρήση, πως ο άνθρωπος είναι προϊόν των τραυμάτων της παιδικής του ηλικίας, τότε εξηγούνται πολλά. Το έλλειμμά του στο διαπροσωπικό στίβο, ευθύνεται καθοριστικά, σχετικά με το πόσο ικανός είναι να αγαπήσει. Συνήθως πρωταγωνιστεί το πάθος με όλες τις εκδοχές του, ένα συναίσθημα θυελλώδες, μεγάλου βεληνεκούς, αλλά μικρής διάρκειας.

Το κείμενο μεταφρασμένο επιτυχώς από τη Μ. Κάλμπαρη, μας ξεναγεί σε ένα μωσαϊκό ατομικών περιπτώσεων και προβλημάτων.

Μικρές ιστορίες-εικόνες μιλούν με μελαγχολία, μεταφυσική διάθεση, ωμότητα και σαρκασμό για τις προδομένες αγάπες και τα αναπόφευκτα τέλματα.

Οικογένειες, εραστές, σύζυγοι, φίλοι, συνεργάτες ακόμα κι όταν καταφέρουν να αγαπηθούν, νιώθουν πως το κενό παραμονεύει ανίκητο και απειλητικό.

Στριφογυρίζουν μέσα σε ένα σιδερένιο λαβύρινθο, «άνετοι» ή θλιμμένοι με μπόλικες δόσεις σκληρότητας ή χιούμορ κατά περίσταση. Το ενδεικτικό σκηνικό του Αλέξανδρου Λαγόπουλου ως ζωτικό στοιχείο του δραματικού ιστού, αναπνέει και εξελίσσεται, «ερμηνεύοντας» το έργο μαζί με τους ηθοποιούς.

Λιτό και μετρημένο, ωστόσο συμβολίζει πεντακάθαρα την ασφυξία των κοινωνικών δεσμών και το ευμετάβολο/ άκαμπτο των σχέσεων.

Θίγεται το χάος, η σύγχυση και η ψυχική αναταραχή, όταν κλονιστεί το ουσιαστικό έρεισμα της αγάπης, που είναι η εμπιστοσύνη. Τότε χρεοκοπούν τα όνειρα και οι όποιες προσδοκίες, μεταποιώντας την άλλοτε πολλά υποσχόμενη κοινή πορεία σε ανυπέρβλητο εμπόδιο ατομικής ύπαρξης.

Η θεατρική αυτή δουλειά πραγματεύεται με αιρετικό τρόπο το απόκρημνο των σχέσεων μέσα σε μια κοινωνία που νοσεί. Μία κοινωνία, που εξαγοράζει το υγιές, στο όνομα της καχυποψίας και της διαφορετικής αντίληψης της πραγματικότητας από τα συμβαλλόμενα μέρη. Ένας κυκεώνας συναισθημάτων, σκέψεων και εικόνων αναδίδουν το άρωμα του βασικού ερωτήματος, τί είναι αγάπη και αν υπάρχει. Είναι επινόηση μέσα σε ένα απελπιστικό σχεσιακό σύμπαν, ένα παιχνίδι του μυαλού ή κάτι άλλο, που τόσο καταλυτικά επηρεάζει τις ζωές;

Οι ήρωες του έργου υποφέρουν και αντιμετωπίζουν την έλλειψή της ως μία τεράστια άβυσσο. Δεν αντέχουν την απώλεια αυτή και αισθάνονται ανεπαρκείς και ανάπηροι να αυτοπροσδιοριστούν. Χαμένοι μέσα σε ένα δυστοπικό περιβάλλον προβληματίζονται βασανιστικά, κατά πόσο η αγάπη ως έννοια εκφαίνεται ως επικίνδυνη και υπερτιμημένη.

Είναι ένα ιδανικό, που κατασκευάστηκε για να καλύψει προσωπικές και κατ´επέκταση κοινωνικές ανάγκες; Και όταν αυτό δεν συμβαίνει, παράγονται αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές, που ταιριάζουν περισσότερο σε δείγματα αρρώστιας;

Απόψεις, εντυπώσεις, επιθυμίες ακυρώνονται, όταν η έλξη φθίνει και το αίσθημα αποβαίνει προσωρινό, σκιαγραφώντας την επικοινωνία ως ανελαστική.

Ένα γκροτέσκο κλίμα μας μεταδίδει αυτή η εξαιρετική παράσταση, θεμελιωμένη σε βάσεις με παιγνιώδη δραματική διάσταση και ερμηνείες με βάθος.

Η σκηνοθετική γραμμή αβανταδόρικη, πολυκύμαντη, ευέλικτη, ευφάνταστη, ατμοσφαιρική, βάζει το θεατή «μέσα». Πλάθει ένα αρχιτεκτόνημα, που ακροβατεί ανάμεσα στο περαστικό/πρόχειρο και το ιδεατό/μοιραίο. Ο Ν. Μαστοράκης κτίζει ένα έργο με πυκνότητα και καλλιτεχνικό ύφος με goth πινελιές.

Η διανομή των ηθοποιών πετυχημένη, με την Ιωάννα Μαυρέα να ξεχωρίζει. Το ταμπεραμέντο της λάμπει πάνω στο θεατρικό σανίδι και παίζει με υποκριτική δεινότητα, την ποικιλία των χαρακτήρων, που υποδύεται. Έχει τον τρόπο της να καθηλώνει το κοινό.

Επίσης υπέροχοι η Λουκία Μιχαλοπούλου, με την πειστική της θεατρική αύρα και ο ταλαντούχος όσο και έμπειρος Γεράσιμος Γεννατάς.

Κλέων Γρηγοριάδης, Θωμάς Τοκάκης, Κων/να Τάκαλου, Θεοδώρα Τζήμου και Άλκηστις Ζιρώ σκιτσάρουν με περισσότερες ή λιγότερες ευκαιρίες ερμηνείας τους ρόλους τους.

Η επιμέλεια κίνησης της Βάλιας Παπαχρήστου, τα ταιριαστά κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ και οι υπαινικτικοί φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου, συμπληρώνουν το άρτιο αποτέλεσμα.

Μία παράσταση συμπαγής, με αισθητική, έντονα διαχρονική, που καταφέρνει να αποδώσει το τραγικό μέγεθος των ερμηνευτών.


Διαβάστε επίσης: 

Η επανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα (II), στο Θέατρο Τέχνης