Με οχτώ ερμηνευτές και ζωντανή μουσική επί σκηνής το έργο του Άντον Τσέχωφ «Πλατόνωφ» ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Δανάης Σπηλιώτη στο Νέο Θέατρο Θησείον, ένα Θέατρο για τις Τέχνες. Εκεί πρόκειται να παρακολουθήσουμε ένα καλοκαιρινό πάρτι στην αυλή ενός αρχοντικού που καταρρέει. Μια εικόνα της ταραγμένης προεπαναστατικής Ρωσίας. Με διάθεση ιλαρή, όπου η φιλοσοφία μπλέκεται με τις ανθρώπινες αδυναμίες και το γελοίο.

***

-Γιατί επιλέξατε να καταπιαστείτε με το πρωτόλειο θεατρικό έργο του Τσέχωφ, «Πλατόνωφ»; Τι σας γοήτευσε σε αυτό;

Αγαπώ πολύ τον Τσέχωφ και ως θεατρικό συγγραφέα και ως διηγηματογράφο. Με συγκινεί η ματιά του και με ενθουσιάζει το χιούμορ του. Διάβαζα τον Πλατόνωφ πριν από κάποια χρόνια, αναζητώντας ένα έργο του Τσέχωφ πέρα από αυτά που ανεβαίνουν συνεχώς στην ελληνική σκηνή. Με γοήτευσε. Αυτή είναι η λέξη. Με μάγεψε η ατμόσφαιρα, με τάραξε η ορμή, με συγκίνησε το λεπτό του χιούμορ και με τρόμαξε ο όγκος του σε διάρκεια, βάθος, θεματικών αξόνων. Έχω την αίσθηση πως συνομιλώ με μία θάλασσα. Αυτό είναι για μένα το έργο. Είναι ζωντανό, έχει τον όγκο του, μου κάνει την χάρη να είναι εύπλαστο, μα με τρομάζει γιατί πάντα θα είναι σκοτεινό και βαθύ και αυτό πρέπει να το σέβομαι. Μπορώ να παίξω μαζί του, αλλά να σέβομαι τον οργανισμό του.

-Μιας και το αρχικό κείμενο θα απαιτούσε ένα πολύωρο ανέβασμα, θα θέλατε να μας σχολιάσετε τη διαδικασία διασκευής αυτού, και να μας πείτε τι πρόκειται να δούμε στο Θέατρο Θησείον;

Ασχολήθηκα αρκετό καιρό με το κείμενο. Ακριβώς επειδή είναι ένα κείμενο με πολλούς άξονες, πολλά πρόσωπα και παραστάσιμη διάρκεια γύρω στις έξι ώρες, πρέπει να κάνει κανείς επιλογές. Αφού είδα την δομική του εξέλιξη, τις πορείες των χαρακτήρων, τα θέματα, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση, τις προεκτάσεις στο σήμερα, την αναρώτηση του συγγραφέα για το ίδιο του το έργο, έπαθα πανικό. Ήταν τόσο ευρύ το υλικό που δεν θα τα κατάφερνα με μία λογική μεθοδολογία. Αποφάσισα να το προσεγγίσω βάζοντας μπροστά το ένστικτό μου. Είναι μία δουλειά στην οποία βασίστηκα αρκετά την αίσθησή μου, στο ένστικτο και στην παρόρμηση.

Αυτό που εγώ κράτησα ως ιστορία, είναι η ιστορία του Τσέχωφ, δηλαδή μία γιορτή στην αυλή ενός σπιτιού που καταρρέει, λόγω οικονομικών χρεών. Ο Πλατόνωφ κέντρο της γιορτής, σαν κορυφαίος ενός χορού, πυροδοτεί το πάρτυ και όλοι μαζί πλέκουν μία ιστορία με πάθη, «πείνα», έρωτες, αναζήτηση της εξόδου, αναζήτηση του «αίσιου τέλους».

Ο Τσέχωφ γράφει για ομάδες ανθρώπων, για κοινότητες. Έτσι προσπάθησα να δω πώς η ιστορία από ένα σημείο και έπειτα γίνεται η ιστορία μια «κοινής ψυχής». Γι’ αυτό οι ηθοποιοί είναι μόνιμα παρόντες, όλοι μαζί στην σκηνή.

