Βρεθήκαμε με τον Γιάννη Καρπούζη λίγο πριν ταξιδέψει για να παρευθεί στο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας 2025, με αφορμή τη νέα του ταινία «Μαγκνταλένα Χάουζεν: Παγωμένος Χρόνος». Το φιλμ θα πραγματοποιήσει εκεί την ελληνική του πρεμιέρα, συμμετέχοντας παράλληλα τόσο στο Εθνικό όσο και στο Διεθνές Διαγωνιστικό Πρόγραμμα.
Ο Γιάννης έχει καταπιαστεί με τη φωτογραφία, την ποίηση και το σινεμά, αναζητώντας τρόπους να αποτυπώσει τον κόσμο που τον περιβάλλει. Όσο τον έχω απέναντί μου, πίνει χαμογελαστός τον φραπέ του, ενώ η συζήτηση επιστρέφει διαρκώς στην έννοια του χρόνου, την τεχνική της φωτογραφίας, το σινεμά, αλλά και σε εκείνο το συλλογικό, το «μαζί», που μπορεί να ανατρέψει το αίσθημα ματαιότητας των ημερών μας.
***
Η Μαγκνταλένα Χάουζεν ήταν Γερμανίδα φωτογράφος που έγινε γνωστή για το ότι κατάφερε να αιχμαλωτίσει τον άνεμο σε μία φωτογραφία. Σήμερα, δεκαπέντε χρόνια μετά την εξαφάνισή της, τα ερωτήματα παραμένουν περισσότερα από τις απαντήσεις.

ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
-Η Magdalena κρατάει συγκεκριμένες μηχανές. Αυτό είναι κάτι που αφορά όλους τους φωτογράφους; Το τονίζεις για να την κάνεις πιο αληθινή; Ή ήταν τρόπος να περάσεις στην ηρωίδα δικά σου στοιχεία;
Είναι χαρακτηριστικό όλων των φωτογράφων· ή τουλάχιστον έτσι ήταν. Υπάρχει, βέβαια, ένα ζήτημα: εκφράζω φόβους για το αν θα συνεχίσει να υπάρχει η φωτογραφία στο άμεσο μέλλον. Ζούμε συνεχείς τεχνολογικές εξελίξεις, και διαπιστώνει εύκολα κανείς ότι υπάρχουν ολοένα και λιγότεροι λόγοι να κάνεις «πραγματική» φωτογραφία, με την έννοια του χειροποίητου αποτελέσματος.
Ωστόσο, μέχρι κάποια περίοδο -και ακόμα και σήμερα για τους καλλιτέχνες- η μηχανή έπαιζε κομβικό ρόλο. Ήταν μια καθαρή επιλογή φόρμας· που σε μεγάλο βαθμό προδιέγραφε το αποτέλεσμα.
Η Magdalena ξεκινά με μια φωτογραφική που είναι και κειμήλιο, και πρόκειται για μια σημαντική μηχανή που την παίρνει από τον πατέρα της. Δεν είναι μια παλιά μηχανή που την πετάς· είναι μια μηχανή αξίας, μια Leica: μικρή, λιτή, αθόρυβη, γρήγορη, με εξαιρετικό φακό· τραβάει υπέροχα. Επίσης, είναι η μηχανή που είχε χρησιμοποιήσει η Liv Ullmann στην Persona και γι’ αυτό θέλαμε ακριβώς να την έχει και η Magdalena. Και όντως έχει αυτήν. Είναι, θα έλεγα, η πρότυπη μηχανή μικρού φορμά.
Σε κάποιο σημείο στο έργο, όμως, η σχέση της ηρωίδας με τον χρόνο αλλάζει, θέλει να έχει μία πιο αργή αντιμετώπιση του και έτσι της «έδωσα» μία μηχανή Μεσαίου Φορμά που είναι πιο αργή στη λήψη.

