Οι Eric Burdon & The Animals, στο πλαίσιο της αποχαιρετιστήριας ευρωπαϊκής τους περιοδείας, βρέθηκαν στην Αθήνα για μια sold-out εμφάνιση και η όμορφη φθινοπωρινή βραδιά της Παρασκευής (27/09) αποδείχτηκε ιδανική για να υποδεχτούμε στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού έναν θρύλο της rock μουσικής.

Περίπου 10 λεπτά μετά τις 9 το βράδυ, το μουσικόφιλο κοινό ανάμεικτων ηλικιών, καλωσόρισε αρχικά στη σκηνή τους μουσικούς που αποτελούν τη νέα σύνθεση του σχήματος, τον Davey Allen (πλήκτρα), τον Johnzo West (ηλεκτρική κιθάρα), τον Justin Andres (μπάσο), τον Ruben Salinas (σαξόφωνο), τον Evan Mackey (τρομπόνι) και τον Dustin Koester (ντραμς) και στη συνέχεια, ενάμιση λεπτό αργότερα και υπό τη μελωδία του πρώτου κομματιού της βραδιάς, τον Eric Burdon ο οποίος εμφανίστηκε φορώντας μαύρα ρούχα και σκούρα γυαλιά ηλίου.

Το πρώτο τραγούδι της βραδιάς, το εκπληκτικό «Sometimes I Feel Like a Motherless Child», μας μετέφερε πολύ πίσω στο χρόνο, καθότι αποτελεί ένα παραδοσιακό spiritual κομμάτι που έχει γραφτεί στα τέλη του 19ου αιώνα, στην εποχή της δουλείας των Αφρικανών στην Αμερική, με πολλές διαφορετικές εκδοχές να έχουν ηχογραφηθεί από τότε και την ερμηνεία της ανεπανάληπτης Mahalia Jackson, κατά τη γνώμη μου, να ξεχωρίζει. Η θεατρικότητα στην ερμηνεία του 78χρονου άρχισε να ξεπροβάλλει με το κομμάτι «Mama told me not to come» από το πρώτο solo album του Burdon, Eric Is Here (1967), το οποίο ο Άγγλος ερμήνευσε με ιδιαίτερη ενέργεια και συνοδεύτηκε από τα πολύ όμορφα διαδοχικά solo στα δύο πνευστά του σχήματος και τη χορογραφημένη κίνηση των δυο μουσικών που θύμιζε παλιότερες δεκαετίες.

Στη συνέχεια, ο Burdon χαιρέτησε το κοινό και εξέφρασε τη χαρά του που βρίσκεται σε έναν ιστορικό χώρο, ενώ, αμέσως μετά τη σύντομη εισαγωγή, ακολούθησαν το «White houses» και η μπαλάντα «Anything», ένα κομμάτι-ύμνος προς την αγάπη το οποίο έγραψε ο ίδιος, όπως μας αποκάλυψε, υπό την επήρεια ναρκωτικών. Έπειτα από έντονο χειροκρότημα, η ηλεκτρική κιθάρα και το μπάσο έδωσαν τον ρυθμό και οι πρώτες μελωδίες από το εξαιρετικό blues rock «When I was young» πλημμύρισαν το χώρο. Σε μια από τις καλύτερες στιγμές της βραδιάς, ο Burdon μας χάρισε μια φανταστική ερμηνεία γεμάτη πάθος, μεταδίδοντάς μας μια νοσταλγία για το παρελθόν που κρύβεται στους στίχους τους οποίους ο Άγγλος απέδιδε, χρησιμοποιώντας, πέρα από τη φωνή του και το σώμα του μέσα από διάφορες θεατρικές κινήσεις.

Αμέσως μετά, αφού σύστησε τα μέλη της μπάντας του στο κοινό, ο Burdon, συνοδευόμενος στα φωνητικά από τον Andres και τον West, ερμήνευσε το εκπληκτικό «Soul of a man» του γνωστού gospel blues κιθαρίστα και τραγουδιστή Blind Willie Johnson, ενώ απολαύσαμε και ένα πολύ ωραίο solo στην κιθάρα. Διατηρώντας το ίδιο γρήγορο tempo, τα επόμενα κομμάτια του setlist ήταν δυο διασκευές, το rockabilly κομμάτι «The fool» του Sanford Clark και το «Mother earth» του Memphis Slim με τους ρυθμούς να χαμηλώνουν και να απολαμβάνουμε μερικά θαυμάσια solo στο σαξόφωνο, το τρομπόνι και την ηλεκτρική κιθάρα και τους μουσικούς δικαίως να χειροκροτούνται θερμά από το κοινό.

