«Δεν φοβάμαι τίποτα περισσότερο από τη μνήμη. Εκείνη τη στιγμή που θα κοιτάξω πίσω μου και το μόνο που θα υπάρχει θα είναι θραύσματα αναμνήσεων και συναισθημάτων. Δεν φοβάμαι να μεγαλώσω∙ φοβάμαι το τι θα θυμάμαι. Κι όμως, ελπίζω να θυμάμαι.»
Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων δεν είναι ένα βιβλίο για παιδιά. Διαβάζοντας αυτό το παράλογα λογικό κείμενο, μπορεί κανείς να κατανοήσει όλη την παραδοξότητα του κόσμου μας. Μιλά για ένα κορίτσι που χάνεται σ’ έναν παράξενο κόσμο ένα απόγευμα, απλώς από πλήξη- και σε αυτό δεν απέχουμε καθόλου από εκείνη.
Ταυτόχρονα, είναι ένας ύμνος σε όσα χάνουμε μεγαλώνοντας∙ σε εκείνα τα κομμάτια της παιδικής αφέλειας που μέσα στο χάος του πολιτισμού ψάχνουμε αγωνιωδώς να ξαναβρούμε. Εκείνο το συναίσθημα του γαργαλήματος, της αθωότητας που μας επιτρέπει να αφεθούμε στο ταξίδι, στην περιπέτεια, στην ανακάλυψη που θα μας πάρει μακριά από την κούραση και την επανάληψη.
Μεγαλώνοντας, ψάχνουμε βεβαιότητες. Η Αλίκη όμως, στο δικό της ταξίδι, ως γνήσιο παιδί, αμφισβητεί κάθε τι το βέβαιο. Είναι πάντα έτοιμη να ακούσει ό,τι έχουν να της πουν εκείνα τα παράξενα πλάσματα του κόσμου της. Πίνει και τρώει τον κόσμο χωρίς φόβο, χωρίς να υπολογίζει τι θα της συμβεί. Και γι’ αυτό την αναζητούμε. Όμως εκείνη έχει χαθεί — σε έναν κόσμο παράξενων πλασμάτων, συνομιλεί με τα αγρίμια. Μήπως κι εμείς είμαστε ήδη εκεί; Μήπως κι εμείς ζούμε σ’ εκείνη την υπόγεια χώρα;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!

Οι χαρακτήρες στην Αλίκη είναι γεμάτοι θράσος και αυθάδεια. Αμφισβητούν οτιδήποτε έχει να κάνει με την αστική ευγένεια, εκθέτοντας την υποκρισία του κόσμου των μεγάλων με τη γνήσια ειλικρίνεια του παραλόγου. Αυτή η ανατρεπτική ενέργεια συναντάται και στο κουκλοθέατρο — μια τέχνη που υπήρξε ανέκαθεν ανήσυχη, περιπλανώμενη και βαθιά πολιτική. Οι άνθρωποί της ταξίδευαν, έφερναν ιστορίες από τόπο σε τόπο και με όπλο τη σάτιρα αμφισβητούσαν την καθεστηκυία τάξη.
Οι κούκλες, τραχιές και ταυτόχρονα ποιητικές, έχουν το δικό τους θράσος. Μας καθρεφτίζουν και μας κοροϊδεύουν, δείχνοντάς μας τις παραμορφώσεις μας ευθέως. Μιλούν τη γλώσσα μας, αλλά μέσα από το σώμα τους αποκαλύπτουν το ανοίκειο — αυτό που αρνούμαστε να δούμε. Και ίσως εκεί να βρίσκεται η γοητεία τους: στο ότι μέσα από την υπερβολή και το παράδοξο, μας επιστρέφουν κάτι από την αλήθεια που έχουμε ξεχάσει.
Η παράσταση Alice Underground είναι το αποτέλεσμα πολλών χρόνων έρευνας και σχεδιασμάτων πάνω στο θέμα της Αλίκης. Μέσα από την τεχνική του κουκλοθεάτρου και του θεάτρου του αντικειμένου, σε συνδυασμό με live video, αφήγηση και ηχοτοπία, επιχειρούμε να ζωντανέψουμε το παράξενο και το ανοίκειο αυτού του κόσμου. Τι πιο ταιριαστό από το να φέρουμε επί σκηνής τα ίδια τα πλάσματα, να τα ξεθάψουμε από τις κούτες τους και να τα αφήσουμε να μας μιλήσουν αυτά για την Αλίκη; Πώς μιλούν, πώς κινούνται, πώς αναπνέουν μετά από τόσα χρόνια ύπνου; Εκείνα θυμούνται;
Οι ηθοποιοί από την μεριά τους, μέσα σε μια μουντή καθημερινότητα, εκτελούν μια απλή τελετουργία: ανοίγουν και κλείνουν κούτες, αρχειοθετούν εμπειρίες, ψάχνουν την Αλίκη. Θραύσματα μνήμης και συναισθήματος ξεπηδούν από τα κουτιά∙ αλλόκοτα πλάσματα αφηγούνται την ιστορία της μέσα σε μια αποθήκη που θυμίζει τον ίδιο μας τον εγκέφαλο — ανερμάτιστο, χαοτικό, μα βαθιά ανθρώπινο.
Αυτή η “αποθήκη” που πραγματοποιείται η παράσταση είναι o νέος χώρος που φτιάξαμε μαζί με τον Αλέξη Χατζηιώαννου, η Kukaracha Theaterspace, ένας ημιυπόγειος χώρος στον Κολωνό, που όπως προδίδει το – επίτηδες – λάθος γραμμένο όνομά της, παραπέμπει στο αντίστοιχο ενοχλητικό έντομο που κανείς δεν θέλει να βλέπει αλλά καλώς ή κακώς αυτό επιμένει να αντέχει και υπάρχει μια γοητεία σε αυτή την αντοχή. Υπάρχει κάτι το σχεδόν τρομακτικό στο να αντέχεις – δεν είναι συναίσθημα ρομαντικό όσο ωμό, επίμονο, σχεδόν σκληρό. Κουβαλά μέσα του τη φρίκη της συνέχειας — το παράλογο του να μένεις ενεργός όταν όλα γύρω επιμένουν να σου υπαγορεύουν το αντίθετο.
Και μέσα σε αυτή τη φρίκη της αντοχής, ίσως να βρίσκεται η πιο μεγάλη μας ελπίδα.
