Η New Star παρουσιάζει στους κινηματογράφους σε επανέκδοση, από 24 Ιουλίου 2014, το αριστούργημα του του Ζαν Λυκ Γκοντάρ «Alpaville», με τους  Eddie Constantine, Anna Karina και Akim Tamiroff.

Σύνοψη

Ο Lemmy Caution, φτάνει στην πόλη Αλφαβίλ από τις “Έξω Χώρες”, προσποιούμενος τον δημοσιογράφο Ivan Johnson από την εφημερίδα “Figaro-Pravda”. Πρώτη του αποστολή είναι να βρει τον Henri Dickson, επίσης πράκτορα, συνάδελφο του που τα ίχνη του έχουν χαθεί τελευταία. Σύντομα τον ανακαλύπτει σε κάποιο ξεπεσμένο ξενοδοχείο, εθισμένο στο σεξ και στο ποτό και παροπλισμένο νοητικά όπως ο υπόλοιπος πληθυσμός της σκοτεινής πόλης. Έτσι, μαθαίνει ότι η πόλη κυριαρχείται από τον πανούργο υπολογιστή Alpha-60 που ελέγχει ολοκληρωτικά τους κατοίκους. Για καλύτερο έλεγχο έχει χωρίσει την πόλη σε ζώνες: υπάρχει η ζώνη της Ημέρας και η ζώνη της Νύχτας, του Θερμού και αυτή του Ψυχρού. Ο κατασκευαστής του Alpha είναι ένας παρανοϊκός επιστήμονας ο Von Braun του οποίου το πορτρέτο βρίσκεται παντού (και μας θυμίζει Ναζί). Η κόρη του επιστήμονα, η Natacha Von Braun (την υποδύεται θαυμάσια η Anna Karina) αναλαμβάνει να παρακολουθήσει τον Lemmy και έτσι θα γεννηθεί ένα ειδύλλιο.

Στην Άλφαβιλ τα βιβλία απαγορεύονται. Κυκλοφορεί ένα λεξικό, η “Βίβλος”, που περιέχει τις επιτρεπόμενες λέξεις, όμως κάθε μέρα εξαφανίζεται κι από μία λέξη. Η Νατάσα δεν γνωρίζει τις λέξεις “αγάπη” και “τρυφερότητα” αφού έχουν αφαιρεθεί από το λεξικό. Έχει όμως μαζί της ένα βιβλίο του Πωλ Ελυάρ, και τελικά αυτό θα βοηθήσει τον Λέμυ να νικήσει το κομπιούτερ. Ο ήρωας τελικά νικάει με τη δύναμη της ποίησης.

Ουτοπική, ατμοσφαιρική σάτιρα στο πνεύμα της δεκαετίας των νεανικών εξεγέρσεων και της ποπ κουλτούρας.Tο καλύτερο και αξεπέραστο ως σήμερα δείγμα ταινίας επιστημονικής φαντασίας με ρεαλιστικά σκηνικά.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 οι σκηνοθέτες του γαλλικού νέου κύματος αρχίζουν να ενδιαφέρονται για το είδος. Ο Γκοντάρ σατιρίζει το sci-fi και το noir με το Alphaville, ο Τρυφώ με το Fahrenheit 451 διασκευάζει ένα αφήγημα του Bradbury και ο Roger Vadim εισάγει το ερωτικό στοιχείο με τη Barbarella.

Αυτό το αμάλγαμα γαλλικής διανόησης και επιστημονικής φαντασίας θα άλλαζε πολύ το είδος ώστε να βγουν αργότερα ταινίες όπως ο “Πλανήτης των πιθήκων” και η “Οδύσσεια του Διαστήματος”.Το περίεργο με το science fiction του Γκοντάρ είναι ότι δεν είναι καθόλου science fiction. Η ιστορία διαδραματίζεται στην “τέλεια” πόλη Αλφαβιλ που ελέγχεται από τον υπερ-νοήμονα υπολογιστή Alpha-60 (Alphaville σημαίνει η πόλη του Άλφα). Αυτός ορίζει και τις σκέψεις και τις πράξεις των πολιτών, ενώ δολοφονεί όποιον δείξει δικιά του βούληση. Εδώ επεμβαίνει ο ήρωας μας, ο Lemmy Caution (Eddie Constantin) που καθήκον του είναι να βρει και να εξουδετερώσει τον Alpha-60.

Ο Γκοντάρ, για πρώτη φορά στον κινηματογράφο, μιλάει για το μέλλον και τον κίνδυνο της υποταγής του ανθρώπου στην «απόλυτη μηχανή». Δε δείχνει, όμως, φουτουριστικά ντεκόρ, αλλά το μοντέρνο Παρίσι του 1965, με τα γυάλινα κτίρια και τα νυχτερινά φώτα. Μιλάει, δηλαδή, για εμάς τους ίδιους, ήδη σκλάβους της μηχανιστικής ζωής και την τύχη μας, αν δεν επαναστατήσει η συνείδηση και το συναίσθημα, η φιλοσοφία, η ποίηση και το σινεμά σαν παιχνίδι – παραμύθι.

