Όνειρα και ελπίδες.

Ο σπουδαίος  Έλληνας ποιητής και φίλος Νίκος Παναγιωτόπουλος που χάσαμε φέτος το καλοκαίρι, έλεγε πως τρία πράγματα απαρτίζουν την τέχνη του θεάτρου, το χάρισμα, η γνώση του παλαιού υλικού και η επίπονη εργασία.

Ο Σαίξπηρ έζησε μέσα στη μεγάλη ευτυχία να είναι κυρίαρχος και των τριών αυτών γνωρισμάτων.

Το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» μοιάζει να είναι το σπάνιο λουλούδι της τέχνης που ανθίζει μια ημέρα του χρόνου και ύστερα σβήνει για πάντα. Ένα αριστοτεχνικά δουλεμένο ψηφιδωτό ανθρώπινων, όσο και ξωτικίσιων ιστοριών.

Αν προσπαθήσει κάποιος να το ταξινομήσει, θα αποτύχει. Ο Σαίξπηρ είναι κανόνας, όχι στο θέατρο αλλά στη ζωή. Με την ποιητική του καθαρή ματιά πλούτισε την ανθρώπινη ιστορία. Μετά τους αρχαίους, δεν το έχουν πετύχει πολλοί αυτό. Μέσα από την ποίηση, έφτιαξε ψυχές χωρίς χωρικούς περιορισμούς, γιατί η ψυχή δεν περιορίζεται και μάλλον ήδη δεν έχει αρκετό χώρο να αναπνεύσει στο ανθρώπινο σώμα.

Ας δει κανείς τον Άμλετ, με πόσο πάθος υπερασπίζεται τα ¨πιστεύω¨ του, το ίδιο συμβαίνει και στο Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, ένα πλήθος παιδιών στο σώμα μεγάλων, πιστεύουν, αγωνιούν, παίζουν και ερωτοτροπούν. Τα πάντα παίζονται σε έναν αφρό, σε μια επιφάνεια ποιητικού σθένους χωρίς φιοριτούρες. Το πόσο περιεκτικός, αφαιρετικός και αυθεντικά Avant-garde είναι ο Σαίξπηρ μπορεί κανείς να το καταλάβει αμέσως. Έχει τύχει μέσα στις πρόβες να απορήσω, ή να σηκώσω τα χέρια ψήλα, για το πως κατάφερε να φτιάξει ένα έργο με τόσο μετατοπισμένες ρεαλιστικά περιοχές και να μη βγει -ας πούμε-  κιτς.

Το θέμα του έρωτα πρωταγωνιστεί σε όλες τις παράλληλες ιστορίες. Ο γάμος του Θησέα με την Ιππολύτη, ο Αιγέας νιώθει πως χάνει την κόρη του, Ερμία, άρα και την αγάπη της. Η Ελένη είναι τρελά ερωτευμένη με τον Δημήτριο που την αποφεύγει, καθώς είναι ερωτευμένος με την Ερμία. Οι εργάτες, ερασιτέχνες ηθοποιοί που ετοιμάζουν μια παράσταση για τον Θησέα και την Ιππολύτη, νιώθουν το χρέος να υπηρετήσουν την τέχνη του θεάτρου , δίνοντας τον καλύτερό τους εαυτό.

Έπειτα ο κόσμος των ξωτικών, οι προαιώνιοι σύντροφοι, η Τιτάνια με τον Όμπερον ερωτοτροπούν με τα στοιχεία της φύσης, μέσα στην πιο σημαντική νύχτα του χρόνου, το Θερινό Ηλιοστάσιο.

Το άδειο τούτο και αλαφρό δράμα από ένα όνειρο, λέει ο Πουκ μέσα από την εξαιρετική και ψυχωμένη μετάφρασή του ο Διονύσης Καψάλης. Είναι όλη η ουσία της παράστασης, όλα έχουν να κάνουν με το συναίσθημα, αυτή την ελαφριά διάθεση που έχει κανείς όταν βλέπει ένα ωραίο έργο στο θέατρο. Η ζωή είναι απέξω και περιμένει να γίνεις ξανά ένα με αυτήν, να συναντήσεις την καθημερινότητα σου, την ρουτίνα σου. Το Όνειρο είναι ένας θόλος που σε καλεί να μπεις εντός του, ξεχνώντας για λίγο την ταραχή της ζωής σου, έτσι το βλέπω εγώ.

Κάπως έτσι προσπαθήσαμε να το φτιάξουμε με τους Loxodox. Ζωντανό, τρισδιάστατο και ελεύθερο από στεγνές ερμηνείες και ιδέες, μεγάλο στο νόημα και στην ανάγκη της έκφρασης του ποιητικού λόγου.

Διαβάστε επίσης: 

Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, του Ουίλιαμ Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Αλκίνοου Δωρή στο ΠΛΥΦΑ