-Γιατί επέλεξες η Magdalena να είναι Γερμανίδα;
Η Magdalena (Lina Helfrich) ήταν ένα από τα σενάρια που άρχισα να γράφω την περίοδο της κρίσης. Όταν γινόταν αυτή η “μάχη” με τη Γερμανία, μου φαινόταν τρομερό ότι οι λαοί φτάνουν σε αυτό το σημείο και δεν υπάρχει ενεργή αλληλεγγύη προς την Ελλάδα, τρώγοντας αμάσητο την προπαγάνδα με τους Έλληνες, τους τεμπέληδες κλπ.
Θέλησα να φτιάξω μια Γερμανίδα αντίθετη σε όλα αυτά, εμπνευσμένη από τη γερμανική φιλοσοφική παράδοση, τον γερμανικό ιδεαλισμό — Καντ, Χέγκελ, Μάρξ – με μυαλό να σκέφτεται, να κρίνει τον καπιταλισμό… μια ηρωίδα με πολιτική ταυτότητα.
-Έχεις χαρακτηρίσει την ταινία και ως ιστορία ενηλικίωσης, αλλά από την άποψη της πολιτικής ταυτότητας.
Ναι, για μένα αυτό είναι το κομβικό. Είναι μια ταινία πολιτικής ταυτότητας, όπως και η επόμενή μου, Left Behind. Τέτοια έργα θεωρώ πως λείπουν πάρα πολύ από το σινεμά. Δεκαετίες τώρα βλέπουμε τα υποκείμενα να έχουν κάθε είδους ταυτότητα εκτός από την πολιτική και να στερούνται ιδεολογικής συγκρότησης – κάτι που εν τέλει είναι ψευδές. Πολλοί άνθρωποι σήμερα έχουν πολιτική και ιδεολογική ταυτότητα. Δεν ξέρω γιατί κανένας ήρωας στο σινεμά δεν έχει άποψη για τον κόσμο. Αντιθέτως οι καταπιεσμένοι εμφανίζονται μονοσήμαντα ως υποκείμενα που τα χειρίζονται με μια πιεστική μηχανιστική διαδικασία, χωρίς κανένα εργαλείο να εξηγήσουν ή να ερμηνεύσουν τον κόσμο γύρω.

-Και για ποιο λόγο αποφάσισες να μας παρουσιάσεις μια αφήγηση με τη φωνή μιας ώριμης ηλικιακά Magdalena (ακούγεται η Hanna Schygulla); Γιατί να μην γίνονται αυτές οι συνειδητοποιήσεις και οι σκέψεις με τη νεανική φωνή;
Με τη νεανική φωνή το έκανα στο επόμενο, στο Left Behind, που κάνει τώρα πρεμιέρα στο Σαράγεβο. Μοιάζει λίγο με τη Μαγδαλένα.
Άλλο ένα σενάριο της κρίσης. Το Left Behind αποτυπώνει μια νεαρή γυναίκα (Νεφέλη Κουρή) να γυρνάει σε διαδηλώσεις στην Αθήνα, να εμπλέκεται με τα κοινωνικά κινήματα, προσπαθώντας να ξεπεράσει έναν χαμένο έρωτα, και τελικά να βρίσκει τη λύτρωση μέσα από το συλλογικό και την αλληλεγγύη.
Σε αυτές τις ιστορίες με ενδιαφέρει πάντα ότι το ταξίδι περιλαμβάνει την κρίση της πολιτικής ταυτότητας, την απογοήτευση. Επειδή ζούμε στο έδαφος της ήττας με γοητεύει το να δείξω πως αυτή η απογοήτευση και η μελαγχολία μπορεί να ξεπεραστεί… να παρακολουθήσει ο άλλος μια εννοιολογική μετατόπιση του ήρωα δηλαδή.
-Τη «Magdalena» την τελειώνεις με ένα πλάνο σε πορεία.
Η διαδήλωση είναι από 1η Μαΐου. Μπήκαμε σε μπλοκ συντρόφων. Πολλοί άνθρωποι που απεικονίζονται είναι φίλοι και μέλη πολιτικών οργανώσεων. Οι οργανώσεις μας έκαναν την τιμή να μας βάλουν μέσα στο μπλοκ, ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε το γύρισμα – πράγμα καθόλου αμελητέο.
