Την Παρασκευή 1 Μαρτίου βρέθηκα στον εξαιρετικό χώρο της κεντρικής σκηνής του Gazarte για να παρακολουθήσω την πρώτη εμφάνιση του Bill Laurance στη χώρα μας. Η πρώτη ημέρα της άνοιξης, μιας εποχής που συμβολίζει την αναγέννηση της φύσης και είναι συνήθως συνδεδεμένη με την καλή διάθεση, συνδυάστηκε ιδανικά με τη θαυμάσια εμφάνιση του Άγγλου μουσικού και συνθέτη σε μια ωδή στη μουσική και τον ρόλο της αυτοσχεδιαστικής δημιουργίας ως μια μορφή ύψιστης καλλιτεχνικής έκφρασης. Ας ξεδιπλώσουμε, ωστόσο, από την αρχή, τις σημαντικότερες στιγμές της βραδιάς.

Γύρω στις 10, με το κοινό να συνεχίζει να καταφθάνει γεμίζοντας σιγά σιγά το χώρο, τα πολύ όμορφα τραγούδια από το προτελευταίο album του James Blake που ακούγονταν από τα ηχεία, δημιουργούσαν μια ιδιαίτερα χαλαρή ατμόσφαιρα, δίνοντας την ευκαιρία στον κόσμο, εν αναμονή της συναυλίας, να συνομιλήσει υπό το φως των κεριών και τον χαμηλό φωτισμό. Εικοσιπέντε λεπτά μετά τις 10, λοιπόν, υποδεχτήκαμε στη σκηνή τον Bill Laurance, ο οποίος, προτού λάβει τη θέση του στο πιάνο, ευχαρίστησε με μια υπόκλιση το αθηναϊκό κοινό που τον καλωσόρισε θερμά.

Έπειτα από κάποια δευτερόλεπτα αυτοσυγκέντρωσης, ο Laurance, με τα μάτια κλειστά και τα δάκτυλά του ακουμπισμένα στα πλήκτρα του πιάνου, βυθίστηκε αστραπιαία στο μουσικό του σύμπαν και ένα μοναδικό μουσικό ταξίδι που θα συνέπαιρνε τους ακροατές, έμελλε να ξεκινήσει. Το πρώτο κομμάτι της βραδιάς ήταν το θαυμάσιο «Chia» από τον πρώτο του προσωπικό δίσκο Flint (2014),  μετά το τέλος του οποίου, ο Laurance μας εξέφρασε τη χαρά του που βρίσκεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και μιλώντας για αυτήν την πρώτη του solo περιοδεία στην Ευρώπη, εξήγησε πώς το να βρίσκεται στη σκηνή συνοδευόμενος μόνο από το πιάνο, τα synthesizers και το work station του, αποτελεί για εκείνον μια μεγάλη πρόκληση.

Τα έντονα ηλεκτρονικά στοιχεία του εξαιρετικού ακυκλοφόρητου κομματιού «Kinsman», σε συνδυασμό με την υπέροχη μελωδία από το πιάνο του Laurance και τον εκπληκτικό φωτισμό στη σκηνή, μας εισήγαγαν για τα καλά στον κόσμο της ambient μουσικής. Ακολούθησε το «The Keeper», ένα κομμάτι από το δίσκο Cables (2019) που θα κυκλοφορήσει σύντομα, το οποίο ο Άγγλος μουσικοσυνθέτης προλόγισε αναφερόμενος στο κεντρικό μήνυμα της σύνθεσής του, ότι δηλαδή, όταν συνεχίζεις να αναζητάς κάτι, έχεις πολλές πιθανότητες να το βρεις.

Στη συνέχεια, σε μια μικρή εισαγωγή για το επόμενο κομμάτι, ο Laurance μας μίλησε για την κλιματική αλλαγή και για το πόσο, τα τελευταία χρόνια, έχει αλλάξει η οπτική του για το φαινόμενο αυτό, κάτι που αποτέλεσε και το έναυσμα για να γράψει το συγκεκριμένο κομμάτι. Όπως μας είπε, συνέθεσε το «Ebb Tide» εμπνευσμένος από τη θάλασσα, στην προσπάθεια του, να μεταφέρει, σε ηχητική μορφή, το οπτικό φαινόμενο που δημιουργείται κατά την παλίρροια και συγκεκριμένα, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ υψηλής και χαμηλής στάθμης του νερού, όταν αυτό αποτραβιέται σταδιακά από την ακτή. Το εκπληκτικό στοιχείο με αυτό το κομμάτι είναι ότι καταγράφει εξαιρετικά  το φαινόμενο αυτό και μέσα από την αυξομείωση της έντασης και την εναλλαγή του ρυθμού, μπορούσες, πράγματι, να σκιαγραφήσεις στο μυαλό σου όσα είχε μόλις περιγράψει ο Laurance, κάτι που δεν είμαι σίγουρη εάν οφείλεται στην εισαγωγή που προσωπικά με προϊδέασε ή στην ίδια την καλογραμμένη και επιτυχημένη αυτή σύνθεση.