Μεταξύ των τραγουδιών που ακολούθησαν ήταν το «Darkness, darkness» των The Youngbloods με ένα ακόμη εξαιρετικό solo στην κιθάρα, το πολύ καλό «Woman of the rings», ένα κομμάτι που έχει γράψει ο ίδιος ο Burdon και το up-tempo «The night» από τις ημέρες των The Animals που έκανε το κοινό να χειροκροτεί ρυθμικά και να χορεύει συγκρατημένα από τις θέσεις του. Μετά από μια μικρή διακοπή για να επανέλθει ο ήχος σε ένα από τα ηχεία της σκηνής καθ’ υπόδειξη του Burdon, και μια σύντομη εισαγωγή για την ευγνωμοσύνη του προς την Μελίνα Μερκούρη που τον είχε προσκαλέσει να έρθει για πρώτη φορά στη χώρα μας, ακούσαμε το «For what its worth», μια διασκευή του δημοφιλούς κομματιού του συγκροτήματος Buffalo Springfield.

Στη συνέχεια, απολαύσαμε μια πολύ καλή εκδοχή –με εξαιρετικά solo στα πλήκτρα και το σαξόφωνο- ενός τραγουδιού-σταθμού τόσο για την ιστορία της rock μουσικής, όσο και για τους The Animals, το «The house of the rising sun», ένα ιδιαίτερο κομμάτι το οποίο έχει ονομαστεί το πρώτο «folk rock hit» και το οποίο ήταν εκείνο που τους εισήγαγε στο αμερικανικό μουσικό τοπίο τη δεκαετία του ’60 και τους έκανε ένα από τα πρώτα βρετανικά συγκροτήματα που κατάφεραν να περάσουν στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Όπως έχει δηλώσει ο Burdon σε μια συνέντευξή του, η διάσημη αυτή εκδοχή του τραγουδιού που τελικά ηχογραφήθηκε το 1964, προήλθε από μια διασκευή του παραδοσιακού folk κομματιού του Lead Belly και γεννήθηκε όταν το συγκρότημα βρισκόταν σε περιοδεία με το θρυλικό Chuck Berry, στην προσπάθειά του να διαφοροποιηθεί από τα υπόλοιπα opening acts.

Ακολούθησε το «Hold on, Im comin‘» των Sam & Dave με ένα θαυμάσιο solo στο τρομπόνι, προτού οι Eric Burdon & The Animals εγκαταλείψουν τη σκηνή για να επιστρέψουν 3 λεπτά αργότερα για το καθιερωμένο encore. Με την αναπάντεχη προσθήκη ενός βιολιού στο σχηματισμό του συγκροτήματος, σε ένα θερμό κλίμα, απολαύσαμε το πολύ καλό «Paint it black» των The Rolling Stones, καθώς και δυο κομμάτια των The Animals, το δυναμικό «Weve gotta get out of this place» με δυο υπέροχα solo στα πλήκτρα και το σαξόφωνο και το «Dont bring me down», με το setlist να ολοκληρώνεται με το «Bring it on home to me» του Sam Cooke με τον τρομπονίστα να επιδίδεται σε ένα εξαίσιο solo, γονατιστός στο μπροστινό μέρος της σκηνής.

Καθότι η επιθυμία του κόσμου για ένα ακόμη τραγούδι ήταν πολύ μεγάλη και κανείς σχεδόν δεν έφευγε από τη θέση του, ακολούθησε και ένα δεύτερο encore κατά το οποίο είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε το εκρηκτικό «Its My Life» πριν ο Eric Burdon μας χαιρετήσει για τελευταία φορά σε ένα εξαιρετικό κλίμα, περίπου 5 λεπτά μετά τις 11.

Οι υψηλές προσδοκίες του αθηναϊκού κοινού για την εμφάνιση του Eric Burdon θαρρώ πως εκπληρώθηκαν και με το παραπάνω, ίσως με μια μόνο μικρή απογοήτευση από την απουσία του κομματιού «Don’t let me be misunderstood» από το setlist, ένα τραγούδι το οποίο είμαι σίγουρη ότι πολύς κόσμος ανέμενε. Ο Burdon συνεχίζει, ακόμα και σήμερα, να μεταφέρει μέσα από τις εμφανίσεις, του ένα κομμάτι της rock ιστορίας, τόσο με την χαρακτηριστική του φωνή, όσο και με την ερμηνεία του που εκπέμπει τόσα πολλά και διαφορετικά συναισθήματα.


Διαβάστε επίσης:

Ο Eric Burdon στο Ηρώδειο