Θυμάμαι πάντα ένα απόσπασμα από το συγκλονιστικό «Διπλό βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή, που περιγράφει τη ζωή ενός Έλληνα μετανάστη στη Γερμανία:

«Άνθρωποι, κόσμος πολύς, περνάνε δίπλα μου, πάνε μαζί μου. Και πάω και γω –  ο δρόμος μάς πάει, η λεωφόρος, κάτω απ’ τα φώτα της. Τους κοιτάζω. Όλοι τους, λέω, πηγαίνουνε κάπου, έχουνε κάπου να πάνε. Εγώ είμαι εδώ, στη λεωφόρο, στην άσφαλτο, περισσότερο απ’ όλους. Δε με περιμένει κανένας εμένα, δεν έχω πουθενά που να θέλω να πάω, να γυρίσω κάπου. Σαν να ‘ναι το σπίτι μου εδώ, εδώ κι η πατρίδα μου, το κανένα σπίτι μου, η καμιά μου πατρίδα. […] Και να φροντίσεις εσύ, κύριε συγγραφέα, να μου βάλουνε κάποτε και μια πλάκα στο σπίτι της Φράου Μπάουμ, από την πίσω μεριά, της αυλής, πως εδώ κατοίκησε κάποτε ο ξενότερος απ’ όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων».

Δίπλα στο «Διπλό βιβλίο», υπάρχει φυσικά και το σπαρακτικό «Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη» του Θανάση Βαλτινού, τα «Μερόνυχτα Φραγκφούρτης» και οι «Συμπαίχτες» του Αντώνη Σουρούνη, βιβλία και συγγραφείς που κατέγραψαν με μεγάλη ευαισθησία τη ζωή των πρώτων Ελλήνων μεταναστών. Τι έγινε όμως με τη δεύτερη γενιά, τι συνέβη σε όσα παιδιά έμειναν πίσω; Πώς βίωσαν το τραύμα του αποχωρισμού από τους γονείς, τι επίπτωση είχε στον ψυχισμό τους;

Η νουβέλα της Χαρούλας Αποστολίδου Μάλο μόμε και η παράστασή μας που βασίζεται πάνω της αυτό το διπλό δράμα διερευνά: τον σκληρό ξενιτεμό της μάνας αλλά και το βίωμα της εγκατάλειψης στις κόρες της που έμειναν πίσω.

Ο τίτλος Μάλο μόμε προέρχεται από ένα μακεδονίτικο τραγούδι. Ένα μικρό κορίτσι, στο τραγούδι, ρωτάει και ξαναρωτάει πού είναι η μάνα του. Το τραγουδάει η ίδια η μάνα όταν πρώτη φορά στη ζωή της αφήνει το χωριό της και τα δυο μικρά παιδιά της, ξεκινώντας το μακρύ ταξίδι για τις φάμπρικες της Γερμανίας, ώστε να πάρει κουράγιο για να αντιμετωπίσει τον άγνωστο κόσμο, τη σκληρή δουλειά, τη μοναξιά. Και το τραγουδάει ξανά, για παρηγοριά, όταν, μετά την επιστροφή της, η σύγκρουση με την κόρη της τη φέρνει σε απελπισία. Η κόρη, από τη μεριά της, αγωνίζεται να γιατρέψει την εγκατάλειψη που βίωσε, να αποκαταστήσει τη χαμένη σύνδεση μεταξύ τους, να καταλάβει τι συνέβη.

«Καθώς μεγάλωνε η μάνα μας, κάποιος μυστικά της έβγαζε εισιτήριο για τη Γερμανία» λέει η άλλη κόρη, συνδέοντας τη μικρή, προσωπική τους περίπτωση με την ευρύτερη, εθνική Ιστορία. «Το παν κυβερνά η ανάγκη», λέει η μάνα, ενώ αφηγείται πώς πήρε το δρόμο της ξενιτιάς, τεμάχιο με νούμερο στο σταθμό του Μονάχου, κυνηγώντας το καλύτερο αύριο. Στα λόγια της, περνούν τα γεγονότα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, ξεκινώντας από τα μετεμφυλιακά χρόνια.