«Alphaville»

Γαλλία/ Ιταλία – 1965 – 99΄- Α/Μ

Φεστιβάλ Βερολίνου 1965, Χρυσή  Άρκτος

 

Σκηνοθεσία: Jean-Luc Godard

Σενάριο: JeanLuc Godard (βασισμένο στο ποίημα του  Paul Eluard “Capitale de la douleur“)

Παραγωγή: Αndre Michelin

Φωτογραφία: Raoul Coutard

Μουσική: Paul Misraki

Με τους: Eddie Constantine, Anna Karina, Akim Tamiroff, Henri Dickson, Valérie Boisgel, Jean-Louis Comolli, Michel Delahaye, Jean-André Fieschi, Christa Lang.

*Ζαν-Λυκ Γκοντάρ

Γεννήθηκε στο Παρίσι το 1930. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια μεταξύ Γαλλίας και Ελβετίας. Το 1949, πηγαίνει στο Παρίσι για να σπουδάσει εθνολογία στη Σορβόννη. Εκεί θα γνωρίσει και θα συναναστραφεί τους Κλοντ Σαμπρόλ, Φρανσουά Τρυφώ, Ερίκ Ρομέρ και Ζακ Ριβέτ, τους κινηματογραφιστές δηλαδή που μετέπειτα θα στελεχώσουν το κίνημα της Nouvelle Vague. Το 1950, μαζί με τους Τρυφώ και Ριβέτ εκδίδει το περιοδικό Gazette du Cinema, γράφει για το σινεμά και παράλληλα παίζει σε ταινίες των Ριβέτ και Ρομέρ. Το 1952 ξεκινά η συνεργασία του με το περιοδικό Cahiers du Cinema του Αντρέ Μπαζέν. Την ίδια χρονιά επιστρέφει στην Γενεύη για να δουλέψει στην κατασκευή του φράγματος του Grande-Dixence. Με τα χρήματα που συγκεντρώνει, θα γυρίσει την πρώτη του μικρού μήκους ταινία, το ντοκιμαντέρ Επιχείρηση Μπετόν (1954). Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50 θα γυρίσει άλλες τέσσερις ταινίες μικρού μήκους.

Οι ταινίες του Γκοντάρ δεν έχουν θεματικό περιεχόμενο πέρα από τον ίδιο τον κινηματογράφο και τον τρόπο του να χειρίζεται τα πράγματα. Είναι ταινίες έρευνας (Λυμιέρ) με τη μορφή θεάματος (Μελιές) που σαν στόχο έχουν να αποκαλύψουν, όπως χαρακτηριστικά είπε κάποτε και ο ίδιος, «την κρυμμένη πλευρά του παγόβουνου». Έντονα επηρεασμένος από σκηνοθέτες όπως οι Ζαν Ρενουάρ, Νίκολας Ραίυ, Ρομπέρ Μπρεσόν, Ρομπέρτο Ροσελίνι και Ζαν Ρους, ο Γκοντάρ θα προσπαθήσει εξαρχής, σε αντίθεση με τον συνάδελφό του Τρυφώ, να βάλει την προσωπική του ζωή στις ταινίες του αλλά και να δείξει ότι στον κινηματογράφο «όλα επιτρέπονται»: αυτοσχεδιασμός, κάμερα στο χέρι, αυτοαναφορικότητα, δοκιμιογραφικός λόγος, παράθεση λογοτεχνικών και φιλοσοφικών κειμένων. Το σινεμά μετατρέπεται έτσι σε ένα νέο είδος μουσείου, που λειτουργεί ως μια παρακαταθήκη ιστορικών γεγονότων και μαρτυριών.

Μέσα σε αυτό το πνεύμα, το 1960, θα γυρίσει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το πρωτοποριακό Με κομμένη την Ανάσα. «Ήθελα να ξεκινήσω από μια ιστορία συμβατική και να ανακατασκευάσω, με διαφορετικό τρόπο, ό,τι είχε γίνει μέχρι τότε στον κινηματογράφο. Ήθελα επίσης να δώσω την εντύπωση ότι τα κινηματογραφικά μέσα ανακαλύπτονταν ή δοκιμάζονταν για πρώτη φορά», θα πει για την ταινία σε μια συνέντευξή του στα Cahiers το 1962. Το Με κομμένη την ανάσα εγκαινιάζει το κίνημα της γαλλικής νουβέλ βαγκ το οποίο, σύμφωνα με τον Γκοντάρ, ορίζεται από «τη θλίψη, τη νοσταλγία για τον κινηματογράφο που έπαψε πια να υπάρχει καθώς και από την καινούρια σχέση μεταξύ μύθου και πραγματικότητας». Ως και το 1965 κινηματογραφεί μεταξύ άλλων, κάποιες από τις σπουδαιότερες ταινίες του: Ο Μικρός στρατιώτης, Η Περιφρόνηση , Ο Τρελός Πιερό, Αλφαβίλ.


