Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, ο Γαλλοελβετός σκηνοθέτης που ήταν βασικό πρόσωπο της Νουβέλ Βαγκ, του κινηματογραφικού κινήματος που έφερε επανάσταση στον κινηματογράφο στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και του ‘60, πέθανε σε ηλικία 91 ετών, όπως δημοσιοποίησε η γαλλική εφημερίδα Libération.

Ιδιαίτερα γνωστός για το εικονοκλαστικό, φαινομενικά αυτοσχέδιο ύφος γυρισμάτων του, καθώς και τον άκαμπτο ριζοσπαστισμό, ο Γκοντάρ άφησε το στίγμα του με τις έντονα πολιτικοποιημένες ταινίες που ανανέωσαν τον κινηματογράφο τη δεκαετία του 1960, ενώ η καριέρα του γνώρισε μία αναβίωση τα τελευταία χρόνια, με ταινίες όπως το “Film Socialisme”, το «Αποχαιρετισμός στη γλώσσα» και το κύκνειο άσμα «Το Βιβλίο της Εικόνας», στις οποίες πειραματιζόταν με την ψηφιακή τεχνολογία.

Γεννημένος στο Παρίσι το 1930, ο Γκοντάρ μεγάλωσε και πήγε σχολείο στη Νιόν, στις όχθες της λίμνης της Γενεύης στην Ελβετία. Αφού επέστρεψε στο Παρίσι και ολοκλήρωσε την υποχρεωτική εκπαίδευση το 1949, ο Γκοντάρ στράφηκε προς τα «κινηματογραφικά κλαμπ» που άκμασαν στη γαλλική πρωτεύουσα μετά τον πόλεμο και αποδείχθηκε ότι αποτέλεσαν το χωνευτήρι του Γαλλικού Νέου Κύματος. Έχοντας γνωρίσει τους μελλοντικούς συναδέλφους σκηνοθέτες Φρανσουά Τρυφώ, Κλοντ Σαμπρόλ και Ζακ Ριβέτ, ο Γκοντάρ άρχισε να γράφει για τα νέα σε κινηματογραφικά περιοδικά, συμπεριλαμβανομένου του Cahiers du Cinema του Αντρέ Μπαζέν που σύντομα θα έχει επιρροή. Ο Γκοντάρ έδειξε από την αρχή την ιδιοσυγκρασία του, υπερασπιζόμενος την παραδοσιακή παραγωγή ταινιών του Χόλιγουντ και προωθώντας τους Χάουαρντ Χοκς και τον Ότο Πρέμινγκερ σε αντίθεση με πιο σύγχρονες φυσιογνωμίες. Ο Γκοντάρ έτρεφε επίσης σεβασμό για τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, κάτι που θα γινόταν εμφανές στην πρώτη (και πλέον θρυλική) ταινία του, «Με κομμένη την ανάσα», που κυκλοφόρησε το 1960.

Ο Γκοντάρ έδωσε μια σειρά από σημαντικές ταινίες τη δεκαετία του 1960, ακολουθώντας φρενήρεις ρυθμούς. Η επόμενη ταινία του, «Ο μικρός στρατιώτης» (1963), έθιξε ότι η γαλλική κυβέρνηση προέβαινε σε βασανιστήρια και απαγορεύτηκε προσωρινά, αλλά ήταν επίσης η ταινία στην οποία ο Γκοντάρ γνώρισε τη μέλλουσα σύζυγό του, Άννα Καρίνα, καθώς και επινόησε τον πιο διάσημο αφορισμό του, «Το σινεμά είναι η αλήθεια σε 24 καρέ το δευτερόλεπτο». Άλλες σημαντικές ταινίες ήταν το «Η Κυρία Θέλει Έρωτα» (1961), ένα αυτοαναφορικό φόρο τιμής στο μιούζικαλ του Χόλιγουντ, στο οποίο πρωταγωνίστησε και πάλι η Καρίνα, μαζί με τον Ζαν Πολ Μπελμοντό και κέρδισε τα περισσότερα από τα βραβεία του Φεστιβάλ Βερολίνου. Αξιοσημείωτη είναι επίσης «Η περιφρόνηση» (1963) και το “Alphaville” (1965), ένα παράξενο υβρίδιο φιλμ νουάρ και επιστημονικής φαντασίας, ενώ συνεργάστηκε και πάλι με τον γοητευτικό Μπελμοντό στο «Ο τρελός Πιερό» (1965).