επιλέξαμε η κινηματογραφική μας καταγραφή να είναι μέρος της πραγματικής διαδήλωσης και όχι να τη σκηνοθετήσουμε. Οπότε εκεί φέραμε και συντρόφους και συντρόφισσες, να πάρουν μέρος στην ταινία μας.
-Μετά θέλω να σε ρωτήσω: έχει δοκιμιακό χαρακτήρα αυτή η ταινία; Η «Magdalena» και όσα λέει σχετίζονται με το πώς εσύ προσεγγίζεις τη φωτογραφία;
Είναι δοκιμιακό το έργο, όπως και όλα όσα έχω κάνει μέχρι τώρα στο σινεμά – πλην της ταινίας «Πρώτο Τραπέζι (Arkansas)».
Αυτό μου ήταν πιο οικείο μέχρι τώρα, αυτό το ύφος και τις δεξιότητες είχα αποκτήσει από την Καλών Τεχνών. Τώρα νομίζω ότι έχω όρεξη να κάνω και πιο «κανονικό» έργο, μυθοπλαστικό, real time κινηματογράφο.
-Στη «Magdalena» νιώθω πως εξετάζεις και τη σχέση της art φωτογραφίας.
Αναστοχάζεται πάνω σε αυτό βέβαια, αλλά κυρίως αφορά την απεικόνιση μιας ζωής μέσα από την απεικόνιση του κόσμου, τη φωτογραφική απεικόνιση του κόσμου.
-Βλέποντας την ταινία έκανα συνδέσεις και με άλλα σου πρότζεκτ –με το “Østerport Hotel” για παράδειγμα.
Η «Μαγκνταλένα» βρίσκεται σε συνάφεια με το “La Jetée” του Chris Marker, διότι όλα εξετάζουν την έννοια του Film Still, του στοπ καρέ. Με ενδιαφέρει πως εξερευνούν τα θολά όρια μεταξύ της φωτογραφίας και του καρέ.
Για να γίνω πιο συγκεκριμένος: μία φωτογραφία είναι κάτι διαφορετικό από ένα film still. Μία φωτογραφία συνήθως τραβιέται σε έναν χώρο με τεκμηριωτικό χαρακτήρα — ενημερωτικό, αναμνηστικό ή καλλιτεχνικό. Αλλά βασίζεται πάρα πολύ σε μια σχέση με μια αλήθεια. Ενώ στο κινηματογράφο, αυτά το καρέ μπορεί να είναι κομμένα από ένα συνεχές, από τα 24 καρέ το δευτερόλεπτο, ή μπορεί να είναι φωτογραφίες στο σετ για λόγους προώθησης της ταινίας. Σε κάθε περίπτωση, γίνεται κατανοητό ότι είναι απόσπασμα ενός κινηματογραφικού έργου.
-Στην ταινία έχεις βάλει κάποιες φωτογραφίες – τόσο κοντά ώστε να δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης.
Σε όλη την ταινία υπάρχει μια απόπειρα να κινηθεί η εικόνα. Γι’ αυτό και η ακίνητη φωτογραφία κινηματογραφείται διαδοχικά, ώστε να δίνει την αίσθηση κίνησης όπως με την «τρικέζα». Όλη η ταινία είναι φτιαγμένη με αυτόν τον τρόπο· συνεχώς η εικόνα πάει να κουνηθεί.
Εν τέλει, η εικόνα έχει τον κόκκο της, το τρεμούλιασμά της, και για εμάς αυτό ήταν πολύ σημαντικό στοιχείο.
-Με το φωτογραφικό σου πρότζεκτ «Παράλληλη Κρίση» και την ταινία υπάρχει κάποια σύνδεση;
Στην Παράλληλη Κρίση το θέμα ήταν η απεικόνιση ακινητοποιημένων υποκειμένων μέσα από ένα μέσο που ακινητοποιεί τον χρόνο. Άτομα και καταστάσεις από όπου ο χρόνος έχει ήδη κλαπεί – απεικονίζονται από ένα μέσο με το οποίο παγώνει τον χρόνο. Η Παράλληλη Κρίση δεν θα μπορούσε να γίνει με άλλο μέσο• έπρεπε να είναι με φωτογραφία.
