Ελλείψει διαδικτυακής σύνδεσης και με επιπλέον εργασιακές υποχρεώσεις, πάλι ανυποψίαστη πήγα στο θέατρο. Δεν είναι απαραίτητα αρνητικό αυτό. Το στοιχείο της έκπληξης είναι πάντα ευπρόσδεκτο σε τέτοιες περιπτώσεις. Από τον τίτλο βέβαια και μόνο, ήμουν σίγουρη ότι δεν θα πήγαινα σε κάποια ανάλαφρη παράσταση.

Πρώτη φορά στον ενδιαφέροντα πολυχώρο του Vault και ανεβήκαμε σε μια μικρή αίθουσα που είχε μετατραπεί σε μικρό θεατράκι. Η πρώτη επαφή ήταν με την μουσική της παράστασης. Πομπώδης και γι’ αυτό επιβλητική. Ηλεκτρονικά δημιουργημένη που με προϊδέαζε περισσότερο πως θα παρακολουθούσα μια κινηματογραφική υπερπαραγωγή παρά το έργο που ακολουθούσε. Και να οι πρώτες παρουσίες. Δύο μαυροφορεμένες νεαρές κοπέλες, σε ένα φτωχικό καθιστικό αγροτικής-επαρχιακής κατοικίας. Τα πρώτα λόγια ειπώθηκαν υπό μία αόρατη απειλή και λανθάνουσα καταπίεση. Το πένθος τους ήταν φανερό, και από το ενδυματολογικό κομμάτι, αλλά  και από την εσωστρέφεια των γυναικών, ως ρόλων.

Οι σχέσεις των γυναικών και οι διάλογοι μου θύμιζαν το «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», αλλά τα ονόματα ήταν τούρκικα: Φαντιμά, Νουράν, Γιαγκμούρ και άλλα. Δεν μπορούσε να είναι πιστή αντιγραφή ενός τόσο γνωστού έργου! Ήταν λοιπόν μια διασκευή. Ακολουθήθηκε σε όλους τους βασικούς άξονες και στην κλιμάκωσή του το γνωστό έργο του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Εμπλουτίστηκε ωστόσο από κάποιες ιστορίες, όπως αυτή με τα πουλιά και τον σύζυγο της Ουλβιγιέ-Πόνθια, το παρελθόν της μάνας Χαντισέ-Μπερνάρντα Άλμπα. Αφηγήσεις που φώτιζαν και αιτιολογούσαν τις σημερινές τους συμπεριφορές. Ιστορίες που έφερναν στην επιφάνεια την σκληρότητα των ανθρώπων και έδιναν μία βάση στην αγριότητα που κληρονομείται από γενιά σε γενιά. Ιστορίες που σε κάνουν να στέκεις με τρυφερότητα και κατανόηση δίπλα σ’ αυτούς που τις έχουν ζήσει, να τους καταλαβαίνεις, αλλά χωρίς απαραίτητα να συμφωνείς μαζί τους, επειδή έγιναν και οι ίδιοι σκληροί προκειμένου να επιβιώσουν σε ένα εξίσου σκληρό κόσμο, υιοθετώντας συμπεριφορές που και οι ίδιοι αρχικά απαξίωναν.

Η θεατρική διασκευή του Δημήτρη Καρατζιά συνετή, αν και ίσως περιττή. Εμφανής η μεταφορά από την ισπανική επαρχία της εποχής του Λόρκα στα βάθη της Ανατολικής Τουρκίας αλλά απροσδιόριστη η χρονολογία. Γι’ αυτό δεν φταίει η διασκευή, αλλά η ίδια η πραγματικότητα, καθώς τέτοιες κοινωνίες έχουν κρατήσει τον πουριτανισμό τους, χωρίς να έχουν παραχωρήσει δικαιώματα στις γυναίκες, αλλά και χωρίς εν γένει να έχουν εξελιχθεί στον πυρήνα τους κοινωνικά. Για όποιον έχει τα μάτια του ανοιχτά στις αδικίες και στα εγκλήματα που λαμβάνουν χώρα τη σύγχρονη εποχή σε χώρες που κράτος δικαίου αποτελεί ο φανατισμός και η θρησκοληψία, μπορεί εύκολα να κάνει τον συσχετισμό πως ότι συνέβαινε πριν περίπου 100 χρόνια εις βάρος των αδυνάτων συνεχίζει να συμβαίνει και σήμερα. Ίσως η μεταφορά στη σκηνή να κάνει αυτό τον συσχετισμό πιο ορατό, αλλά για πόσο άλλο θα εθελοτυφλούμε για να χρειαζόμαστε μια θεατρική παράσταση για να μας «πονηρέψει» στα κακώς κείμενα της σύγχρονης εποχής;

