Στην έκθεση “I want to be the Hero of my story” παρουσιάζονται πέντε in situ εγκαταστάσεις συνθέτοντας ένα πολυεπίπεδο αφήγημα για τη γυναικεία συνθήκη, συνέχεια της προβληματικής της προηγούμενης της ατομικής έκθεσης “Your history, it’s not my story”.

Η εισαγωγή στην έκθεση γίνεται με το Which side you are on? Fences, ένα αφιερώμα στην Emily Dickinson (Έμιλι Ντίκινσον). Το συρματόπλεγμα της εγκατάστασης που από μόνο του εγείρει δυνατούς συνειρμούς, δεν αφήνει πολλά περιθώρια επιλογών στον θεατή ορίζοντας μια προκαθορισμένη πορεία μέσα στο χώρο. Οι σκιές του συρματοπλέγματος στους τοίχους και το πάτωμα μαζί με τα κόκκινα κεντημένα κείμενα δίνουν μια λαβυρινθώδη διάσταση επιτείνοντας τον αποπροσανατολισμό σε ένα χώρο που είναι άδειος μπροστά και πίσω από το συρματόπλεγμα. Ο φράχτης καθοδηγεί το θεατή στη μοναδική δίοδο πρόσβασης της έκθεσης, θέτοντας όρια, όπως είναι και ο ρόλος κάθε καλής περίφραξης. Άλλωστε «οι καλοί φράχτες κάνουν τους καλούς γείτονες». 

Η ιστορία της ποιήτριας Emily Dickinson είναι γνωστή: τα «ανοιχτά» ποιήματα της Dickinson λογοκρίθηκαν κατά την επιμέλειά τους από εκδότες και μεταφραστές. Είναι μία από τις πολλές περιπτώσεις γυναικών-δημιουργών (όπως και η Charlotte Brontë απόσπασμα της οποίας επίσης χρησιμοποιείται στο έργο) που διεκδίκησαν αρχικά την ευκαιρία να ακουστεί η φωνή τους και στη συνέχεια τη διατήρηση της αυθεντικότητας αυτής της φωνής, χωρίς μεταφράσεις κι ερμηνείες με στόχο να κριθούν και  πάρουν τη θέση που τους αξίζει ανάμεσα στους άντρες συναδέλφους τους.

Η Ποταμιάνου χρησιμοποιεί στίχους από ποιήματα της Dickinson για να επιστρέψει στη διαλεκτική της διαχείρισης των φόβων, της διεκδίκησης ταυτότητας, της μοναξιάς της εικαστικής δημιουργίας—και την αμφισβήτησή της.

Το συρματόπλεγμα παραπέμπει σε ιδιοκτησία, σύνορο αλλά και περιορισμό, εμπόδιο στην ελεύθερη διέλευση. Είναι όμως διάτρητο. Οι ιδέες, η δημιουργικότητα δύσκολα τιθασεύονται όπως δείχνουν τα παραδείγματα των Brontë και Dickinson.

Η ματιά της Ποταμιάνου είναι εικαστική. Οι λογοτεχνική ανάλυση των ποιημάτων δεν είναι το ζητούμενο στην έρευνά της. Η δουλειά της Dickinson χρησιμοποιείται αρχικά για την αξία που έχει ως βιωματική εμπειρία από την εικαστικό και στη συνέχεια ως μηχανισμός εικαστικής αυτογνωσίας.

Ένα μονοπάτι μακριά από αυθεντίες στρώνεται πλακάκι-πλακάκι το επόμενο έργο, Silent Revolt, μια σειρά από δομικά υλικά/πορτραίτα όπου τα προσωπικά αντικείμενα τσιμεντώνονται αρθρώνοντας ένα σύνολο εναλλακτικών αφηγήσεων από ιστορίες σιωπηρής καθημερινότητας, ένα μοτίβο από ίχνη γυναικών—αληθινών γυναικών—που έζησαν στο παρελθόν ή ζουν ανάμεσά μας, διεκδικώντας το χώρο και το ρόλο τους στην δομή των πραγμάτων. Εδώ, το πλέγμα είναι εσωτερικό στο τσιμέντο, στοιχείο που συγκρατεί και κάνει την κατασκευή στέρεη όπως και οι γυναίκες αυτές.  Η φωνή των αφανών γυναικών είναι εκεί, αρκεί κανείς να έχει αυτιά να την ακούσει, ή μάτια να τη «διαβάσει». Τα τσιμεντένια πορτραίτα της Ποταμιάνου δίνουν ίσο χώρο σε κάθε γυναίκα—την ισοτιμία που δεν έχουν στην καθημερινή ζωή—παραθέτουν χωρίς ενοχές αντικείμενα μόδας και ομορφιάς δίπλα σε αγαπημένα έργα τέχνης, εργαλεία εργασίας και χρηστικά αντικείμενα που τις συντροφεύουν αναδεικνύοντας τις ομοιότητες αλλά και τη διαφορετικότητα τους.

