Ο Δημήτρης Καπουράνης είναι ηθοποιός. Αυτήν την περίοδο παίζει στην παράσταση «Μια άλλη Θήβα» σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου στο Θέατρο του Νέου Κόσμου και στη σειρά «Τα καλύτερά μας χρόνια» στην ΕΡΤ.

***

Η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύτηκα αρκετά να ξεκινήσω να γράφω – ίσως γιατί τα συναισθήματα και οι λέξεις για την συγκεκριμένη παράσταση ακόμα είναι πολύ ανάκατα στο κεφάλι μου. Το κείμενο ήρθε στα χέρια μου πολύ πριν ξεκινήσουμε πρόβες και ήδη από την πρώτη ανάγνωση με συνεπήρε το θέμα – ή μάλλον καλύτερα οι αναρίθμητες θεματικές που αυτό ανοίγει. Η πατροκτονία, η σχέση με τον πατέρα μου, με την μητέρα μου, ο οιδίποδας, οι αδερφοί Καραμαζώφ, ο Φρόυντ και η πατροκτονία, ο αισθητισμός, ο ρεαλισμός, ο Ντοστογιέφσκι, η υπεράσπιση ενός δολοφόνου, η σχέση μου με τον (εκάστοτε) σκηνοθέτη, η υποκριτική, ο εγκλεισμός, η μουσική, οι συναντήσεις και οι αποχωρισμοί. Όσο περισσότερο εμβαθύνω στο κείμενο, τόσο περισσότερο οι σκέψεις αυτές κατακλύζουν το κεφάλι μου σε μια προσπάθεια να τα βάλω σε μια σειρά. Το ερώτημα λοιπόν ήταν και είναι από πού ξεκινάω και γιατί δυσκολεύτηκα να ξεκινήσω πρώτα από μένα.

Για να δικαιολογηθώ ίσως, είναι η πρώτη φορά που έχω να διαχειριστώ έναν τόσο μεγάλο όγκο κειμένου καθώς και μια τόσο μεγάλη πορεία χαρακτήρα σ’ αυτό. Αυτό βέβαια μόνο υπέρ μου είναι καθώς, ναι, νιώθω πολύ τυχερός που καταπιάνομαι με κάτι τόσο δύσκολο και συνάμα ωραίο.

Προσπάθησα λοιπόν ήδη από πολύ νωρίς να αποσαφηνίσω τους δύο αυτούς χαρακτήρες που έχω να διαχειριστώ (Φεδερίκο και Μαρτίν). Ο πρώτος σπουδαστής δραματικής σχολής, ένας ας πούμε τηρουμένων των αναλογιών ευνοούμενος νέος ενώ ο δεύτερος ο Μαρτίν – κακοποιημένος από τον Πατέρα του και εν τέλει πατροκτόνος. Η πρώτη μου σκέψη λοιπόν ήταν ότι παρακολουθούμε τις 2 όψεις του ίδιου νομίσματος και κατά κάποιον τρόπο αυτό είναι αλήθεια καθώς, ηθικολογώντας, ο δολοφόνος μας μοιάζει να μην είχε άλλη επιλογή. Η ενδοοικογενειακή κατάσταση καθώς και η κοινωνική του θέση μονοδρόμησαν την πράξη του – όπλισαν το χέρι του.

Θέλω να αγαπώ τους χαρακτήρες που υποδύομαι – έχω την ανάγκη να τους δικαιολογώ – έστω κι αν αυτοί σιχαίνονται τον εαυτό τους. Στο κάτω κάτω, όλοι μας σε στιγμές μας σιχαινόμαστε, όχι;

Σε σχέση με τον Φεδερίκο άφησα το ένστικτό μου να με καθοδηγήσει καθώς θεώρησα πως από γραφής η διαδρομή που είχα να κάνω για να τα βρούμε κάπου στη μέση ήταν μικρότερη από αυτή του Μαρτίν. Είναι ηθοποιός, λίγο πριν τελειώσει τη σχολή, έχει ένα σπίτι, κρεβάτι ζεστό, την ελευθερία να κάνει ό,τι θέλει και δυο γονείς που τον στηρίζουν. Ο δρόμος αυτός άργησε να με πάει κάπου, καθώς η ευκολία που είχα όταν έβαζα τις λέξεις του στο στόμα μου μετέφραζαν κάθε νόημα σε σκέτη πληροφορία. Αυτό λοιπόν ήταν το πρώτο μάθημα που πήρα από αυτήν την παράσταση. Η σύγκρουση με τον εαυτό σου για να προσεγγίσεις το οτιδήποτε είναι η μόνη πηγή δημιουργίας – αυτό βλέπω πάντα. Αν εύκολα αγγίζεις κάτι, εξίσου αδιάφορα θα το αφήσεις και θα σε αφήσει.

Όλα αυτά μάλλον τα λέω για να καταλήξω στο εξής – κάνουμε μια σπουδαία δουλειά – διότι καθημερινά μας δίνεται η ευκαιρία να αναμετρηθούμε με τον εαυτό μας, με τα ελαττώματά μας, με τις σκέψεις μας, με την εικόνα μας. Κυριολεκτικά πληρωνόμαστε για να το κάνουμε αυτό – ο κόσμος αυτό έρχεται να δει, συνειδητά ή ασυνείδητα. Έρχεται να δει ανθρώπους να παλεύουν με τον εαυτό τους σε ελάχιστα τετραγωνικά μέτρα.

Διαβάστε επίσης:

Μια άλλη Θήβα, του Σέρχιο Μπλάνκο στο θέατρο του Νέου Κόσμου