Από μικρά παιδιά μας άρεσε να στήνουνε σκετς και ιστορίες. Στην αρχή ήταν παιχνίδι: στα δωμάτια μας, στις πιλοτές, στις αυλές των σχολείων, με φίλους που αυτοσχεδίαζαν και έδιναν σάρκα και οστά σε χαρακτήρες που γεννιούνταν εκείνη τη στιγμή. Η φαντασία μας προηγούνταν πάντα της πραγματικότητας∙ πριν υπάρξουν φώτα, σκηνικά, θεατές, υπήρχαν ήδη παραμύθια και κόσμοι στο μυαλό μας. Κι εκεί, σ’ αυτές τις μικρές «παραστάσεις», καταλάβαμε σιγά σιγά ότι το θέατρο δεν είναι απλώς τέχνη ή διασκέδαση∙ είναι τρόπος να μιλάς γι’ αυτά που σε καίνε, για τις αλήθειες που δύσκολα βρίσκουν αλλού φωνή.

Τα τελευταία χρόνια ζούμε μέσα σε μια πραγματικότητα διαποτισμένη από βία. Άλλοτε εκκωφαντική, γεμάτη οργή και φωνές, κι άλλοτε σιωπηλή, αθέατη, κρυμμένη πίσω από πόρτες που δεν ανοίγουν ποτέ και βλέμματα που αποφεύγουν να συναντηθούν. Είναι αυτή η σιωπή που μας απασχόλησε περισσότερο. Η σιωπή που φυλακίζει τις γυναίκες που φοβούνται να μιλήσουν, τα παιδιά που μαθαίνουν από νωρίς να αναπνέουν σιγανά, τις οικογένειες που διαλύονται αργά και αθόρυβα. Μέσα από αυτές τις σκέψεις γεννήθηκε «Η Ομολογία της 4ης Ιανουαρίου»: από την ανάγκη μας να δοθεί φωνή σε όσους δεν ακούγονται, να ειπωθούν όσα οι άνθρωποι μαθαίνουν να καταπίνουν για χρόνια.

Μας συγκινεί βαθιά η ιδέα ότι το θέατρο μπορεί να γίνει ένας τόπος όπου η αλήθεια βρίσκει καταφύγιο. Ότι μπορεί, έστω και για λίγο, να ακουστεί χωρίς φόβο και χωρίς ντροπή ένα «φοβάμαι». Στη σκηνή, οι λέξεις δεν είναι απλώς διάλογοι∙ είναι εξομολογήσεις που ζητούν δικαίωση. Δεν θέλουμε να πούμε μόνο την ιστορία μιας οικογένειας∙ θέλουμε να μιλήσουμε για όλα αυτά που συμβαίνουν δίπλα μας, πίσω από τοίχους λεπτούς, σε πολυκατοικίες γεμάτες κόσμο που σπάνια κοιτάζεται στα μάτια.

Η σκηνοθετική μας ματιά διαμορφώθηκε μέσα από αυτή την ανάγκη. Δεν αντιμετωπίζουμε ποτέ το έργο αποστασιοποιημένα. Για εμάς, η σκηνοθεσία είναι πράξη συμμετοχής, είναι ένας διάλογος ανάμεσα σε δημιουργούς, ηθοποιούς και θεατές. Κουβαλά μέσα της εκείνη την παιδική αφέλεια και τον ενθουσιασμό των πρώτων μας προσπαθειών, τότε που στήναμε πρόβες σε μισοάδεια δωμάτια και πιστεύαμε ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει με λίγες ατάκες και πολλή φαντασία. Σήμερα, πιο ώριμοι αλλά με την ίδια φλόγα, συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι το θέατρο δεν είναι διαφυγή από την πραγματικότητα. Είναι τρόπος να την κοιτάζεις κατάματα, να τη φωτίζεις και να την κάνεις να ακουστεί πιο δυνατά απ’ όσο ίσως αντέχει.

Στην Ομολογία της 4ης Ιανουαρίου προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε έναν σκηνικό χώρο που δεν είναι απλώς τόπος δράσης, αλλά αντανάκλαση των ηρώων που γίνεται καταφύγιο και φυλακή ταυτόχρονα. Η μουσική και ο φωτισμός λειτουργούν σαν επιπλέον φωνές της ιστορίας, σχολιάζοντας όσα δεν λέγονται, όσα οι χαρακτήρες δεν τολμούν να ξεστομίσουν.

Κατά τη διάρκεια των προβών, αυτό που μας ενδιέφερε περισσότερο ήταν να δημιουργήσουμε ένα ασφαλές περιβάλλον για τους ηθοποιούς, ώστε να μπορέσουν να προσεγγίσουν τους ρόλους τους με αλήθεια και ευαισθησία. Πολλές φορές αυτό δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα. Για αυτό και μέχρι στιγμής  επιλέγουμε συνεργάτες με τους οποίους νοιώθουμε την ίδια ζεστασιά και έχουμε κοινό κώδικα επικοινωνίας.

Οι ήρωες του έργου δεν είναι χαρακτήρες αποκομμένοι από την πραγματικότητα∙ είναι άνθρωποι που θα μπορούσαμε να συναντήσουμε σε μια πολυκατοικία, στο μετρό, στο απέναντι διαμέρισμα. Η διαδικασία της σκηνοθεσίας μάς οδήγησε σε έναν συνεχή διάλογο μαζί τους: πώς κινείται ένα σώμα όταν κουβαλά μυστικά; Πώς ακούγεται μια φωνή που έχει συνηθίσει να σωπαίνει; Αυτές οι ερωτήσεις μάς απασχόλησαν καθημερινά, γιατί πιστεύουμε ότι η αλήθεια στη σκηνή δεν προκύπτει από την υπερβολή αλλά από τη λεπτομέρεια. Κι αυτήν τη λεπτομέρεια προσπαθήσαμε να αναζητήσουμε μαζί.

Ελπίζουμε ότι κάθε θεατής θα αναγνωρίσει κάτι οικείο σε αυτή την ιστορία, ότι θα νιώσει για λίγο το βάρος των σιωπών που κουβαλούν οι ήρωες. Γιατί, τελικά, το θέατρο δεν είναι μόνο αφήγηση∙ είναι πρόσκληση να δούμε τον κόσμο αλλιώς, να συναντηθούμε, να μοιραστούμε. Κι αν στο τέλος της παράστασης μείνει μια αίσθηση ότι η σιωπή μπορεί να σπάσει, ότι η αλήθεια μπορεί να ειπωθεί, τότε ίσως να έχουμε καταφέρει κάτι σημαντικό.

Διαβάστε επίσης:

Η Ομολογία της 4ης Ιανουαρίου, των Αγνής Χιώτη & Χάρη Χιώτη στο Μικρό Γκλόρια