Στη νέα αυτή ενότητα, η Αννίτα Αργυροηλιοπούλου συνδυάζει τη ζωγραφική, το σχέδιο, τη γλυπτική καθώς και την πλέξη. Επιλέγει στις νέες συνθέσεις της το έντονο χρώμα, σε αντίθεση με πρωιμότερα έργα, διατηρώντας όμως την τρισδιάστατη αίσθηση και το θάμπωμα της φόρμας. Απεικονίζει γυναίκες, παραδομένες στον ύπνο, σκεπασμένες από μια πλεκτή κουβέρτα, πλεγμένη από τη μητέρα της. Είναι μια προσωπική και συναισθηματικά φορτισμένη έκθεση που αποτίει φόρο τιμής στις μητέρες, τις γυναίκες που μας μεγάλωσαν.
-Αρχικά μιλήστε μας για τον τίτλο της έκθεσής σας.
«Homo Faber» είναι ο άνθρωπος κατασκευαστής. «Mater Faber» είναι η μητέρα-κατασκευάστρια και πιο συγκεκριμένα, είναι η δική μου μητέρα που με μεγάλωσε ράβοντας μου ρούχα και στολές για τις απόκριες. Μεταποιούσε συχνά τα ρούχα μας, έραβε κλαρωτές κουρτίνες και καλύμματα για τα έπιπλα, έπλεκε κουβέρτες και πουλόβερ, μαγείρευε για να φάνε πολλά άτομα με ό,τι υπήρχε στο ψυγείο, ήξερε να μαζεύει χόρτα, να φτιάχνει τραχανά και χυλοπίτες, να μπαλώνει, να μαντάρει, να φτιάχνει γλυκά και να στολίζει. Κυρίως να στολίζει το σπίτι δημιουργώντας ζεστή και φιλόξενη ατμόσφαιρα. Οι κλάρες και τα καλύμματα δεν κάλυπταν μόνο τα έπιπλα αλλά και τα τραύματα. Έτσι κι εγώ από νωρίς έμαθα να υφαίνω σε αυτοσχέδιο αργαλειό που μου είχε κατασκευάσει από ένα παλιό κεραμίδι. Έραβα, έπλεκα και έφτιαχνα με τα χέρια μου κατασκευές, που εξήπταν τη φαντασία μου. Σχεδίαζα με ξύλα στο χώμα, φύτευα, πότιζα τα λουλούδια στον κήπο μου και παρατηρούσα τα έντομα και τα ζώα που μεγάλωναν μαζί μου.
Η MATER FABER λοιπόν μου δίδαξε ότι και η δική μου ζωή είναι μέρος του μεγάλου κύκλου της ζωής της φύσης που με περιβάλλει. Αυτή η γνώση δεν με εγκατέλειψε ποτέ, παρ΄ ότι η σύγχρονη καθημερινότητα μοιάζει να έχει κατά πολύ απομακρυνθεί από την αγωγή των «παλαιών ανθρώπων». Μέσα από τα έργα μου δεν ξανασυναντιέμαι μόνο με τη μάνα μου, αλλά με όλους εκείνους τους «παλαιούς ημερών» και ιδίως τις γυναίκες που άφησαν τα διακριτικά τους ίχνη, με τα ήσυχα έργα των χεριών τους.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!

-Σε προηγούμενες δουλειές σας, δημιουργείτε συνήθως πλέξεις από σύρμα. Εδώ, γιατί επιλέγετε το μαλλί και συγκεκριμένα μία κουβέρτα;
Η συγκεκριμένη κουβέρτα είναι το θέμα όλης της έκθεσης και ξεκίνησε με το γλυπτό Kiki, το όνομα της μητέρας μου. Κατασκευασμένη από υπολείμματα πλεκτών, η κουβέρτα αυτή τελείωνε κι άρχιζε η επόμενη, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Έμοιαζε σαν η μητέρα μου να την έπλεκε σε όλη της τη ζωή για να τη χαρίσει σε εμένα και τον αδελφό μου.
Πρόκειται για τη δική μου διαχείριση της μνήμης, του τραύματος και της απώλειας. Αυτή η τεχνική «patchwork», πολύ προσφιλής στις προηγούμενες γενιές γυναικών, μάλλον λόγω ένδειας και οικονομίας, είναι μια κοινή πρακτική σε διαφορετικές κουλτούρες. Αυτές οι χειροποίητες κουβέρτες υπάρχουν σχεδόν σε όλα τα βαλκάνια αλλά και στην Αγγλία κ.λ.π., αυτό όμως το έμαθα εκ των υστέρων κι αφού είχα αρχίσει να δουλεύω τα έργα με τις κουβέρτες.
