Να ήταν τα μακριά πυρόξανθα μαλλιά της που θύμιζαν φυλακές κυκλαδίτικου ηλιοβασιλέματος στην καρδιά τ’ Αυγούστου; Η σιωπή των γαλανών ματιών της, η σμιλεμένη από λόγια που ουδέποτε είχαν ειπωθεί; Ή μήπως το αλαβάστρινο πρόσωπό της, του οποίου θαρρείς και μόνη φιλοδοξία ήταν η γέννηση της ανδρικής κάψας; Κανείς δεν ξέρει. Και κανείς δεν πρόκειται να μάθει. Πολύ πιθανό, πάντως, ένα πλάσμα σαν και εκείνη, να είχε εμπνεύσει στον Τουαίην την περίφημη ατάκα του «Ο παράδεισος βρίσκεται πάντα εκεί που είναι η Εύα».

Εύα την έλεγαν, εξάλλου. Μια Εύα που μόλις γνώρισε τον Άγγελο συνειδητοποίησε πως όταν αγαπάς, θαυμάζεις με τα κριτήρια της καρδιάς κι όταν θαυμάζεις, αγαπάς με τα κριτήρια του νου. Μια Εύα που σαν πλάγιασε μαζί του, κατάλαβε ότι τα ανθρώπινα κορμιά δεν είναι παρά πλαστελίνες, και ο έρωτας ένα πεντάχρονο παιδί που μες στα επιδέξια χέρια του τις ζυμώνει καταπώς τραβάει η ψυχή του. Η Εύα Πάλμερ που μάλλον θέλησε πολλά απ’ το συγκεκριμένο άνδρα. Κι ο Άγγελος Σικελιανός που σίγουρα γύρεψε ένα, από πολλές, πάρα πολλές γυναίκες όμως.

Γνωρίστηκαν το μοιραίο καλοκαίρι του 1906. Εκείνη, μια μελετήτρια του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και χορογράφος, προερχόμενη από εξαιρετικά εύπορη οικογένεια και γεννημένη στο Μανχάταν στις 9 Ιανουαρίου 1874, ό,τι είχε «παγώσει» την ερωτική της σχέση με την καλύτερή της φίλη κι είχε καταφθάσει στην Αθήνα από το Παρίσι με αστείρευτη δίψα να αλλάξει άρδην τη ζωή της. Κατά την άφιξή της είχε στο πλευρό της το Ρεϊμόνδο Ντάνκαν, φρεσκοπαντρεμένο με την αδελφή του Σικελιανού, Πηνελόπη, η οποία τριβέλιζε διαρκώς τα αυτιά της Πάλμερ για τον υψηλού ήθους και αισθητικής, ποιητή. Τόσο που η αέρινη κι ωραία με σκανδαλώδη τρόπο, Νεοϋρκέζα αδημονούσε να ανταμώσουν. Και όταν αυτό συνέβη, λες κι ένα καινούργιο άστρο γεννήθηκε πάνω από τα κεφάλια τους στον αθηναϊκό ουρανό. Από εκείνα που δεν κάνουν τον παραμικρό θόρυβο, κι απλώς αποδεικνύουν πως κάθε φορά που ερωτεύονται δυο άνθρωποι, το σύμπαν αλλάζει όψη.

Της φίλησε το χέρι, κι έπειτα της το κράτησε σφιχτά μες στο δικό του κατά την πρώτη τους βόλτα στην Πλάκα. Ταχυδακτυλουργικά μάλιστα, φανέρωσε κι ένα λιλιπούτειο κίτρινο λουλούδι και της το προσέφερε. Το φιλί ήρθε αφότου έπεσε ο ήλιος. Κι όταν βγήκε η σελήνη οι ξαναμμένες τους σάρκες άρχισαν να εξερευνούν η μία την άλλη με ζωώδη λαχτάρα. Πείνα σχεδόν. Οι δυο τους, αν και είχαν δέκα χρόνια διαφορά με τον λυρικό ποιητή και στενό φίλο του Νίκου Καζαντζάκη να είναι μικρότερος, παντρεύτηκαν ένα χρόνο αργότερα, το 1907 στο Μέιν της Αμερικής. Ο γεννηθείς στην Λευκάδα στις 14 Μαρτίου 1884, Σικελιανός, παρόλο που σπούδασε Νομικά, δεν φαντάστηκε ούτε μισή φορά εαυτόν δικηγόρο.

Τα ενδιαφέροντά του υπήρξαν αμιγώς λογοτεχνικά, και ο ίδιος λάτρης του Ομήρου, του Πινδάρου, των Ορφικών, των Πυθαγόρειων ποιητών, αλλά και των Πλάτωνα κι Αισχύλου, μα και του Ντ’ Αννούντσιο. Είχε αδυναμία στο θέατρο, στις εσωτερικές αναζητήσεις κάθε είδους κι έκανε το ντεμπούτο του στην ποίηση με δημοσιεύσεις στα περιοδικά Διόνυσος και Παναθήναια. Μετά το γάμο με την Πάλμερ ήταν που εκτοξεύθηκε λογοτεχνικά. Έτσι είναι άλλωστε, όταν έχει κανείς κοντά του μια γυναίκα που αποτελεί τη δύναμη και την έμπνευσή του. Μια γυναίκα που τον πείθει πως ο σκοπός της ζωής είναι μια ζωή με σκοπό. Πως όλη η τέχνη είναι μια ερωτική περαίωση και πως χωρίς φιλοδοξία τίποτα δεν αρχίζει και χωρίς δουλειά τίποτα δεν τελειώνει.