Τώρα, η Magdalena είναι διαμεσικό έργο: συνδυάζει δύο μέσα, το φωτογραφικό και το κινηματογραφικό.
-Για να μας μεταφέρεις λίγο στη δημιουργική διαδικασία, υπάρχει κάτι που άλλαξες ριζικά κατά την υλοποίηση της ταινίας;
Το έργο αρχικά δεν λειτουργούσε καθόλου· δεν έδενε ως ιστορία. Έπρεπε, λοιπόν, να κάνω μια ριζική μετατόπιση, ώστε να υπάρξει συνοχή.
Στην αρχή πίστευα ότι το κείμενο γράφεται σαν μια βιογραφία της Μαγδαλένα Χάουζεν. Όμως, παρά την πολλή προσπάθεια, δεν λειτουργούσε έτσι. Έπρεπε να μετασχηματιστεί, με τα στοιχεία της ζωής της να προκύπτουν έμμεσα. Η τελική προσέγγιση ήταν να διαμορφωθεί ως εργογραφία της Μαγδαλένα Χάουζεν· δηλαδή, να παρουσιαστεί ως ένα «τηλεοπτικό» ντοκιμαντέρ, το οποίο μελετάει το έργο της, και μέσα από το έργο να αναδεικνύεται και η ζωή της.

-Πριν βρεθούμε από κοντά, μου έστειλες μια διευκρίνιση: ότι η ταινία δεν πρόκειται για ντοκιμαντέρ. Σε «φοβίζει» μια τέτοια σύγχυση;
Πρόκειται για μια ιδιότροπη συνθήκη, διότι υπάρχουν πολλά έργα τα οποία κατασκευάζονται με την τεκμηριωτική φόρμα, αλλά είναι έργα επινοημένα. Και αυτά συχνά κατηγοριοποιούνται ως ντοκιμαντέρ.
Δεν το βρίσκω κακό όταν εντάσσονται στην κατηγορία του ντοκιμαντέρ· το πρόβλημα είναι όταν δεν γίνεται κατανοητό πως και αυτός είναι ένας ακόμα δρόμος να προσεγγίσουμε τη μυθοπλασία.
-Σε μια πρόσφατη συνέντευξή σου είπες πως ξεχωρίζεις τις μικρού μήκους ως μία διακριτή φόρμα, με δικά της χαρακτηριστικά. Θες λίγο να εμβαθύνεις σε αυτό και να μου πεις τι είδους μικρού μήκους ταινίες επιδιώκεις να κάνεις εσύ;
Αντιμετωπίζω τις μικρού μήκους ως κάτι το αυτοτελές.
Βλέπεις, υπάρχουν ταινίες μικρού μήκους «μινιατούρες» μεγάλων: αφηγηματικές, μυθοπλαστικές ας πούμε. Δε τις βγάζω κι αυτές από τη συνάρτηση, και μάλιστα οι πιο πολλές ταινίες που θα δούμε στη Δράμα έτσι θα είναι, με αρκετές από αυτές να είναι καλοδουλεμένες, με ουσιαστικό νόημα και πραγματικό λόγο ύπαρξης…
Για μένα όμως, αυτή η μικρότερη διάρκεια, σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία, μπορεί να φέρει τις ταινίες πιο κοντά στο ποίημα, στο διήγημα, στα εικαστικά, στο video art. Εγώ επιλέγω να τις προσεγγίζω με αυτόν τον τρόπο, γιατί χαράζεται έτσι μία άλλη διαδρομή, που μπορεί να οδηγήσει σε έναν νέο τρόπο να υπάρχει ο κινηματογράφος – και όχι απλά κάτι πιο μικρό, πιο σύντομο.
-Στα σκαριά έχεις όμως και μια ταινία που ακροβατεί στη μεσαίου και μεγάλου μεγέθους.
