Το έργο «ΤΑΞΗ» των Ιζόλτ Γκόλντεν και Ντέιβιντ Χόραν είναι ένα έργο που με κέρδισε με τα χαρίσματά του, μόνο του, θα έλεγα, παρόλο που η δική μου προδιάθεση μάλλον μεροληπτούσε σε βάρος του. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.  Ήταν η εποχή μετά τον κορωνοϊό όπου είχαμε το δικαίωμα ως θίασος να κάνουμε αίτηση στο ΥΠΠΟΑ για να επιχορηγηθούμε για 2 χρόνια παρουσιάζοντας φυσικά και το ανάλογο πρόγραμμα θεατρικών έργων. Επωφεληθήκαμε και αναλάβαμε την υποχρέωση να παρουσιάσουμε 4 έργα σε 2 χρόνια, ένα εκ των οποίων ήταν και η «ΤΑΞΗ». Και ενώ ο βηματισμός των παραστάσεων προχωρούσε κανονικά, το έργο αυτό είχε μείνει τελευταίο και κάθε φορά που το σκεφτόμουν, αισθανόμουν για ανεξήγητους λόγους μέσα μου μια… απροθυμία να την πω; Απώθηση; Κούραση; Είχα μετανιώσει;  Δεν ξέρω, κάτι πάντως στο θέμα του έργου αντιστρατευόταν την πρώτη εκείνη χαρά που είχα όταν το ανακάλυψα διαβάζοντάς το από τα αγγλικά.  Ίσως να ήταν το θέμα που με ενοχλούσε, σκεφτόμουν, η επιστροφή στα σχολικά θρανία και στα μαθησιακά προβλήματα, στα τραύματα της παιδικής ηλικίας… Τώρα, μετά από τόσα χρόνια; Εγώ; Σε αυτή την ηλικία; Τι νόημα έχει;…

Τα πράγματα άλλαξαν άρδην μόλις ξεκινήσαμε τις αναγνώσεις και άρχισα να ανακαλύπτω την κρυμμένη δύναμη του έργου με τη βοήθεια των ηθοποιών μου. Ίσως υπεύθυνη να ήταν εκείνη η δαιμονική φράση της Ντόνα που ακούγεται κάποια στιγμή να λέει προσπαθώντας να σταματήσει μ’ ένα χαρτομάντιλο τη μύτη του άντρα της Μπράιαν που στάζει αίμα «Γαμώτο μου, όλα σαν ντεζαβού* είναι». Γιατί πράγματι, αυτή η αίσθηση, «μα εγώ το έχω ξαναζήσει αυτό», που συμβαίνει στο έργο, μέσα στο μυαλό της Ντόνα, σιγά σιγά, υποδόρια, χωρίς να συνειδητοποιείται, σαν τον καταλύτη που αλλάζει τη ταχύτητα μιας χημικής αντίδρασης, η αίσθηση αυτή άρχισε να βγαίνει και έξω από το έργο, να διαχέεται μέσα στην πρόβα και στα δικά μας μυαλά και να δημιουργεί μια εντελώς νέα πραγματικότητα. Για πρώτη φορά στη σκηνοθεσία ενός έργου τα αντικρίσματα (όπως ονομάζουμε εμείς οι άνθρωποι του θεάτρου το περιεχόμενο των λέξεων) άρχισαν να μας κυνηγάνε από μόνα τους, χωρίς καμιά προσπάθεια από την πλευρά μας, όπως συνέβαινε με άλλα έργα όπου ο ηθοποιός και ο σκηνοθέτης έπρεπε να τα ανακαλύψουν κρυμμένα κάτω από τις λέξεις. Ακόμα και στον ύπνο μου άρχισαν να με επισκέπτονται απρόσκλητες οι εικόνες της παιδικής μου ηλικίας, ξεχασμένες, αποσυρμένες προ πολλού στο χρονοντούλαπο της προσωπικής μου μυθολογίας: τα πρόσωπα των συμμαθητών μου του δημοτικού, οι όμορφες συμμαθήτριές μου, ο πρώτος έρωτας, τα βαριά ξύλινα, σκαλισμένα από τους σουγιάδες των μαθητών, θρανία, η βέργα του δασκάλου σε αναμονή, τα τετράδια με τα μπλε καλύμματα και τις ετικέτες με τα παιδικά γράμματα, η πράσινη λαδομπογιά στους τοίχους της αίθουσας, το κόκκινο ιώδιο στα γόνατα και στους αγκώνες μας, οι χάρτες Φυσικής Ιστορίας πάνω απ’ τα κεφάλια μας, ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, η Παναγία, το κουδούνι στο σχόλασμα… Ένας ολόκληρος κόσμος γεμάτος βλέμματα, χειρονομίες, σκανδαλιές και άρωμα σχολείου, ανακατεμένος με τις φράσεις του έργου και την αχλή του χρόνου διαγκωνίζονταν σαν τα παιδιά σε ώρες διαλείμματος, ποιο θα πρωτοκρυφτεί πίσω από τις λέξεις του κειμένου των Ιζόλτ Γκόλντεν και Ντέιβιντ Χόραν, που με έναν θαυμαστό τρόπο ανακαλούσε αβίαστα, αν και το έργο αναφέρεται σε ιρλανδικό σχολείο, τις δικές μας σχολικές αναμνήσεις… Τα παιδιά τελικά, είναι παντού παιδιά.