Με όλο και περισσότερα άτομα να έχουν αρχίσει να κινούνται ρυθμικά στις θέσεις τους, πλήρως απορροφημένοι στον μουσικό κόσμο του Laurance, απολαύσαμε έναν ατόφιο αυτοσχεδιασμό, μια πρόκληση που, μάλιστα, ο ίδιος έχει ενσωματώσει στις εμφανίσεις του έπειτα από τη συνάντηση που είχε με το είδωλό του, τον θρυλικό Herbie Hancock. Θέλοντας να θέσει ένα πλαίσιο στον αυτοσχεδιασμό του, ο Laurance ονόμασε το κομμάτι «Brexit improvisation» και αποτέλεσε ουσιαστικά τη μουσική του προσέγγιση με την οποία εξέφραζε τα συναισθήματα του σχετικά με το πολύπλοκο αυτό ζήτημα για τους Βρετανούς, σε μια μάχη -όπως αναδείχθηκε- μεταξύ της αβεβαιότητας και της αμφιβολίας από τη μια πλευρά, και της αισιοδοξίας και της αυτοπεποίθησης, από την άλλη, ενώ ο αυτοσχεδιασμός ολοκληρώθηκε με το μελαγχολικό κομμάτι «The Curtain» του συγκροτήματός του, Snarky Puppy.

Ακολούθησε το ατμοσφαιρικό «Constance» και στη συνέχεια, με το θαυμάσιο «Never-ending City» οι ρυθμοί άρχισαν να ανεβαίνουν ξανά με τη μελωδία από τη φωνή του Laurance να μετατρέπεται, μέσα από τη χρήση ειδικών εφέ, σε μια μικρή ορχήστρα εγχόρδων στο background. Τα τελευταία κομμάτια του set που προέρχονταν από το νέο δίσκο, ήταν το ομότιτλο «Cables» που αναδεικνύει τη σύνδεση που έχουμε με τους συνανθρώπους μας και το «Cassini», ένα κομμάτι εμπνευσμένο από το ενδιαφέρον του καλλιτέχνη για την αστρονομία και την εξερεύνηση του διαστήματος, ένα γνώριμο θέμα που αποτέλεσε την κύρια μορφή έμπνευσης των συνθέσεων της προηγούμενης δισκογραφικής του δουλειάς, Aftersun (2016). Έπειτα από το ενθουσιώδες χειροκρότημα του κοινού, λίγα λεπτά πριν τα μεσάνυχτα, ακολούθησε ένα υπέροχο encore με έντονα ηλεκτρονικά στοιχεία και τον εκπληκτικό φωτισμό να δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα.

Κατά τη γνώμη μου, είναι ένα πραγματικό επίτευγμα στη σημερινή ψηφιακή εποχή, εν μέσω των δραματικών αλλαγών που υπόκειται η μουσική βιομηχανία με την τεχνολογική εξέλιξη, να καταφέρνει ένας καλλιτέχνης να κάνει πολύ κόσμο να περιμένει μετά το τέλος της συναυλίας για να αγοράσει τον, ακυκλοφόρητο ακόμη, νέο του δίσκο.

Κάθε λεπτό που περνούσε κατά τη διάρκεια της συναυλίας και ξεδιπλωνόταν όλο και περισσότερο το ταλέντο αυτής της μεγάλης μουσικής ιδιοφυίας, το μυαλό μου κατακλυζόταν από έκπληξη, θαυμασμό και απορία για το εάν τελικά, υπάρχει όριο σε αυτή την ανεξάντλητη πηγή καλλιτεχνικής έκφρασης του Laurance. Η έντονη ανάγκη του Laurance για πειραματισμό και η αναζήτηση της δικής του δημιουργικής φωνής, τον έχουν οδηγήσει στην εξερεύνηση κάποιων πολύ διαφορετικών μεταξύ τους ειδών, όπως η κλασσική, η jazz και η ηλεκτρονική μουσική. Μάλιστα, η απρόβλεπτη φύση της αυτοσχεδιαστικής του προσέγγισης κρατούσε σε αγωνία το κοινό, ενώ ήταν πραγματικά πρωτόγνωρο το συναίσθημα  να νιώθεις πλήρης μετά από κάθε κομμάτι του setlist και να ανυπομονείς για το επόμενο, κάτι που όχι μόνο είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί από έναν μόνο μουσικό σε μια ζωντανή εμφάνιση, αλλά δεν συναντάται και συχνά.

Οι περισσότερες συναυλίες που έχω παρακολουθήσει -ακόμα και οι καλύτερες εξ αυτών-  χαρακτηρίζονται, στην καλύτερη περίπτωση, από καλοφτιαγμένα sets με κάποιες εξαιρετικές στιγμές κορύφωσης που αποτελούν και τα highlights της εμφάνισης του κάθε καλλιτέχνη. Είναι από τις λίγες φορές που βρίσκομαι στη θέση να πω ότι ολόκληρη η εμφάνιση του Bill Laurance ήταν θαυμάσια, ενώ κλίνω προς το να παραδεχτώ ότι, σε κάποιες  περιπτώσεις, οι λέξεις δεν είναι αρκετές για να εκφράσουν τη δύναμη της μουσικής. Εάν κάποιος αγαπάει, λοιπόν, τη μουσική, είμαι σίγουρη ότι θα ενθουσιάστηκε το ίδιο με εμένα από το έξοχο set και την αψεγάδιαστη εμφάνιση του Άγγλου multi-instrumentalist που ξεπέρασε κάθε προσδοκία.


Διαβάστε επίσης:

Ο Bill Laurance στο Gazarte