Photo Credit: Αγάπη Καλογιάννη

Γεννημένη σ’ ένα χωριό της Δυτικής Μακεδονίας, από μικρό κορίτσι ξεχνάει τα όνειρά της («τίποτα δε μ’ αφήσανε να κάνω, εγώ ήθελα τα γράμματα»), κάνοντας υπομονή και σκύβοντας το κεφάλι στη θέληση των γονιών, του άντρα της, της πεθεράς της («κι έτσι άλλαξα αφέντες όταν με δώσανε στον μπαμπά σου»). Βιώνει τη διάκριση και την υποτίμηση, καθώς είναι ντόπια που μπαίνει σε οικογένεια Ποντίων («μου απαγόρεψαν να μιλώ τη γλώσσα μας»). Σε συνθήκες ακραίας φτώχειας αναγκάζεται να ξενιτευτεί και να αποχωριστεί τα παιδιά της. Εκεί έρχεται αντιμέτωπη με τα εξαντλητικά ωράρια της δουλειάς («χαμογελούσα μόνο κι έλεγα για, για»), την αναλγησία του συστήματος («όπου φτωχός κι η μοίρα του, πού να έβρισκες το δίκιο σου;»), τη βία και την περιφρόνηση ως γυναίκα-μετανάστρια («τι, η αστυνομία εμένα θα πίστευε;») Έχει όμως ορκιστεί να τα καταφέρει, για να προσφέρει στα κορίτσια της ένα καλύτερο μέλλον. Βάζει Ατρίξ στα σκασμένα χέρια της και πασχίζει να ξεπεράσει τις δυσκολίες με τη θυμοσοφία του καθήκοντος.

Από την άλλη, για τα παιδιά της είναι μια «Γερμανίδα με μαλλί λάχανο και μίνι φούστα». Επιστρέφοντας στην πατρίδα, αντιμετωπίζει την αποξένωση από τις κόρες της, καλείται να λογοδοτήσει για επιλογές ζωής που δεν ήταν δικές της, να συναισθανθεί τη δική τους αγιάτρευτη ζωντανή ορφάνια, να επιχειρήσει να επουλώσει τις πληγές τους.

Η παράσταση, εκκινώντας από την περιπέτεια των ανώνυμων ηρωίδων της, φωτίζει  την αρχετυπική σχέση παιδιού και γονέα, την απώλεια, την αγωνία της ενηλικίωσης, την καθημερινή πάλη για την επιβίωση. Η γυναίκα-μάνα, αιχμάλωτη στις επιταγές της πατριαρχικής κοινωνίας, υφίσταται τη βία της φτώχειας και της ξενιτιάς, τη βία των προσώπων και του συστήματος. Κι από την άλλη, οι παράπλευρες επιπτώσεις αυτού του ξεριζωμού, το δράμα όσων μένουν πίσω, η ενηλικίωση σε συνθήκες ορφάνιας που γεννάει την αδυναμία να συγχωρήσεις αυτόν που σε εγκατέλειψε.

Η ιστορία της μετανάστευσης, αυτής της ανοιχτής πληγής του σύγχρονου κόσμου, γεννά αμέτρητες ιστορίες ζωής, μικρά και μεγάλα ανθρώπινα δράματα που συντελούνται διαρκώς γύρω μας. Η Ελλάδα, με βαρύ ιστορικό προσφυγιάς και μετανάστευσης (στις πέντε ηπείρους) αποτελεί σήμερα τόπο υποδοχής, αλλά και συχνά απώθησης, ανθρώπων που αναζητούν απεγνωσμένα καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Παράλληλα ένα καινούργιο κύμα, κυρίως νέων που μαστίζονται από την ανεργία, κατευθύνεται σε νέους προορισμούς αναζητώντας καλύτερες θέσεις εργασίας. Η Ιστορία μοιάζει να κάνει διαρκώς κύκλους και οι άνθρωποι δεν πρέπει να ξεχνούν πως η ζωή είναι πάντα μια εύθραυστη συνθήκη και πως οι αναγκαστικές επιλογές των προσώπων έχουν ποικίλες επιπτώσεις, κρυφές ή φανερές, που πολύ συχνά οδηγούν σε τραγωδίες ζωής, ανεπανόρθωτες.

Διαβάστε επίσης:

Μάλο Μόμε ή Μικρό Κορίτσι, της Χαρούλας Αποστολίδου σε σκηνοθεσία Νάντιας Δαλκυριάδου στο θέατρο Μεταξουργείο