Εκτός αυτού, η περιέργειά μου για τη συμπεριφορά των υλικών και κυρίως για τη διάδρασή τους με το φως και το χώρο, όσο μεγαλώνω αυξάνεται. Είναι αυτό που ο Ν. Χ. Γκίκας έλεγε «μελετάω τα πάθη της ύλης όταν διατρέχει διαφορετικές χρωματικές επιφάνειες». Τα χρωματιστά νήματα, οι διαφορετικοί όγκοι, οι επαλληλίες, η συνέχεια ή οι τομές του φωτός, η διαμάχη του νήματος με το σύρμα, όλα αυτά με διασκεδάζουν αφάνταστα και με φέρνουν σε διάλογο με τον εαυτό μου και με την τέχνη μου.

-Γιατί σε αυτήν την ενότητα χρησιμοποιείτε έντονα χρώματα, σε αντίθεση με την προηγούμενη ατομική σας;
Ελάχιστα χρησιμοποιώ το χρώμα. Τις λίγες φορές που το έκανα στο παρελθόν, χρησιμοποίησα καθαρό χρώμα για συμβολικούς λόγους. Για παράδειγμα, ένα τεράστιο κόκκινο φύλλο που κατασκεύασα πριν από πολλά χρόνια που ήθελα να μοιάζει με σφαχτάρι όπως το βλέπουμε στα χασάπικα. Εδώ αναγκάστηκα να δουλέψω με το χρώμα, γιατί το κεντρικό μου θέμα, η κουβέρτα, είναι από μόνη της μια χρωματική πανδαισία. Δεν ήταν εύκολα τα πράγματα. Υπήρξαν πολλές «μάχες» ανάμεσα σε μένα και στα χρώματα σε όλη τη διαδικασία ολοκλήρωσης των έργων. Με λίγα λόγια «σκοτωθήκαμε» πολλές φορές στο εργαστήριο. Νομίζω ότι είμαι περισσότερο ζωγράφος του σχεδίου και λιγότερο «κολορίστα».
Το ότι με θέλγουν οι συνθέσεις που είναι πιο ήσυχες, που δεν φωνάζουν, που δεν επιδιώκουν να εντυπωσιάσουν με την πρώτη ματιά, είναι γιατί προτιμώ τους ψίθυρους από τις κραυγές, τους όγκους από τις αντιθέσεις, το θαμπό από το γυαλιστερό. Είναι μέρος της γραφής μου, δηλαδή τρόπος να σκέφτομαι και να υπάρχω.
-Όπως και στην προηγούμενη ατομική σας, δημιουργείτε μορφές, οι οποίες μοιάζουν να βγαίνουν ή να καλύπτονται από μία ημιδιάφανη εύθραυστη «μεμβράνη». Γιατί σας ενδιαφέρει αυτή η αίσθηση;
Η ημιδιάφανη επιφάνεια μου επιτρέπει να τονίσω ορισμένα σημεία της σύνθεσης ενώ κάποια άλλα τα αφήνω συνειδητά σε έναν ασαφή χώρο, που για μένα συμβολίζει συχνά τη μνήμη. Επίσης πιστεύω πως το ήσυχο, το μισοκρυμμένο, προκαλεί τον θεατή να το ανακαλύψει, να το αφουγκραστεί.
Ένα έργο δεν είναι ποτέ αυτό που φαίνεται. Είναι περισσότερο «αυτό που κρύβεται κάτω από αυτό που φαίνεται». Όπως στη ζωή μας υπάρχει η αναγκαιότητα της επιβίωσης που συχνά επικαλύπτει τις αληθινές στιγμές μας, έτσι και αυτές οι «μεμβράνες», όπως τις αποκαλείτε, είναι το περιβάλλον προστασίας των πιο μύχιων σκέψεων, των πιο ευάλωτων αμφιβολιών, όλων αυτών των ερωτημάτων που μας κρατάνε ζωντανούς και που φωλιάζουν στις όχι και τόσο «νεταρισμένες» περιοχές των έργων μου.