-Η πλοκή της ιστορίας εξελίσσεται σε έναν κήπο, χώρο στον οποίο επιστρέφει και σε άλλα έργα του ο Τσέχωφ (Βυσσινόκηπος, Θείος Βάνιας, Γλάρος, Τρεις αδελφές). Στον «Πλατόνωφ» βλέπετε  κι άλλα γνώριμα τσεχωφικά στοιχεία;

Βεβαίως. Το πιο χαρακτηριστικό βρίσκεται στον πυρήνα της ιστορίας. Στην ματιά του Τσέχωφ για την μεγάλη ζωή και τους μικρούς ανθρώπους. Την εγγύτητα και την απόσταση που εναλλάσσει. Σαν να αλλάζει φακούς. Το zoom in και το zoom out που κάνει. Αυτό παράγει ένα λεπτό και συγκινητικό χιούμορ. Το πόσο μικρός και μεγαλειώδης στην μηδαμινότητά του είναι ο άνθρωπος. Η σταθερή ερώτηση του Τσέχωφ για την ζωή μετά, η «οικολογική» και «οικουμενική» ματιά του Τσέχωφ για την ζωή.

Πέρα από αυτό, εμφανίζονται χαρακτήρες συγγενικοί με χαρακτήρες που θα δούμε στα επόμενα έργα του, το μοτίβο της αναζήτησης ενός άλλου τόπου, μιας ουτοπίας. Tο φευγιό στη «Μόσχα», που θα δούμε στις Τρεις Αδερφές, ή σε έναν παράδεισο όπως στο φινάλε του Θείου Βάνια. Και φυσικά το σπίτι που χάνεται, όπως στον Βυσσινόκηπο.

Photo Credit: Κωστής Καλλιβρετάκης, Αντώνης Χρήστου

-Θα παραμείνω λίγο στον κήπο, μιας και μαζί με την Ελένη Χαΐνη, διαμορφώσατε τον σκηνικό χώρο της παράστασης. Πείτε μας για τις αισθητικές επιλογές σας, και το πως φανταστήκατε τον κόσμο του «Πλατόνωφ» επί σκηνής.

Ο Τσέχωφ μας οδηγεί στην έναρξη του έργου στις σκηνικές οδηγίες σε έναν χώρο συγκέντρωσης, με μουσικά όργανα και «ανάμεικτα έπιπλα, νέα και παλαιά». Αυτό το είδα ως κλειδί. Ένα πάρτυ σε μία διαλυμένη αυλή, με στοιχεία προηγούμενης εποχής στην οποία σύγχρονοι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν να γιορτάσουν με ζωντανή μουσική.

-Κατά τη γνώμη σας, τι προσθέτει η ζωντανή μουσική του Δημήτρη Χατζηζήση στην παράστασή;

Η μουσική, ενώ φαίνεται ότι είναι η μουσική ενός ελαφριού καλοκαιρινού πάρτυ, άλλοτε οδηγεί και άλλοτε βηματίζει μαζί με την ψυχολογία που εξελίσσεται επί σκηνής. Την εσωτερική κίνηση της ιστορίας.

-Αν έπρεπε να ξεχωρίσετε μια φράση από την παράσταση, ποια θα ήταν και γιατί;

Πού πονάτε;
Πονάω στον Πλατόνωφ.

Νομίζω πως αυτός ο διάλογος προσπαθεί να μιλήσει για κάτι ανείπωτο. Για τον πόνο μιας βαθιάς έλλειψης που συνοδεύει τον άνθρωπο από παιδί και θα τον συνοδεύει μέχρι το τέλος. Ένα οδυνηρό κενό, μια μοναξιά που μόνο η συνύπαρξη και το άγγιγμα μπορεί να απαλύνει.

-Υπήρξε κάποιο ανέβασμα έργου του Τσέχωφ που παρακολουθήσατε ως θεατής, και σας εντυπώθηκε; 

Δεν έχω δει ποτέ παράσταση του έργου. Και εσκεμμένα δεν είδα και βίντεο παραστάσεων. Για μένα είναι σημαντικό να οικοδομήσω μια προσωπική σχέση, έναν προσωπικό διάλογο με το κείμενο και έπειτα να μοιραστώ την εμπειρία αυτή με το κοινό.

-Θα θέλατε να μοιραστείτε κάποιο μελλοντικό επαγγελματικό σας σχέδιο με τους αναγνώστες του CultureNow;

Αυτό που ξέρω είναι ότι θέλω να κάνω τέχνη από εσωτερική ανάγκη και όρεξη. Δεν έχω ιδέα τι θα είναι το επόμενο. Η αλήθεια είναι πως αυτήν την στιγμή είμαι απόλυτα συγκεντρωμένη σε αυτήν την δουλειά. Αυτή η απορρόφηση και οι γρήγοροι ρυθμοί δουλειάς καμιά φορά με κάνουν να χάνω σοβαρές εξελίξεις της πραγματικής ζωής. Προσωπικές, κοινωνικές και πολιτικές. Θέλω να κοιτάξω λίγο γύρω μου, την πραγματικότητα, να γυρίσω στην πραγματική ζωή. Θα δούμε.

Διαβάστε επίσης:

Πλατόνωφ, του Άντον Τσέχωφ σε σκηνοθεσία Δανάης Σπηλιώτη στο Νέο Θέατρο Θησείον