Μια διαφορετική περίπτωση γυναικείας φωνής και δημιουργικότητας χρησιμοποιεί η Ποταμιάνου ως σημείο εκκίνησης για το έργο της May. Παιδί δύο ταλαντούχων γονιών, του William Morris και της Jane Morris, το έργο της May Morris επισκιάστηκε από αυτό των γονιών της. Η Ποταμιάνου ξεκινά από την εγκλωβισμένη στο οικογενειακό της όνομα May κι επιστρέφει με αναφορές στα ξύλινα κλουβιά της προηγουμένης έκθεσής της. Εδώ το κλουβί μετατρέπεται σε ξύλινη κατασκευή–ένα επιπλέον πλέγμα—που, όπως και η οικογένεια Morris, παρέχει στήριξη στα έργα για να γίνει η έκθεσή τους δυνατή. Η Άρτεμις επεξεργάζεται με αλλεπάλληλες αφαιρέσεις το κέντημα “Seasons” της May Morris. Ο πολύχρωμος ροδώνας με τους παπαγάλους έτοιμους να πετάξουν τώρα ιχνογραφημένος και μαυρόασπρος μαζί με το σταθερά παρόν μοτίβο του συρματοπλέγματος συνθέτει το υπόβαθρο πίσω από τον κάναβο του Mondrian πάνω στο οποίο η Ποταμιάνου τοποθετεί αυτή τη φορά τα πονήματα της χειροναξίας της. Η επιλογή του μέσου δεν είναι τυχαία. Όπως η κοινωνία, ιδιαίτερα στην περίπτωση των γυναικών, η ακουαρέλα δεν συγχωρεί. Κάποια λάθη διορθώνονται, κλέβονται στο μάτι αλλά δεν καλύπτονται και η ανοχή του χαρτιού είναι μικρή. Στο May τα πουλιά—σύμβολα της γυναικείας ευθραυστότητας—είναι παγιδευμένα. Η ακουαρέλα τους δίνει υπόσταση αλλά και τα αιχμαλωτίζει πάνω στον κάναβο με το συρματόπλεγμα, όπως η Morris η ίδια τα είχε στο παρελθόν κεντήσει στις ταπετσαρίες της για να κοσμούν τους τοίχους, να διακοσμούν χωρίς ποτέ να επιτυγχάνουν την ελευθερία τους.

Οι ιστορίες δημιουργίας μέσα στον εγκλεισμό, πραγματικό ή αυτό της αφάνειας και των κοινωνικών περιορισμών συνεχίζονται στο έργο The Supper. Το κολάζ των γυναικών-δημιουργών του έργου με τα σακιά άμμου και το σιδερένιο πλαίσιο/σκαλωσιά που τις κρατά σε απόσταση φέρνουν στο νου έργα οχύρωσης σε μουσεία κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και τρόπους εγκιβωτισμού έργων τέχνης για τη μεταφορά τους. (Ανάλογα με τη διάθεση του θεατή θυμίζουν και τον εντοιχισμό της Αντιγόνης στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή, ιδίως αν εστιάσουμε στους μηχανισμούς αποκλεισμών στην ιστορία της τέχνης.)

Ο τίτλος έχει αναφορές στο Μυστικό Δείπνο αλλά και στο Συμπόσιο του Πλάτωνα.

Άραγε τι συζητούν αυτές οι δώδεκα γυναίκες ζωγράφοι που απεικονίζονται στις ως επί το πλείστον αυτοπροσωπογραφίες τους να εργάζονται ή να ζωγραφίζουν ως απόδειξη της ύπαρξης και της δράσης τους; Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι παρά τη μοναχική πορεία τους, δεν είναι μόνες. Σε μια εικαστική επιχειρηματολογία που υποστηρίζει ότι η δημιουργία δεν είναι εντέλει διεργασία μοναχική η Ποταμιάνου συνθέτει στο Supper ένα διαφορετικό μωσαϊκό γυναικών, ένα Χορό που παράλληλα με το έργο που εκτυλίσσεται μοιράζονται τις ιστορίες τους—τα δομικά υλικά για τον δρόμο άλλων μετά από αυτές. Το παράδειγμά τους είναι εδώ και διεκδικεί τη θέση του αρθρώνοντας λόγο πολιτικό και δημιουργώντας αφηγήσεις που αφορούν κάθε άνθρωπο που έχει βιώσει την εξουσία ενός άλλου ανθρώπου, θεσμού ή κοινωνικού περιβάλλοντος πάνω του.

Τελευταίο κλείνει την έκθεση ένα παιχνίδι αντίληψης και μνήμης. Το Gilt Cage με άμεσες αναφορές στην εμβληματική Mary Wollstonecraft αρχικά είναι ακριβώς αυτό: ένα κομμάτι σπιτιού αποκομμένο από την ολότητά του, εγκλωβισμένο σε ένα κλουβί.

Στο εξωτερικό του κλουβιού μια κενή καρέκλα, παρόμοια με αυτή στο εσωτερικό, προκαλεί το θεατή να καθίσει. Σε πρώτη ανάγνωση τα καλυμμένα έπιπλα φέρνουν στο μυαλό απώλεια, προετοιμασία για μεγάλη απουσία, ή εγκατάλειψη. Εντός του κλουβιού ο χρόνος μένει στάσιμος, η εποχή δεν μετράει. Την πρώτη ανάγνωση της απώλειας έρχονται να κλονίσουν τα γάντια και τα αντικείμενα που έχουν αφεθεί πάνω στα καλυμμένα έπιπλα—η απόδειξη ζωής μετά. Αλλά μετά από τι; Σε ποιον ανήκουν; Μήπως στη Νόρα από το Κουκλόσπιτο του Ίψεν που δραπέτευσε απ’ το κλουβί της;  Οι ερμηνείες είναι ανοιχτές, πολλές, πιθανά προσωπικές, αλλά η φεμινιστική ανάγνωση του έργου είναι σαφής: Η γυναίκα του εσωτερικού του κλουβιού έχει δραπετεύσει. Ο άντρας που την παρατηρούσε από το εξωτερικό δεν υπάρχει πια. Το Gilt Cage σηματοδοτεί ένα τέλος εποχής.

Την έκθεση συνοδεύει κατάλογος με κείμενα των Guerrilla Girls, Φαίης Τζανετουλάκου, Ντέλιας Ποταμιάνου.

Κεντρική φωτογραφία θέματος: Άρτεμις Ποταμιάνου, The Supper, Εγκατάσταση, detail 3