-Το έργο Καλλιόπη, ως προς τη μορφή της γυναίκας και το τεχνικό αποτέλεσμα είναι σαν μία αναβίωση των δαγεροτυπιών του 19ου αιώνα. Όπως στις δαγεροτυπίες βλέπεις τις σκιές/μορφές πάνω στην μεταλλική πλάκα και στο γυαλί και μαζί δημιουργούν την τελική εικόνα, το δικό σας έργο δίνει την ίδια αίσθηση, σαν να δημιουργείται η μορφή της γυναίκας από την αλληλεπίδραση του σχεδίου στο χαρτί με το πλεξιγκλάς.
Πολύ καλή παρατήρηση! Το έργο βασίστηκε σε μια παλιά δαγκεροτυπία της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου, η οποία υπήρξε ηρωίδα του Ναυπλίου και πρωτοστάτησε σε εξέγερση ενάντια στον Όθωνα. Χρησιμοποιώ φωτογραφίες σε κάποια έργα μου.
Αλλά η φωτογραφία για μένα, έχει ενδιαφέρον μόνον αν αλληλεπιδράσει με την ύλη. Αυτό προσπαθώ να κάνω σε όλες τις περιπτώσεις που έχω χρησιμοποιήσει φωτογραφίες ως αρχικό υλικό: τις επιζωγραφίζω, τις επικαλύπτω, στις σβήνω, τις παραμορφώνω ή και τις αλλοιώνω εντελώς προκειμένου να γεννηθεί το καινούργιο έργο.
-Στα υπόλοιπα έργα, έχουμε πιο σύγχρονες μορφές γυναικών. Γιατί το έργο Καλλιόπη διαφοροποιείται;
Γιατί δεν ανήκει σε αυτή την ενότητα, αλλά υπήρξε το σκαλί για να τολμήσω ενήλικες ανθρώπινες φιγούρες στα έργα μου, και το εκθέτω γιατί το θεωρώ σημαντικό συνδετικό κρίκο με την προηγούμενη δουλειά μου.
Η Καλλιόπη είναι μια μητριαρχική, κυρίαρχη γυναικεία μορφή που θα ήθελα να υπενθυμίζει στη νέα γενιά, την ύπαρξη γυναικών στον αγώνα για τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Η Πελοπόννησος ήταν το αρχικό ελληνικό κράτος και το Ναύπλιο η πρωτεύουσά του. Εκεί βρίσκεται και η δική μου πατρίδα και η πατρίδα της μητέρας και της γιαγιάς μου. Όλες αυτές οι γυναικείες μορφές είναι άξιες θαυμασμού.

-Στα περισσότερα έργα, οι γυναίκες σας κοιμούνται. Όπως άλλωστε γνωρίζουμε, ο ύπνος μας βοηθά στην οργάνωση της μνήμης, στην επεξεργασία πληροφοριών και ακόμα συμβάλει στην επίλυση προβλημάτων. Επίσης στην ελληνική μυθολογία, ο ύπνος συνδέεται με τον θάνατο (καθώς ήταν αδέλφια). Σας ενδιαφέρουν αυτές οι εκδοχές;
Οι γυναίκες ποζάρουν σε στάση ύπνου, σε όλα τα ζωγραφικά έργα, καθώς και στο γλυπτό με τίτλο Kiki που απλώνεται στο πάτωμα. Ενστικτωδώς έκανα αυτή την επιλογή, για να τονίσω τη φροντίδα και τη θαλπωρή που μας προσφέρεται μέσα από την κουβέρτα-μητέρα. Όταν κοιμόμαστε εγκαταλείπουμε αναγκαστικά τον έλεγχο, τις άμυνες του συνειδητού, γινόμαστε ευάλωτοι, περνάμε σε διαφορετικές συνδέσεις, σε απρόβλεπτα τοπία. Φυσικά ο ύπνος συνδέεται με τον θάνατο και αυτό τονίζεται πιο πολύ στο γλυπτό καθώς το σώμα υπάρχει και δεν υπάρχει μέσα από το κενό που σχηματίζεται από την κουβέρτα. Το γλυπτό αυτό άγγιξε ευαίσθητες χορδές μου, και ήταν η αρχή όλης της έκθεσης.
Διαβάστε επίσης:
Αννίτα Αργυροηλιοπούλου – Mater Faber: Έκθεση στην εκφραση – γιαννα γραμματοπουλου