Ο γοητευτικός δημιουργός της ποιητικής συλλογής «Αλαφροΐσκιωτος» (1907), σύντομα θεώρησε πως είχε τον ουρανό για ταβάνι. Μετά από το έργο «Πρόλογος στη Ζωή» μέσα στο οποίο περιλαμβάνονται οι τέσσερις τόμοι «Η Συνείδηση της Γης μου» (1915), «Η Συνείδηση της Φυλής μου» (1915), «Η Συνείδηση της Γυναίκας» (1916) και «Η Συνείδηση της Πίστης» (1917), μα και τα εμβληματικά ποιήματα «Το Πάσχα των Ελλήνων» και «Μήτηρ Θεού» (1917 -1920), έγινε ευρέως γνωστός, και μια ωραία πρωία, επηρεασμένος από το αρχαιοελληνικό πνευματικό κι απόλυτα μυστηριακό ιδεώδες, διάλεξε με την ψυχολογική, αλλά κυρίως οικονομική βοήθεια της συζύγου του, τους Δελφούς για να συσταθεί ένας παγκόσμιος πνευματικός πυρήνας που θα συνέδεε τις αντιθέσεις των λαών.

Το εγχείρημα ονομάστηκε «Δελφική Ιδέα» κι ήταν αυτό που περιελάμβανε δικές του διαλέξεις, μελέτες και παραστάσεις του Προμηθέα Δεσμώτη και των Ικέτιδων του Αισχύλου. Τα πράγματα όμως δεν κύλησαν και τόσο καλά. Εώς καθόλου κι ας έβαλε τα δυνατά της η Πάλμερ για να πετύχει το όραμα του Άγγελου. Η ανταπόκριση του κοινού ήταν λιγοστή κι ο άνδρας της πληγωμένος, στράφηκε εναντίον της και τής χρέωσε με το παραπάνω κιόλας, την αποτυχία, μα και την απελπισία που πληρώνει όποιος επιμένει σε ακατόρθωτους στόχους.

Κι από τη στιγμή εκείνη ήρθαν τα πάνω κάτω στη σχέση τους. Η Εύα που στην αρχή τον διαβεβαίωνε πως μόνο στον έρωτα επιτρέπεται να γίνεται βασιλικότερος του βασιλέως, πολύ γρήγορα άρχισε να υποφέρει από την ανάρμοστη συμπεριφορά του ποιητή, αλλά και τις απιστίες του. Έχοντας εξανεμίσει όλη της την περιουσία για χάρη του, κατέληξε να αντιλαμβάνεται με τον πιο επίπονο τρόπο πως η αγάπη και η αμφιβολία δε μιλιούνται για κανένα λόγο μεταξύ τους. Πως αυτός που δεν έχει μάθει να λέει «αυτή και καμία άλλη» είναι συναισθηματικά παραπληγικός. Και πως η δική τους ένωση ήρθε με την ταχύτητα του φωτός ενώ ο χωρισμός τους με την ταχύτητα του ήχου.

Ο Άγγελος από την άλλη, που παντρεύτηκε εντέλει μία από τις γυναίκες που μπήκαν ανάμεσά τους, ήταν πιθανότατα από εκείνους τους άνδρες που στις συγγνώμες τους βουλιάζει ένας χείμαρρος από αμαρτίες, που ξέρουν πως το να απελευθερώσεις μια γυναίκα σημαίνει να τη διαφθείρεις, και πως η καλύτερη στιγμή ώστε να κρατήσουμε το στόμα μας κλειστό στις συναισθηματικές μας αστοχίες, είναι εκεί ακριβώς που νιώθουμε πως αν δεν πούμε κάτι, θα σκάσουμε.

Χώρισαν. Αν κι έπρεπε να γεράσουν μαζί. Εκείνη γύρισε πίσω στη Νέα Υόρκη κι αυτός έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του με την Άννα Καραμάνη. Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού όμως συνέχιζε να τον στηρίζει οικονομικά κάνοντάς τον να καταλάβει ότι τελικά γενναιοδωρία είναι να δίνεις περισσότερα από όσα μπορείς, ακόμα και σε ‘κείνους που δε σε έχουν μετρήσει σωστά. Ότι έξυπνη γυναίκα είναι αυτή που μαζί της οι άνδρες φέρονται ωσάν να είναι ανόητοι, και ότι ευτυχία δεν είναι μια ζωή χωρίς να υποφέρεις, αλλά μάλλον μια ζωή,  όπου υποφέρεις για κάποιους που ό,τι κι αν σου κάνουν, εσύ θα τους έχεις πάντα αδυναμία.

Όπως προαναφέραμε λοιπόν, χώρισαν. Η Εύα Πάλμερ και ο ποιητής που υπήρξε πέντε φορές υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας χωρίς ποτέ να το αποσπάσει. Μα τάφηκαν μαζί. Και έτσι δεν έχει σημασία που δεν τους θέλησε ζευγάρι η ζωή. Τη χάρη τούς την έκανε ο θάνατος, κι αυτοί οι δύο παρόλο που είχαν σκαμπανεβάσματα στο γάμο τους, κανείς δεν θα βρεθεί να αρνηθεί πως έζησαν μια πολύ φλογερή αγάπη. Επιζήμια όμως για την καρδιά. Όπως δηλαδή κι ένα πεντανόστιμο, αλλά βαρύ φαγητό για το στομάχι.