Απαντώντας στο πιθανό ερώτημα για ποιον λόγο κάνω αυτή την παράσταση, έχω να πω ότι η περίοδος που διανύουμε είναι μια εποχή αναθεώρησης, που δημιουργεί την ίδια στιγμή ανασφάλεια αλλά και αισιοδοξία. Η ανασφάλεια δεν είναι μια πραγματικότητα για να τη φοβόμαστε. Είναι το συναίσθημα μας για την πραγματικότητα όταν έχουμε χάσει τον ενθουσιασμό μας. 

Πιστεύω λοιπόν ότι η πραγματική τέχνη έχει κίνητρο και σκοπό τον ενθουσιασμό που είναι το αντίδοτο στα αρνητικά συναισθήματα και μας χρειάζεται πολύ περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Εννοώ ως πραγματική τέχνη τα έργα εκείνα και εν προκειμένω τις παραστάσεις τους, που έχουν κυριολεκτικά ψυχαγωγικό χαρακτήρα, εφόσον ακόμα κι ένα αριστουργηματικό έργο δεν προϋποθέτει ότι θα είναι και μια αριστουργηματική παράσταση, απεναντίας θα μπορούσε να προκαλέσει αντί ψυχαγωγία απέχθεια, εάν καταργήσει τον λογικό και αισθηματικό ιστό του έργου. 

Εννοώ επίσης πραγματική τέχνη την κυριαρχία του Λόγου και των ιδεών που εμπεριέχονται στο έργο και στην παράσταση, και όχι το αισθητικό ή το σκηνοθετικό επίτευγμα, που αποπροσανατολίζει από το νόημα και τον σκοπό για τον οποίο γράφτηκε το έργο, ο οποίος σκοπός είναι η ανάδειξη των πανανθρώπινων αξιών που μας ενώνουν με ενθουσιασμό και κατ’ επέκταση με αισιοδοξία. 

Η πραγματική τέχνη τέλος σε καμιά περίπτωση δεν προκαλεί φοβολαγνεία ή ψυχοπλάκωμα, αλλά μόνο βεβαιότητες, ψυχική ευφορία και αρμονία με τον εαυτό μας και με τους άλλους μέσα από την πειστική, αυθεντική σκέψη του δημιουργού τους, που αποκαλύπτει αλήθειες που μας συγκινούν ευχάριστα. 

Δύο τέτοια κλασικά έργα αποτελούν την παράστασή μας. Η «‘Ελένη» του Γιάννη Ρίτσου, ένα μοναδικό ποιητικό κείμενο του 1970,  κι «ο Επιτάφιος του Περικλή», καταγεγραμμένος από τον Θουκυδίδη τον 5ο π. Χ αιώνα, τα οποία μιλάνε με διαφορετικό τρόπο αλλά για το ίδιο πράγμα. Το νόημα και τον σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ο Περικλής, εκφωνώντας τον επιτάφιο λόγο του κατά την ταφή των πρώτων νεκρών του Πελοποννησιακού πολέμου, εξηγεί στους Αθηναίους ότι η θέσπιση των αξιών της Δημοκρατίας, με πνεύμα Ελευθερίας, δεν είναι μια αντιγραφή από άλλους, αλλά μια πρωτότυπη και συνειδητή επινόηση των ίδιων και των προγόνων τους. Οι αξίες αυτές δεν είναι αυτονόητο ότι διατηρούνται από μόνες τους από συνήθεια, αλλά χάρις στον έμπρακτο σεβασμό των πολιτών στους γραπτούς και άγραφτους νόμους που θέσπισαν οι ίδιοι και χάρις στην ευψυχία τους, δηλαδή στην συναίσθηση ότι υπερασπίζοντας  με θάρρος, γενναιότητα και αυτοθυσία τις αξίες που δίνουν πραγματικό νόημα στη ζωή τους, υπερασπίζουν τον ίδιο τους τον εαυτό και τους συμπολίτες τους, επιλέγοντας να ζουν με ελευθερία καθορίζοντας οι ίδιοι τις τύχες τους.  Το επιχείρημα ότι η Αθήνα του Περικλή κατέρρευσε στη συνέχεια δεν αποδυναμώνει στο ελάχιστο τον τρόπο της σκέψης του,  που παραμένει ακέραια, ως αναντικατάστατο μοντέλο για έναν μελλοντικό πολιτισμό.

Ο Ρίτσος επίσης  με την «Ελένη», έχοντας αφομοιώσει αυτό το ουμανιστικό πανανθρώπινο μοντέλο σκέψης της αρχαιότητας,  υπερβαίνει με τόλμη τα όρια του τόπου και της ιστορίας, επαναπροσδιορίζοντας σε παγκόσμιο επίπεδο το νόημα της ανθρώπινης περιπέτειας και του ανθρωπίνου Σώματος, το οποίο υπομένει καρτερικά τη βάσανο, την ταπείνωση και τη φθορά μέσα στην τύρβη ενός αμείλικτου χρόνου, που ρέει αμετάκλητα σαν διαρκές παρόν.                                 

Δυο αριστουργηματικά κείμενα που παραμένουν πηγές αυτογνωσίας, έμπνευσης και ενθουσιασμού για την εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού.

Διαβάστε επίσης: 

“Ελένη” του Γ. Ρίτσου & “Ο Επιτάφιος του Περικλή” του Θουκυδίδη: Μια ενιαία παράσταση σε σκηνοθεσία Δήμου Αβδελιώδη στο θέατρο Αθηνών