«Γαμώτο μου, όλα σαν ντεζαβού είναι». Ξέρετε στο θέατρο οι έννοιες των λέξεων που μιλάει ο ηθοποιός πάνω στη σκηνή δεν συμπίπτουν ποτέ με εκείνες που είναι γραμμένες στα λεξικά. Α, έτσι θα ήταν εύκολη υπόθεση το θέατρο. Θα βάζαμε τα λεξικά να παίζουν θέατρο κι όχι οι άνθρωποι… Για να ζωντανέψει το νόημα των λέξεων πάνω στη σκηνή, πρέπει οι λέξεις να αναβαπτιστούν μέσα στα βιώματα του ηθοποιού, να πάρουν κάτι από τους τρόπους του, την ιστορία του, να γίνουν ένα με την ανάσα του, να γεμίσει ο ήχος τους από το περιεχόμενο της ζωής του, το γέλιο να είναι το γέλιο του και το κλάμα το κλάμα του. Και οι εικόνες, οι εικόνες του. Γιατί το νόημα μιας λέξης είναι ο ήχος της, κι αυτός ο ήχος είναι ό,τι πιο προσωπικό διαθέτει ο ηθοποιός όταν παίζει, αφού για να δημιουργηθεί πρέπει ο αέρας να περάσει πρώτα μέσα απ’ το διάφραγμά του, τα σπλάχνα του. Οι λέξεις γεννιούνται, δεν λέγονται…

Οι λέξεις στα λεξικά είναι σαν τις ταριχευμένες πεταλούδες στον πίνακα της Φυσικής Ιστορίας.

«Γαμώτο μου, όλα σαν ντεζαβού είναι»!

Με όλα αυτά δεν θέλω να πω πως το έργο μας αφορά στην παιδική ηλικία και μόνο, μην παρεξηγηθώ. Όμως για να φτάσει η πρόβα στη βαθύτερη ουσία του έργου που, κακά τα ψέματα, αφορά στον σαπισμένο κόσμο των μεγάλων, έπρεπε πρώτα να περάσει από την αθωότητα της παιδικής ηλικίας, μέσα από τον «ξεχασμένο» κόσμο των παιδιών που παραμόνευε εκεί κοντά, κοντύτερα από ό,τι είχα, εγώ και οι συνεργάτες μου, υποψιαστεί ποτέ, έτοιμος να μας θυμίσει πως, ναι, «Γαμώτο μου, όλα σαν ντεζαβού είναι».

*déjà vu (ντεζά βου): η αίσθηση που έχει κάποιος ότι μία κατάσταση που βιώνει στο παρόν έχει επαναληφθεί ακριβώς στο παρελθόν.

Διαβάστε επίσης:

Τάξη, των Ιζόλτ Γκόλντεν και Ντέιβιντ Χόραν σε σκηνοθεσία Μιχάλη Βιρβιδάκη στο θέατρο Σταθμός