Έχοντας πλέον καλύψει τις ζωές ενός μεγάλου αριθμού καλλιτεχνών των τελών του 19ου αιώνα και έχοντας κάνει γνωστή την αγάπη μου τη fin-de-siècle, είναι μάλλον η στιγμή να αναφερθώ και σε έναν από τους πιο γνωστούς μουσικούς της εποχής εκείνης. Φυσικά θα μπορούσα να έχω ξεκινήσει με τον Ντεμπισί ή τον Ραβέλ , αλλά υπάρχει κάτι διαφορετικό στην μουσική του Σατί που την κάνει να ξεχωρίζει. Για την εποχή του ήταν ένας καλλιτέχνης με αναγνώριση φυσικά, αλλά η κριτική δεν αναγνωρίζει φήμη.

Για πολλούς ατάλαντος λόγω των ανορθόδοξων συνθέσεων του, ο Ερίκ Σατί αποτέλεσε σταθμό στην μουσική της περιόδου. Και ήταν αμφιλεγόμενος: ένας κωμωδός του στιλ των σύγχρονών του, ο οποίος όμως συνέθεσε μοναδικά έργα που παραμένουν ολοζώντανα ακόμα και σήμερα.

Η Αρχή και το Παρίσι

Γεννήθηκε στις 17 Μαΐου 1866 στο Honfleur της Γαλλίας. Είχε, όπως ο ίδιος αναφέρει, μία φυσιολογική και ήρεμη παιδική ηλικία, ενώ νωρίς εμφάνισε ταλέντο στη μουσική. Ξεκίνησε να λαμβάνει μαθήματα από τον εκκλησιαστικό πιανίστα της περιοχής και το 1879 στο Ωδείου του Παρισιού από το οποίο αποβλήθηκε το 1882, λόγω της έλλειψης πειθαρχίας του στο διάβασμα. Αυτό δεν περιόρισε τη δημιουργικότητα του Σατί και την όρεξή του να συνθέτει κομμάτια για πιάνο, κάτι στο οποίο από νωρίς τον είχαν σπρώξει οι καθηγητές του. Το 1886 εκδόθηκαν τα πρώτα έργα του, «Elégie», «Trois Mélodies» και «Chanson». Για ένα μικρό χρονικό διάστημα άφησε τη μουσική και επιδίωξε μία καριέρα στον στρατό, η οποία δεν κράτησε πολύ.

Πως είναι δυνατόν να αναφερθούμε στα τέλη του 19ου αιώνα, χωρίς να ταξιδέψουμε, νοητά και μόνο, στο Παρίσι και στην μποέμικη ζωή; Εκεί μετακόμισε το 1887 ο 21χρονος συνθέτης και το ύφος του δεν έμεινε ανεπηρέαστο. Σαν όλα τα έργα να ταιριάζουν σε ένα χώρο, σε μία εικόνα, σε μία περίοδο, στους ήχους του Σατί, μπορεί κανείς να διακρίνει τη μελαγχολία της φθοράς, του γεμάτου φώτα και έρωτα κόσμου που τόσους καλλιτέχνες συνεπήρε πριν από αυτόν.

Εκεί γνώρισε για πρώτη φορά τον Κλοντ Ντεμπισί, τα έργα των οποίων σχεδόν αλληλοσυμπληρώνονται, με τον Σατί να απομακρύνεται από τον αισθησιασμό της περιόδου εκείνης αλλά και της ακαδημαϊκότητας άλλων καλλιτεχνών, και να δίνει ένα δικό του, προσωπικό ύφος. Η φιλία των δύο μουσικών διήρκησε τριάντα ολόκληρα χρόνια και χαρακτηριζόταν από συντροφικότητα και βαθιά εκτίμηση. Ο Σατί τον κορόιδευε συχνά για τους εκκεντρικούς τίτλους των έργων του και τους διακωμωδούσε σε δικές του δημιουργίες, κυρίως τα επόμενα χρόνια, όταν θα ξεκινήσουν να δουλεύουν στενά. Την χρονιά εκείνη εκδίδει τη συλλογή «Trois Sarabandes».

Να σημειωθεί εδώ, πως ο Σατί ήταν βαθιά θρησκόληπτος και καθολικός, ενώ για μία περίοδο είχε γίνει δεκτός ως μέλος του καθολικού κύκλου των Ροδόσταυρων, μια θρησκευτική κοινότητα με μασωνιστικά στοιχεία. Το 1888 πήγε στην Μονμάρτη όπου δούλευε ως πιανίστας του «Le Chat Noir Café-Cabaret» ενώ την ίδια χρονιά εκδόθηκε το «Trois Gymnopédies», μια από τις διασημότερες συνθέσεις του.

