Με αφορμή τον δραματικό μονόλογο του Γιάννη Ρίτσου «Φιλοκτήτης», βρέθηκα για δεύτερη φορά στο παραδοσιακό πλακιώτικο Βρυσάκι με την εσωτερική αυλή, τη σκαλιστή σκάλα και τις ξύλινες καρέκλες του να φυσούν ένα φθινοπωρινό αεράκι άλλης εποχής. Και πάλι σε έργο του σκηνοθέτη και ηθοποιού Ένκε Φεζολλάρι, που μετά τη Μπερνάρντα Άλμπα του επιστρέφει ερμηνεύοντας ένα υπέροχο και βαθύ κείμενο.

Η ιστορία του τοξότη Φιλοκτήτη είναι λίγο πολύ γνωστή. Πηγαίνοντας προς την Τροία, το τσίμπημα ενός φιδιού δημιουργεί στον μυθικό ήρωα μια φρικτή πληγή στο πόδι. Έτσι, οι σύντροφοί του τον εγκαταλείπουν μόνο στη Λήμνο για δέκα ολόκληρα χρόνια. Χωρίς αυτόν όμως η Τροία δεν μπορεί να κατακτηθεί. Γι’ αυτό επιστρατεύεται ο Νεοπτόλεμος, με σκοπό να τον πείσει να ξαναγυρίσει στη μάχη. Χρησιμοποιώντας αυτή την αφετηρία, ο Ρίτσος ξεδιπλώνει τα δικά του προσωπικά βιώματα: είναι οι παιδικές μνήμες από το πατρικό σπίτι, τον βαρύ ίσκιο του απλησίαστου πατέρα, την ανάλαφρη, διακριτική παρουσία της μητέρας με τα κλειδωμένα χέρια και τον καταλυτικό της ρόλο στη ζωή του. Με το στόμα του Νεοπτόλεμου, ο παραλληλισμός συνεχίζεται κι αργότερα, στη νεανική ηλικία του ποιητή, όπου οι κακουχίες των στρατιωτών και οι «μακρυσμένοι βόγκοι των πληγωμένων» φέρνουν στον νου τις εμπειρίες του Ρίτσου από τα αγκάθινα χρόνια της εξορίας.  

Πέρα από αυτά όμως, εκφράζει πολλές αλήθειες γύρω από την Ελλάδα και τους ανθρώπους εν γένει. Ποιός είναι τελικά ο βουβός Φιλοκτήτης; Είναι ο άνθρωπος που γνωρίζει καλά τι θα πει πόλεμος, απώλεια, προδοσία, πόνος. Τα δέκα χρόνια απομόνωσης και σιωπής με το φορτίο μιας δύσοσμης σωματικής και ψυχικής πληγής τον έχουν κάνει πιο ώριμο, πιο σοφό. Το φάντασμα της απόρριψης δεν τον αφήνει να ησυχάσει, όπως και οι «φωνές, οι καυγάδες των αρχηγών που δεν είχαν ακόμα συναχτεί, για τίτλους που δεν είχαν ακόμα θεσπιστεί». Οι διαμάχες, η διχόνοια, η φιλοδοξία και η ματαιοδοξία που φέρνουν παράλογη βία είναι οι λόγοι που τον οδηγούν στην απόφαση να παραμείνει απών από καταστάσεις και κόσμους που μόνο τα όπλα του χρειάζονται, όχι αυτόν τον ίδιο.

Η σκηνοθετική ματιά της Σίσσυς Παπαθανασίου είναι λιτή, χωρίς σκηνικά, φωτισμούς ή εφέ. Μοναδικός σύμμαχος στον λόγο είναι ο ήχος από απαλά κύματα, αέρα και κελαηδίσματα αλλά και το ευαίσθητο μοιρολόγι της Βέφης Ρέδη που συνταιριάζουν με το φυσικό τοπίο που διακρίνεται πίσω από την ταράτσα του πλακιώτικου σπιτιού. Αναπόφευκτα, όλο το βάρος πέφτει στην ερμηνεία του Ένκε Φεζολλάρι, ο οποίος καταφέρνει να ζωντανέψει τις όμορφες ποιητικές εικόνες και να τις γεμίσει με συναισθήματα. Με όπλο το σώμα και τη φωνή του, μεταμορφώνεται σε πρόσωπο που άλλες φορές είναι γεμάτο πίκρα, οργή αναμεμειγμένη με ειρωνεία, παράκληση, νοσταλγία ή τρυφεράδα.

Λίγο πριν το τέλος, τα τρία πρόσωπα του έργου γίνονται ένα και σχηματίζουν τη μορφή του ποιητή. Καθώς ο Νεοπτόλεμος του απλώνει συγκαταβατικά το χέρι – αφού «τον χρειάζονται όχι μόνο για τη νίκη μα προπάντων μετά από αυτή» – ο ήρωας μαλακώνει, υποχωρεί και ξαναγυρίζει εκεί που πρέπει, στη δράση, στο πεδίο της μάχης και στον αγώνα για την αλλαγή.

_____________

Ο Φιλοκτήτης, του Γιάννη Ρίτσου για δύο ακόμη παραστάσεις στο Βρυσάκι. Περισσότερες πληροφορίες εδώ