Μπορεί να μην είχε κάποια σχέση με το πολύτιμο μπιζού της γαλλικής κινηματογραφίας, την Μπριζίτ Μπαρντό, τη σπάνια ομορφιά της Ανούκ Εμέ ή την εκρηκτική προσωπικότητα της Ζαν Μορό, αλλά η Σιμόν Σινιορέ διέθετε μια διαχρονική γοητεία, μία περιζήτητη υποκριτική ικανότητα και μία ζηλευτή προσωπικότητα για το χώρο του θεάματος.

Ήταν καλλιεργημένη, διανοούμενη, μία ισχυρή προσωπικότητα, με τεράστια αποδοχή στους κύκλους πνευματικών ανθρώπων, με αυτοπεποίθηση και ερμηνείες που την έκαναν ένα από τα στέρεα σύμβολα του παγκόσμιου σινεμά. Λέγεται ότι αυτοί ήταν και οι λόγοι που τη ζήλευε η Μέριλιν Μονρόε, το απόλυτο sex symbol, η οποία ταλαιπωρήθηκε από τον σκοτεινό κόσμο του Χόλιγουντ, πολλές δεκαετίες πριν το “Me Too”, όταν η σεξουαλική κακοποίηση -ακόμη και ανηλίκων- ήταν απλώς ένα νομικό πρόβλημα, αλλά βασικά ένα κοινό μυστικό, ένα καθεστώς για τα πολυτελή σαλόνια και γραφεία των μεγαλοπαραγωγών και παραγόντων του Χόλιγουντ. Η Μονρόε θα συνάψει ερωτική σχέση με τον άνδρα της Σινιορέ, Υβ Μοντάν, θα πληγώσει ανεπανόρθωτα την Γαλλίδα ηθοποιό και θα δημιουργήσει μία ρωγμή στο γάμο της με τον γόη σταρ, αλλά ποτέ δεν της πήρε αυτά που είχε κατακτήσει στη διαδρομή της.

Συμπληρώνοντας 100 χρόνια από τη γέννησή της, θα πρέπει να σταθούμε σε ορισμένες σημαντικές στιγμές της καλλιτεχνικής της σταδιοδρομίας και φυσικά στο εμβληματικό φιλμ “Οι Διαβολογυναίκες”, όπως και το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, το πρώτο, που κέρδισε Γαλλίδα ηθοποιός.

Από το Βισμπάντεν στο Παρίσι

Η Σιμόν Ενριέτ Σαρλότ Καμινκέρ, που έγινε διάσημη ως Σιμόν Σινιορέ, υιοθετώντας το επίθετο της μητέρας της, Ζορζέτ Σινιορέ, θέλοντας να κρύψει τις εβραϊκές ρίζες του πατέρα της στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου του 1921, στο Βισμπάντεν της Γερμανίας από Γάλλους γονείς. Όταν η οικογένειά της εγκαταστάθηκε σε προάστιο του Παρισιού δίπλα στον Σηκουάνα, η Σινιορέ συναναστράφηκε με διανοούμενους και όταν ενηλικιώθηκε δίδασκε λατινικά και αγγλικά. Κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής στη Γαλλία, έγινε μέλος μιας ομάδας καλλιτεχνών και αποφάσισε να γίνει ηθοποιός.

“Ελεύθερων ηθών”

Η γοητεία της, η γήινη ομορφιά της και το πάθος που έβγαζε στο ανδρικό κοινό, κατά τα πρώτα της βήματα στο σινεμά, παραλίγο να τη βάλουν στη μανιέρα της ηθοποιού που έπαιζε κυρίως την γυναίκα “ελεύθερων ηθών”. Οι τίτλοι μερικών ταινιών της δεκαετίας του ‘40 είναι ενδεικτικοί: “Μπολερό”, “Ο Άγγελος της Νύχτας”, “Κορίτσι για Όλα”, “Γυναίκες στο Πεζοδρόμιο”, “Μετά την Αμαρτία”, “Το Κορίτσι του Δρόμου”, “Εμπόριο Σαρκός”, “Η Αφροδίτη του Υποκόσμου”, “Ερωτικό Γαϊτανάκι”.

Διαβολογυναίκα

Όμως όλα θα αλλάξουν για την Σιμόν Σινιορέ τη δεκαετία του ‘50 και σύντομα θα καθιερωθεί ως κορυφαία πρωταγωνίστρια, πολύ πιο σύνθετων ρόλων, χωρίς να υποτιμώνται οι ερμηνείες των πρώτων της ταινιών. Η αρχή έγινε με την τεράστια επιτυχία του Μαξ Όφιλς “Σχολείο του Έρωτα”, μια ταινία που απαγορεύτηκε στις ΗΠΑ λόγω υποτιθέμενης ανηθικότητας. Το 1952 θα κερδίσει το βραβείο της βρετανικής ακαδημίας κινηματογράφου (BAFTA) για το “Χρυσό Κράνος”, ένα φιλμ απαγορευμένου έρωτα και εγκλήματος, που γύρισε ο Ζακ Μπεκέρ.