Η Ωριμότητα

Τα οικονομικά του προβλήματα και η λήξη της ταραχώδους σχέσης του με την ζωγράφο Σουζάν Βαλαντόν το 1898 τον οδήγησε στο να απομακρυνθεί από το Παρίσι και να κάνει διάλειμμα από την σύνθεση. Το 1905 αποφασίζει πως θέλει να προχωρήσει τις μουσικές σπουδές που χρόνια πριν είχε αφήσει και γράφεται στο Schola Cantorum, απόφαση που θα αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει την μουσική. Το 1908 αποφοιτάει και επιστρέφει στη σύνθεση, εξοπλισμένος πλέον με νέες ιδέες και εμπειρίες.

Παρόλα αυτά δυσκολεύεται να ολοκληρώσει κάποιο έργο μέχρι την στιγμή που ένα σχόλιο από τον, καλό του φίλο, Ντεμπισί θα τον επαναφέρει ώστε να ολοκληρώσει το έργο “Trois Morceaux en forme de poire”. Η μουσική του αλλάζει, γίνεται πιο αυστηρή και οι τίτλοι αρχίζουν να γίνονται ιδιαίτερα ευφάνταστοι όπως «Three Flabby Preludes for a Dog» και «Desiccated Embryos». Αυτό όμως που είναι μοναδικό στη μουσική του Σατί είναι οι οδηγίες που δίνονται για την εκτέλεση των έργων. Περιγραφές όπως, «παίξε σαν χελιδόνι με πονόδοντο», «με κατάπληξη» ή «όπως ένα πρόβατο» είναι μόνο λίγα παραδείγματα, τα οποία δυσκολεύουν τους ερμηνευτές του μέχρι και σήμερα.

Μετά το 1910, ο Σατί γράφει ανελλιπώς. Ήταν θερμός υποστηρικτής και προστάτης της ομάδας μουσικών Les Six η οποία αποτελούταν από τους Ντάριους Μιγιό, Φράνσις Πουλενκ, Άρθουρ Χόνεκερ, Ζορζ Ορίκ, Λουί Ντούρε, και Ζερμεν ενώ προς τιμήν του συντάχτηκε η Σχολή του Arcueil, που περιλάμβανε τους Ντάριους Μιγιό, Ανρί Σωγκέ και Ροζέ Ντεζορμιέρ. Είχε κερδίσει την αναγνώριση των μουσικών της εποχής του ενώ ο Μορίς Ραβέλ αναφερόταν διαρκώς στις ιδιοφυείς και παράξενες συνθέσεις του Σατί. Δύσκολα πλέον περιόριζε τον εαυτό του στα σύγχρονα ακούσματα, μελωδίες που ο Ντεμπισί είχε αναπτύξει και είχαν πλέον κυριαρχήσει στην μουσική της Ευρώπης, ενώ απέφευγε τις τονικότητες και κορόιδευε τα κομμάτια του φίλου του με τις συνθέσεις του. Το στιλ του μπορεί να χαρακτηριστεί με μία μόνο λέξη: εκκεντρικό, όπως και ο χαρακτήρας του ίδιου.

Γράφοντας για Θεάματα

Το 1915, ο συνθέτης γνωρίζει το ποιητή Ζαν Κοκτώ, και συνδέονται πνευματικά και δημιουργικά. Του προτείνει να γράψει ένα μπαλέτο, για το οποίο θα συνεργαστούν τα μεγαλύτερα ονόματα της avant-garde σκηνής. Το μπαλέτο με τον τίτλο Parade (1917), με σενάριο του Κοκτώ, χορογραφία Λεονίντ Μασίν και σκηνικά και κουστούμια του Πάμπλο Πικάσο, αποτελεί μια ιδιόμορφη μουσική σύνθεση η οποία θα χαρακτηριστεί από τους ιστορικούς τέχνης ως Σουρεαλιστική, λόγω της χρήσης καθημερινών, κοινότυπων σχεδόν, ήχων, όπως γραφομηχανής, σειρήνας ή προπέλας αεροπλάνου για να αποδώσει μια χαοτική ατμόσφαιρα.

Το πιο σοβαρό ίσως έργο του είναι μια ορχηστρική σύνθεση για 4 φωνές που τραγουδούν μέρη από τους πλατωνικούς διαλόγους και ονομάζεται «Socrate». Για πολλούς αναλυτές θεωρείται μάλλον η το αριστούργημα του καλλιτέχνη. Παρόλα αυτά, ο σουρεαλισμός εμφανίζεται ξανά στις συνθέσεις του κυρίως στα ορχηστρικά έργα του «Mercure» και «Rélâche» τα οποία γράφτηκαν το 1924 και με σκοπό να παιχτούν στη θεατρική σκηνή ως συνοδεία. Την 1η Ιουλίου 1925 πεθαίνει, σε ηλικία 59 ετών, από κύρωση του ήπατος, έχοντας αφήσει πίσω του ένα μακροσκελές και ξεχωριστό έργο που θα σημαδέψει την πορεία της μουσικής στον 20ο αιώνα.

Κεντρική φωτογραφία θέματος: “El Bohemio, Poet of Montmartre (Portrait of Erik Satie)” by Ramon Casas i Carbó