Ο γάμος του Γκοντάρ με την Καρίνα κατέληξε σε διαζύγιο στα μέσα της δεκαετίας του ‘60, ενώ η τελευταία κοινή τους ταινία ήταν το «Συνέβη στην Αμερική» (1966), ένα φόρο τιμής στην αμερικανική pulp μυθοπλασία που αντιμετώπισε προβλήματα πνευματικών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ. Εκείνη την εποχή ο Γκοντάρ είχε επίσης ταυτιστεί πλήρως με την επαναστατική πολιτική της εποχής, και η κινηματογραφική του παραγωγή αντικατοπτρίζει αυτή την διάσταση: ίδρυσε μια κινηματογραφιστική κολλεκτίβα που ονομάστηκε προς τιμήν του Τζίγκα Βερτόφ, και συνεργάστηκε με τον νεαρό μαρξιστή φοιτητή Ζαν-Πιερ Γκόριν στο «Όλα πάνε καλά» (1972), μια ταινία-παρατήρηση για μια απεργία σε ένα εργοστάσιο λουκάνικων με την Τζέιν Φόντα σε πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ο Γκοντάρ γνώρισε επίσης το 1970, την κινηματογραφίστρια Αν-Μαρί Μιεβίλ, η οποία θα γινόταν τακτική συνεργάτιδά του, και αργότερα σύντροφός του, μετά τη διάλυση του δεύτερου γάμου του, με την Αν Βιαζέμσκι, η οποία είχε πρωταγωνιστήσει στο «Η Κινέζα» του 1967.

Καθώς η δεκαετία του ’70 προχωρούσε, οι σκληρές πολιτικές θέσεις του Γκοντάρ άρχισαν να χάνουν την αίγλη τους και το έργο του δεν γνώρισε ιδιαίτερη απήχηση τη δεκαετία του 1980, παρότι έμεινε πιστός στην κινηματογραφική φιλοσοφία του. Με την ταινία του «Η Ελεγεία του Έρωτα» (2001) σηματοδοτήθηκε μια επιστροφή και εκ νέου γνωριμία ενός κοινού με τις ώριμες δημιουργίες του Γκοντάρ. «Η Ελεγεία του Έρωτα» συμμετείχε στο φεστιβάλ των Καννών, ενώ η κυκλοφορία του “Film Socialisme” (2010) συνέπεσε με την απονομή ενός τιμητικού Όσκαρ το 2010, όπου ως αιτιολογία αναφερόταν: «Για το πάθος. Για την αντιπαράθεση. Για ένα νέο είδος κινηματογράφου». Παραμένοντας πιστός στις ρηξικέλευθες αρχές της αμφισβήτησης, ο Γκοντάρ δεν το έλαβε αυτοπροσώπως. Η ταινία του «Αποχαιρετισμός στη γλώσσα» (2014) απέσπασε το βραβείο της κριτικής επιτροπής στις Κάννες, και το «Βιβλίο της Εικόνας» (2018), το οποίο επιλέχθηκε για το φεστιβάλ των Καννών το 2018, κέρδισε έναν «ειδικό Χρυσό Φοίνικα», το βραβείο που έμελλε να ήταν το τελευταίο που προσέθεσε στη συλλογή του ο σπουδαίος κινηματογραφιστής.

Πηγή: theguardian.com