Η άνοδός της θα είναι σημαντική και στις επόμενες ταινίες, αλλά το 1955 θα απογειωθεί το όνομά της, πρωταγωνιστώντας σε ένα από τα καλύτερα φιλμ νουάρ όλων των εποχών, που γύρισε ο σπουδαίος Ανρί Κλουζό. Πρόκειται για το κλασικό πια φιλμ “Οι Διαβολογυναίκες”. Πεσιμισμός, μουντή, ζοφερή ατμόσφαιρα, αγωνία που κόβει την ανάσα και μία γοητεία που διατηρεί αναλλοίωτη μέχρι και σήμερα. Το θέμα, για την εποχή της, τουλάχιστον πρωτότυπο. Δυο γυναίκες, σύζυγος και ερωμένη, δολοφονούν τον βάναυσο σύζυγο και εραστή. Η ταινία φτάνει στα όρια του τρόμου, με πολλά μεταφυσικά στοιχεία και πολυεπίπεδη θεματολογία, ενώ καταφέρνει να ανεβάζει συνεχώς τις στροφές της αγωνίας. Η Σιμόν Σινιορέ παίζει δίπλα στη σύζυγο του σκηνοθέτη, την επίσης, υπέροχη και αδικοχαμένη, Βέρα Κλουζό και τους Σαρλ Βανέλ και Πολ Μερίς.

Το πρώτο Όσκαρ σε Γαλλίδα

Η θριαμβευτική πορεία της θα συνεχιστεί με ένα ακόμη BAFTA το 1957, για την ερμηνεία της στις “Μάγισσες του Σάλεμ”, του Ρεϊμόντ Ρουλό. Ενώ το 1959 θα είναι η πρώτη Γαλλίδα ηθοποιός που θα κατακτήσει το Όσκαρ, αλλά και το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Καννών, για το ρομαντικό δράμα “Στον Ανεμοστρόβιλο των Παθών”, σε σκηνοθεσία Τζακ Κλέιτον κι έχοντας δίπλα της τον Λόρενς Χάρβεϊ. Μετά την παγκόσμια αναγνώρισή της θα έχει πολλές προτάσεις από το Χόλιγουντ, αλλά προτίμησε να συνεχίσει να δουλεύει στην Ευρώπη. Πάντως, θα παίξει τη δεκαετία του ‘60 σε κάποιες ταινίες του Χόλιγουντ, με σημαντικότερες “Ο άνθρωπος με το στίγμα” (1962) πλάι στον Λόρενς Ολίβιε και “Το πλοίο των τρελών” (1965) σε σκηνοθεσία Στάνλεϊ Κράμερ, που της χάρισε μια ακόμη υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου.

Η πληγή

Ωστόσο, όπως λέγεται, ο σοβαρότερος λόγος της μη εγκατάστασης της στο Χόλιγουντ υπήρξε η γνωστή ιστορία της ερωτικής “αταξίας” του Υβ Μοντάν, όταν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του εύθυμου μιούζικαλ “Έλα να Αγαπηθούμε” (1960) θα συνάψει ερωτική σχέση με την Μέριλιν Μονρόε, η οποία ήταν τότε παντρεμένη με τον Άρθουρ Μίλερ. Η αποκάλυψη του “παράνομου” έρωτα θα την πληγώσει και θα στιγματίσει τη σχέση της με τον Μοντάν, παρότι δεν θα χωρίσουν ποτέ, μέχρι και τον πρόωρο χαμό της το 1985, από καρκίνο.

Τα τελευταία δέκα χρόνια της πορείας της στον κινηματογράφο, θα γυρίσει ορισμένες αξιόλογες ταινίες ακόμη, όπως το θαυμάσιο αντιπολεμικό δράμα “Η Μεγάλη Στρατιά των Αφανών Ηρώων” του περίφημου Ζαν Πιέρ Μελβίλ, την “Ομολογία” του Κώστα Γαβρά και “Μαντάμ Ρόζα” δίπλα στον Αλέν Ντελόν.

Η Γαλλία δεν σταμάτησε να βγάζει σημαντικές ηθοποιούς και τις επόμενες δεκαετίες, αλλά η Σιμόν Σινιορέ θα είναι πάντα μία ανάμνηση εποχών που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Ίσως γιατί δεν ήταν μόνο η ερμηνευτική της ικανότητα, αλλά ο χαρακτήρας της, η προσωπικότητά της και οι επιλογές της που σχεδόν ποτέ δεν ξέπεσαν στη μετριότητα και την προσοδοφόρα ευκολία.

Πηγή: Χάρης Αναγνωστάκης, ΑΠΕ-ΜΠΕ

Κεντρική φωτογραφία θέματος: Ronald Grant