Το «ΖΩΟΛΟΓΙΟ/BESTIARIO» είναι μια παράσταση που συνδυάζει το θέατρο με την αρχαιολογία με σκοπό να προσεγγίσει τον αρχαιολογικό χώρο των Γουρνιών στην Ανατολική Κρήτη όχι από την πλευρά της ανθρώπινης δράσης, αλλά εστιάζοντας στα μη ανθρώπινα ζώα που τον έχουν κατοικήσει στο παρελθόν και τον κατοικούνε και σήμερα.

Το θέατρο και η αρχαιολογία αν και μοιάζουν μακρινά ως πεδία, στην πραγματικότητα τις τελευταίες δεκαετίες ενδιαφέρονται για μια σειρά από κοινά θέματα, όπως ο χώρος, το σώμα και οι εμπειρίες του, η λειτουργία της μνήμης, η σχέση με τις κοινότητες στις οποίες απευθύνονται. Έτσι πριν δέκα περίπου χρόνια ξεκίνησα να πειραματίζομαι πάνω σε μια σειρά από έργα που χρησιμοποιούν παραστασιακούς τρόπους για να προσεγγίσουν το αρχαιολογικό υλικό και ταυτόχρονα εξετάζουν πώς αρχαιολογικά εργαλεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη δημιουργία ενός site-specific θεατρικού έργου. Στην πράξη, στα περισσότερα από τα έργα αυτά, εντασσόμαστε με τους υπόλοιπους καλλιτέχνες στην αρχαιολογική ομάδα, σκάβουμε μαζί τους, και συμμετέχουμε στην μελέτη των ευρημάτων και την ανθρωπολογική έρευνα – ακολουθούμε δηλαδή την τυπική αρχαιολογική διαδικασία, με τη διαφορά ότι αυτό που προκύπτει στο τέλος δεν είναι ένα ακαδημαϊκό κείμενο, αλλά μια ενσώματη αφήγηση για τον εκάστοτε χώρο και τα ευρήματά του.

Η ιδέα για το «ΖΩΟΛΟΓΙΟ/BESTIARIO» γεννήθηκε μέσα από την ίδια την εμπειρία της ανασκαφής. Η αρχαιολογία στις επίσημες αφηγήσεις της έδινε και δίνει σταθερά έμφαση στις ανθρώπινες κοινωνίες και τα έργα τους. Τυπικά, είναι η επιστήμη που μελετά τον ανθρώπινο πολιτισμό του παρελθόντος μέσα από τα υλικά του κατάλοιπα. Η εικόνα, όμως, που αποκτά κανείς από την ίδια την ανασκαφή είναι πολύ διαφορετική. Σκάβοντας ερχόμαστε σε επαφή με μια πληθώρα άλλων ειδών: από τα εξημερωμένα ζώα που έζησαν στον εκάστοτε χώρο, ως τα διάφορα τρωκτικά και τα έντομα που τυχαία καλύφθηκαν από τα αρχαιολογικά στρώματα, ή και τα σαλιγκάρια, τα σκουλήκια και τους σκορπιούς που ζούνε σήμερα κάτω από τις πέτρες που αφαιρούμε κάθε μέρα ή μέσα στο χώμα που σκάβουμε. Μια αποκλειστικά ανθρωποκεντρική εικόνα των αρχαιολογικών χώρων, επομένως, αποκλείει ένα μεγάλο κομμάτι της πραγματικότητάς τους. Πρόκειται, ουσιαστικά, για το αντικείμενο του ειδικού κλάδου της ζωοαρχαιολογίας – πολύτιμη οδηγός στον οποίο στάθηκε η ερευνήτρια Δήμητρα Μυλωνά, κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του έργου.

Photo Credit: Ευθύμης Θέου

Η παράσταση αντλεί τα υλικά της από τον προϊστορικό οικισμό των Γουρνιών στην Παχειά Άμμο, κοντά στην Ιεράπετρα. Πρόκειται για έναν από τους εμβληματικούς αρχαιολογικούς χώρους της Κρήτης που έσκαψε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα η Αμερικανίδα Harriet Boyd – σε μια περίοδο που ο ανδροκρατούμενος τότε κλάδος της μινωικής αρχαιολογίας έκανε ακόμη τα πρώτα του βήματα – και συνεχίζει να ερευνάται έως και σήμερα. Με τη Θεανώ Μεταξά που κρατά τον κύριο όγκο της αφήγησης του έργου και τον Θανάση Δεληγιάννη που έγραψε τη μουσική, βουτήξαμε στις διάφορες φάσεις της ζωής του προϊστορικού οικισμού. Στην πορεία το βλέμμα μας άρχισε να αλλάζει σιγά-σιγά: ο τόπος αυτός άρχισε να μας αποκαλύπτεται ως ένα περιβάλλον που σφύζει από ζωή – μέσα από τους τόσους και αφάνταστα διαφορετικούς τρόπους ύπαρξης στον κόσμο. Πλάσματα που μας επέτρεψαν να βρεθούμε και εμείς έξω από τα στενά και συχνά αποπνικτικά όρια των ανθρώπινων επιλογών και να φανταστούμε έναν διαφορετικό τρόπο να «υπάρχεις».

Με αφετηρία, λοιπόν, τη ζωή της Μίκας, ενός σκύλου που έζησε στις αρχές του 2000, και με πεδίο δράσης τον οικισμό στα Γουρνιά χτίσαμε ένα έργο, στο οποίο η αρχαιολογία κάνει ό, τι ξέρει να κάνει καλά: να δίνει πρόσβαση σε «άλλες» ζωές, και, κυρίως, να κινητοποιεί τη μνήμη – να βοηθάει να θυμηθούμε εκείνα που έχουν ξεχαστεί.

Photo Credit Κεντρικής εικόνας θέματος: Θεανώ Μεταξά

Διαβάστε επίσης: 

ΖΩΟΛΟΓΙΟ/BESTIARIO, του Ευθύμη Θέου στον Αρχαιολογικό Χώρο Γουρνιών