Ένα συνηθισμένο γεγονός, το ξημέρωμα μιας ερωτικής βραδιάς με έναν άγνωστο και ένα επαγγελματικό ταξίδι στην Αλεξάνδρεια που δεν φτάνει ποτέ στον προορισμό του γίνονται η αφορμή για να ξεδιπλωθεί η ιστορία μας, η οποία αρχίζει και τελειώνει με κάποιον εφιάλτη: ένα απλώς κακό όνειρο που στοιχειώνει τον ύπνο της δυναμικής Άννας κι ένα πιο υπαρκτό, πιο απτό, που ξεφεύγει από τα όρια των προφητικών ικανοτήτων της συγγραφέως του έργου και φτάνει στην επιβεβαιωμένη πραγματικότητα. Ο άγνωστος άντρας λοιπόν, αφού επιμένει να δώσει το χρηματικό πόσο των σαράντα πέντε ευρώ για τις «υπηρεσίες» της προηγούμενης νύχτας, αφήνει στο σώμα της Άννας ένα σημάδι που φαγουρίζει κι ενοχλεί αφόρητα, μέχρι που γίνεται εσωτερική πληγή και μολύνει ολόκληρη τη βιοθεωρία και τα μέχρι τότε παγιωμένα ανθρωπιστικά πιστεύω της.

Η Βρετανίδα συγγραφέας Ζίνι Χάρις τοποθετεί δύο γυναίκες στο επίκεντρο αυτού του απρόβλεπτου ταξιδιού. Σίγουρα χωρίς το έξυπνο και συχνά πικρό χιούμορ, η δυσοίωνη διαπίστωση για το μέλλον της ανθρωπότητας θα ήταν πολύ βαριά. Όσο η πλοκή προχωρά, τα μηνύματα έρχονται πιο συμπυκνωμένα, πιο ωμά και πιο κοντά στο σήμερα. Σε μια Ευρώπη που διαλύει τους τραπεζικούς κανόνες, ερημώνει τους δρόμους, μπερδεύει και κρατά μάτια και σύνορα κλειστά, ο καθένας από εμάς θα μπορούσε να γίνει ο ανώνυμος μετανάστης μέσα στη βάρκα που πασχίζει να φτάσει στη στεριά.

Η σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή διατηρεί γρήγορο κι έντονο ρυθμό ιδιαιτέρως στο δεύτερο μισό της παράστασης, ενώ αποδίδει την ουσία του κειμένου και καθοδηγεί σωστά τους ηθοποιούς του από τους οποίους απαιτεί συγκέντρωση και απίστευτη ενέργεια.

Η Ελένη Ράντου είναι απόλυτα αφοσιωμένη στον σωματικά και ψυχικά εξαντλητικό πρωταγωνιστικό ρόλο. Όταν ο αυτοαποκαλούμενος δαίμονας τρυπώνει στη σκέψη της, οι έννοιες εμπιστοσύνη – καλοσύνη – αγάπη αποδομούνται μία μία μέσα στο μυαλό της. Έτσι, περνά σταδιακά από τη φαινομενικά άφθαρτη αρχική σιγουριά της στην ψυχολογική κατάρρευση και τον ολοένα αυξανόμενο πανικό με αποκορύφωμα την οδυνηρή διαπίστωση: «δέκα ευρώ, τόσο κοστολογεί η αγορά την ύπαρξή μου».

Η Ελένη Ουζουνίδου είναι η ψύχραιμη, χαμηλών τόνων, ρεαλίστρια, αισιόδοξη και υποστηρικτική αδερφή της Άννας, όλα αυτά όμως μέχρι που χάνει το έμβρυο που κυοφορεί. Από την ήρεμη δύναμη και την κωμική νότα του πρώτου μέρους, ανεβάζει ερμηνευτικές στροφές στον συγκινητικό μονόλογο με τον πόνο και τη σύγχυση να την κυριεύουν από τη μη αποδοχή της απώλειας. Εν τέλει κι εκείνη αποδεικνύεται ένα από τα μεγαλύτερα θύματα του συστήματος στο οποίο πιστεύει ακράδαντα: στο πρόσωπό της διαψεύδονται βιαία η κατ’ επίφαση ασφάλεια, υποστήριξη και οι ανέσεις που προσφέρουν οι σύγχρονες, πολιτισμένες κι ευνομούμενες ευρωπαϊκές χώρες.

Ο Μελέτης Ηλίας είναι απολαυστικός ως ο πανταχού παρών βιβλιοθηκονόμος που εμφανίζεται με ένα εγχειρίδιο οδηγιών σε όλες τις δύσκολες στιγμές της πρωταγωνίστριας. Εμμονικός με την ακρίβεια του χρόνου, τους τύπους και τους κανόνες που πρέπει ακολουθούνται μέχρι κεραίας αποτελεί από τις πιο πετυχημένες κωμικές στιγμές.

Αρκετά καλός κι ο Αντώνης Καρυστινός στον ρόλο του εραστή – μαύρου δαίμονα που εμφανίζεται σε ανύποπτο χρόνο με σκοπό να ξεπληρώσει την ερωτική συνεύρεση. Επιθετικός, χωρίς συναίσθημα, αντιπροσωπεύει την εκφύλιση όλων των ανθρώπινων σχέσεων σε μια καθαρά οικονομική συναλλαγή.

Το σκοτεινό αλλά λειτουργικό σκηνικό της Μαγιού Τρικεριώτη κινείται, περιστρέφεται κι αλλάζει μορφή, αφού μετατρέπεται σε δωμάτιο ξενοδοχείου, βιβλιοθήκη, νοσοκομείο, τρένο ή ντουζιέρα.

Από τις κορυφαίες στιγμές του κειμένου η διαπίστωση ότι ο προνομιούχος άνθρωπος της Δύσης, η αξία ενός κατά τ’ άλλα ευυπόληπτου μέλους της κοινωνίας εκμηδενίζεται μόλις η οθόνη στο μηχάνημα χρέωσης πιστωτικών καρτών εμφανίσει την ένδειξη error.

«How to hold your breath», είναι ο αγγλικός τίτλος του έργου, ο οποίος παραπέμπει σε μια σειρά βιβλίων που περιέχουν χρήσιμες οδηγίες για τα πάντα: «Πώς να ζεις χωρίς λεφτά», «Πώς να επιβιώσεις από μια οικονομική καταστροφή», «Πώς να ζεις στην αρχή του τέλους». Ένας καθρέφτης του υπερβολικού καταναλωτισμού και της στροφής στις γρήγορες κι εύκολες λύσεις για κάθε πρόβλημα. Κι ενώ ο θεατής χαμογελά σκεπτόμενος ότι «τα χρήματα να είναι τα περιττώματα του διαβόλου», είναι αλήθεια ότι κατά κάποιο τρόπο όλοι έχουμε πουλήσει κάποτε έστω λίγο την ψυχή μας.

Παρ’ όλα αυτά, το τέλος αυτής της διαδρομής ενέχει έναν τόνο αισιοδοξίας: όσο έχουμε ανάσα, έχουμε και φωνή. Όσο αναπνέουμε, είμαστε εμείς η απειλή σε οτιδήποτε προσπαθεί να μας αλλοιώσει και να μας υποτάξει.

◊ Το ψυχολογικό θρίλερ της Ζίνι Χάρις «Για μια ανάσα…» παρουσιάζεται στο Θέατρο Διάνα. Περισσότερες πληροφορίες εδώ