Το σενάριο της ταινίας “Πρώτο Τραπέζι” (Arkansas) είναι των φίλων Κωστή Πλεύρη και Άκη Κλαμούρη, και είναι κάτι που μάλλον δεν θα σκεφτόμουν να γράψω. Αυτό είναι και από τα ωραία του να δουλεύεις με άλλους!
Η πλοκή εκτυλίσσεται γύρω από την αναμονή να εμφανιστεί το «πρώτο όνομα» στη σκηνή ενός νυχτερινού κέντρου. Όμως, επειδή το πρώτο τραπέζι δεν γεμίζει, το πρώτο όνομα δεν βγαίνει ποτέ. Μέσα σε αυτήν τη διαρκή αναμονή, αναπτύσσεται ένα μικρό σύμπαν: εξομολογήσεις, γκρίνιες, υποτιμήσεις και στιγμές που κινούνται ανάμεσα στο κωμικό και το μελαγχολικό.
Θα το περιέγραφα ως μια ιδιότυπη «μεταφορά» του Περιμένοντας τον Γκοντό σε ελληνικό σκυλάδικο.
Αυτήν την ταινία την φτιάξαμε σαν κιβωτό, θέλαμε να εμφανίζεται έστω και λίγο όποιος άνθρωπος γνωρίζουμε και αγαπάμε, έστω και για ένα δευτερόλεπτο, ώστε στο μέλλον να μπορεί να δει το πλάνο του μέσα σε αυτό το μικρό σύμπαν. Στο καστ συμμετέχει επίσης και ο παλιός λαϊκός τραγουδιστής Βασίλης Μητρόπουλος.
Η ταινία στηρίχθηκε μέσα από καμπάνια στο Kickstarter, αλλά και από ανοιχτά πάρτι για την οικονομική της ενίσχυση. Οπότε είναι μια καθαρά συλλογική προσπάθεια.
-Είναι σαφές πως η ταινία δε θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς την υποστήριξη του κοινού. Όπως καταδεικνύει και το κείμενο «Σινεμά στην Ελλάδα – Ορατότης Μηδέν», οι επαγγελματίες της ελληνικής κινηματογραφικής κοινότητας δεν έχουν επαρκή κρατική στήριξη…
Η αλήθεια είναι πως υπάρχει μεγάλη υποχρηματοδότηση στον χώρο. Τα τηλεοπτικά κανάλια συχνά δεν τηρούν τις υποχρεώσεις τους ως προς τη στήριξη της κινηματογραφικής παραγωγής, ενώ το κράτος δεν φαίνεται να επιβάλλει κυρώσεις γι’ αυτό. Το Υπουργείο Πολιτισμού δείχνει να δίνει έμφαση κυρίως σε προγράμματα που σχετίζονται με την πολιτιστική κληρονομιά – τη βυζαντινή και την αρχαιοελληνική περίοδο, παραγκωνίζοντας τη σύγχρονη τέχνη και τον ελληνικό κινηματογράφο του σήμερα.
***
Όσοι και όσες δεν θα βρίσκεστε στη Δράμα, έχετε για λίγες μέρες τη δυνατότητα να παρακολουθήσετε την ταινία «Μαγκνταλένα Χάουζεν: Παγωμένος Χρόνος» από οποιοδήποτε σημείο της Ελλάδας, μέσω της πλατφόρμας του Φεστιβάλ (εδώ – ή μέσα από την ιστοσελίδα της διοργάνωσης, στο σύνδεσμο “ONLINE FESTIVAL”).
Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας η ταινία θα προβληθεί στην Αθήνα, στο Άστορ, στις 08/10 (17:00).
Photo Credit κεντρικής εικόνας θέματος: Στέλιος Φωτεινόπουλος
Διαβάστε επίσης:
48ο Φεστιβάλ Δράμας – Mε το Βλέμμα στη φλόγα της μικρού μήκους ταινίας
48ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας: Το πρόγραμμα της φετινής διοργάνωσης