Ο Δημήτρης Καρατζιάς, και ως σκηνοθέτης της παράστασης, μπορεί να μην προτείνει κάτι καινούργιο, πέραν από την καλοδουλεμένη διασκευή του, αλλά είναι επίσης σημαντικό πως καταφέρνει να βγάλει δυνατές ερμηνείες από τις ηθοποιούς του. Άλλες με πιο εμφανή την θεατρική τους εμπειρία και τεχνική, άλλες με καλή διαχείριση του συναισθηματικού φορτίου του ρόλου τους, πετυχαίνουν να εναρμονίζονται ως γυναικείο θεατρικό ανσάμπλ και να βγάζουν ένα δυνατό αποτέλεσμα επί σκηνής. Ο μικρός και κλειστός χώρος επίσης, συμβάλει στην «πνιγμονή» των θεατών, καθώς πολλαπλασιάζει και μεταφέρει το ασφυκτικό περιβάλλον όπου ζουν οι νεαρές θυγατέρες της μάνας Χαντισέ, αλλά και γιατί λειτουργεί ως ηχείο σε οποιοδήποτε ύψωμα της φωνής, επιτείνοντας αυτή την ασφυξία και καταπίεση που βράζει συνεχώς υπόγεια έως την τελική έκρηξή της. Ξεχωρίζουν η Γιάννα Σταυράκη ως Ζαφίρα, για το συναισθηματικό της ξεγύμνωμα και η Αθηνά Τσιλύρα ως Χαντισέ που καταφέρνει να την αντιπαθήσουμε, αλλά και να την συμπονέσουμε και αγαπήσουμε εξίσου.

Το πρωτότυπο έργο του Φ.Γ.Λόρκα πραγματεύεται ούτως ή άλλως θέματα όπως: ο εγκλεισμός, η ανδροκρατούμενη κοινωνία από την μια και η μητριαρχική κυριαρχία από την άλλη, η σεξουαλική καταπίεση, οι συναισθηματικές αναπηρίες… . Για όποιον το έχει δει ή διαβάσει, η «Πνιγμονή» μπορεί να μην του προσφέρει κάτι περισσότερο από τις εμβόλιμες ιστορίες που σκιαγραφούν υποκειμενικά το ψυχικό παρελθόν κάποιων από τις ηρωίδες και από τις ερμηνείες των ηθοποιών. Κατά τ’ άλλα, είναι μία καλή παράσταση, που δεν ξεφεύγει ανατρεπτικά από το πρωτότυπο, αλλάζουν μεν τα ονόματα, αλλά η ουσία παραμένει η ίδια. Για όποιον πάλι δεν γνωρίζει το «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», είναι μια καλή πρώτη επαφή μέσα από τη συγκεκριμένη παράσταση,  χωρίς όμως να παραβλέπουμε πως η ίδια η πηγή έχει άλλη γοητεία.

Συντελεστές:
Κείμενο / Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καρατζιάς, Βοηθός σκηνοθέτη: Δήμητρα Κολλά, Μουσική σύνθεση: Μάνος Αντωνιάδης, Αφίσα: Βαρνάβας Φιλίππου, Επιμέλεια κοστουμιών/ Σκηνικά: Σίμος Παπαναστασόπουλος, Επιμέλεια κίνησης: Βιβή Ρωμανά, Φωτισμοί: Βαγγέλης Μούντριχας,

Παίζουν οι ηθοποιοί: Νίκη  Αναστασίου, Κική Μαυρίδου, Μελισσάνθη Μάχουτ, Αλεξάνδρα Ούστα, Θεοδώρα Σιάρκου, Ειρήνη Σταματίου, Γιάννα Σταυράκη, Αθηνά Τσιλύρα.