Ο Γκοντάρ αρχίζει και εκδηλώνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μέσο της τηλεόρασης («Όλα είναι δυνατά στην τηλεόραση»), πράγμα που φαίνεται καθαρά στις επόμενες ταινίες του. Από το 1966 ως το 1968, κάνει ταινίες έντονα επηρεασμένες από τα πολιτικά γεγονότα της δεκαετίας και τα ρεύματα που γεννήθηκαν από τις ταραχές του Μάη του ’68: Masculin-Feminin(1966), Two or Three Things I Know About Her (1966), La Chinoise, Weekend (1967) και Le Gai Savoir (1968). Χαρακτηριστικό αυτών των ταινιών είναι ότι οι ήρωες «παρελαύνουν» μπροστά από την κάμερα, πάνω ακριβώς στον δρόμο της αποστασιοποίησης που χάραξε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ. Με τα γεγονότα του γαλλικού Μάη τελειώνει η πρώτη περίοδος του έργου του και ξεκινά μια άλλη, ιδεολογικής πια στράτευσης. Με τον Ζαν-Πιερ Γκορέν, ο Γκοντάρ θα φτιάξει την ομάδα Τζίγκα Βερτόφ και θα αποποιηθεί τον τίτλο του δημιουργού και το ρόλο του κινηματογράφου. Μαζί με τον Γκορέν θα κάνουν τις ταινίες-δοκίμια Wind From the East (1969), Vladimir and Rosa (1971), Tout Va Bien (1972) και Letter to Jane (1972). Οι ταινίες αυτές ήταν ριζοσπαστικές ως προς το περιεχόμενο και το ύφος και βασίζονταν στις ιδέες της πάλης των τάξεων και το διαλεκτικό υλισμό.

Το 1971 είχε ένα σοβαρό ατύχημα με μοτοσικλέτα που τον κράτησε αρκετούς μήνες στο νοσοκομείο. Στο Παρίσι θα γνωρίσει την ελβετίδα σκηνοθέτη Αν-Μαρί Μιεβίλ και την επόμενη χρονιά θα φύγουν μαζί για τη Γκρενόμπλ, όπου ο Γκοντάρ θα μεταφέρει το Sonimage video studio. Σταδιακά απομακρύνθηκε από τον στρατευμένο κινηματογράφο της ομάδας Βερτόφ και επέστρεψε σε πιο προσωπικά θέματα.

Γοητευμένος από τα νέα μέσα, αυτός και η Μιεβίλ πειραματίστηκαν με το βίντεο, δουλεύοντας αρκετά με αναθέσεις από τη γαλλική τηλεόραση (Εδώ κι αλλού, 1974• Πώς τα πάτε;, 1976• Έξι φορές δύο, 1976• Γαλλία, γύρος, παρακαμπτήριος, 1979). Μαζί θα κάνουν επίσης το Numero Deux (1975) και το Σώζων εαυτόν σωθήτω του 1980 το οποίο σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας περιόδου στο έργο του και την επιστροφή του στο κλασικό σινεμά. Εγκαθίσταται στο Παρίσι όπου αρχίζει να δουλεύει τη «θεϊκή τριλογία» – Passion (1982), First Name: Carmen (1983) και το Hail Mary (1985) –τρεις πραγματείες πάνω στη γυναικεία φύση, την επιθυμία, τη σεξουαλική διαφορά, και την ίδια την εικόνα.

Ο Γκοντάρ και η Μιεβίλ μεταφέρουν το Sonimage στούντιο στην Rolle, μια μικρή πόλη ανάμεσα στη Γενεύη και τη Λωζάνη της Ελβετίας. Το 1986 ο Γκοντάρ και η Μιεβίλ έκαναν παραγωγή και πρωταγωνίστησαν στο home-movie Soft and Hard (Soft Talk on a Hard Subject Between Two Friends) για το αγγλικό Channel Four. Στη συνέχεια θα κάνουν τις ταινίες Grandeur et Decadence d’un Petit Commerce de Cinema (1986), Soigne ta Droite (1986) και King Lear (1986). Στη δεκαετία του 90

ο Γκοντάρ θα σκηνοθετήσει τα Nouvelle Vague (1990), Germany 90 Nine Zero (1991), Helas pour moi (1993), Forever Mozart (1996) και την οκτάωρη σειρά Histoires du cinema (1997-98). Το 1998 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης αναθέτει στον Γκοντάρ και τη Μιεβίλ την παραγωγή του σαρανταεπτάλεπτου βίντεο The Old Place (Essai sur le rôle des arts à la fin du 20e siècle / Small Notes Regarding the Arts at Fall of 20th Century). Το 2001 επανέρχεται στη σκηνοθεσία με την Ελεγεία του Έρωτα, ταινία που απέσπασε θετικές κριτικές στο Φεστιβάλ των Κανών και η οποία καταπιάνεται με την ιστορία, τη μνήμη, και τον πολιτισμό. Οι ταινίες του Γκοντάρ άσκησαν τεράστια επιρροή τόσο στον ανεξάρτητο αμερικάνικο κινηματογράφο όσο και σε πλήθος εικαστικών καλλιτεχνών. Το 2006 το Κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι διοργάνωσε την έκθεση Voyages en utopie, Jean-Luc Godard 1946–2006’. (Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης)