Στα χνάρια των μεγάλων παραμυθάδων βάδισε ο Πάβιτς με πολλές έμμεσες αναφορές στους μύθους της πατρίδας του αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Ευρώπης, της Ασίας με τρυφερότητα και νοσταλγία. Με τον τρόπο αυτό παντρεύει μαγικά την λαϊκή παράδοση που τόσο αγαπάει – όπως διαφαίνεται και από τον λόγο που καταγράφει και τις εικόνες που ζωγραφίζει – και την ιστορία στην οποία καταφεύγει ουκ ολίγες φορές για να δώσει στις αφηγήσεις των διηγημάτων του την εγκυρότητα και την πραγματική διάσταση. Γιατί οι ιστορίες του Πάβιτς, ακριβώς όπως έκανε και ο Άντριτς, είναι ποτισμένες με το άρωμα άλλων εποχών, με πρόσωπα άγνωστα αλλά υπαρκτά και με έναν νοσταλγικό τόνο ανθρώπινο που μας θυμίζει πολλά στοιχεία από τον αριστουργηματικό Χαλίλ Γκιμπράν και τα παραμύθια της Ανατολής όπως οι Χίλιες και μία νύχτες. Κάθε ιστορία έχει την μοναδικότητά της και όλες μαζί μοιάζει να αποτελούν ένα μεγάλο μωσαϊκό μέσα από το οποίο ξεπηδούν φανταστικοί μύθοι που άλλοτε καθρεφτίζουν με την διδακτική τους διάσταση το σήμερα και άλλοτε διηγούνται ζωές ανθρώπων που έδρασαν σε παρελθούσες εποχές και μοιάζουν με τις δικές μας. Ο Πάβιτς δεν συγκαταλέγεται τυχαία στους σημαντικότερους συγγραφείς αν κρίνουμε και από το Λεξικό των Χαζάρων, το οποίο επίσης αποτυπώνει έναν ολόκληρο κόσμο βασισμένο στην γλώσσα και την σχέση της με τον άνθρωπο.

Ο Πάβιτς εκτός από τον μύθο και την ιστορία, επιστρατεύει και το μυστήριο που επικαλύπτει όλες αυτές τις «υποθέσεις» και σαν μικρός εξερευνητής αναζητά τον μίτο που θα τον οδηγήσει ή δεν θα τον οδηγήσει στην λύση του γρίφου. Ο αναγνώστης χάνεται στα μονοπάτια των ανθρώπινων καταθέσεων και αναρωτιέται πολλές φορές που ξεκινάει το φανταστικό και που σταματάει το πραγματικό. Είναι ευρύ το πέπλο που απλώνει ο Πάβιτς και σαν παιδιά παρακολουθούμε με αγωνία και απόλαυση να ξετυλίγει το κουβάρι και των δικών του προσωπικών αναμνήσεων μιας και δεν αποφεύγει να θίξει και δυσάρεστες στιγμές που μάλλον ο ίδιος βίωσε κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Αντλεί με λίγα λόγια από εκείνην την περίοδο πικάντικα γεγονότα και περίεργα συμβάντα, σμίγοντας κατά τον προσφιλή και αγαπημένο του τρόπο την ιστορική συγκυρία με την αλληγορία και ονειροπολεί χωρίς να ονειροβατεί. Ενώπιον Θεού και ανθρώπου, γευόμαστε μικρές και σύντομες χρωματικές αφηγήσεις από τις οποίες πάντα προκύπτει και ένα μικρό διαμάντι που αφορά στο παρελθόν με βλέμμα στο μέλλον γιατί ο άνθρωπος πάντα θα μαθαίνει από τα λάθη του. Πάλι όμως με έναν τρόπο αινιγματικό, μεταφυσικό ίσως αλλά σαφώς θελκτικό, θίγει την μοίρα του ανθρώπου, την θέτει επί τάπητος και αναλύει το πεπρωμένο που τις περισσότερες φορές καθορίζει τις ζωές των ανθρώπων δίχως οι ίδιοι να μπορούν να αλλάξουν τον ρου. Στον «Μυστικό δείπνο», μία ιστορία από την χριστιανική παράδοση, ο Πάβιτς καταπιάνεται με την ιστορία ενός πίνακα της Αναγέννησης και βρίσκει την ευκαιρία να επανέλθει στο θέμα της επίλυσης ενός αινίγματος για το ποιος κρύβεται, το που και το γιατί. Θέτει ερωτήματα σχετικά με την έμπνευση που οδήγησε το χέρι του ζωγράφου να αναπαραστήσει την ιστορία του Μυστικού δείπνου αλλά παράλληλα φιλοσοφεί και εμείς μαζί του αναφορικά με την αιώνια και μυστηριώδη ανθρώπινη φύση. Χαρακτηριστικά αφηγείται: «Η ανάγκη αυτή που υπάρχει στον καθένα μας, να κοιτάζουμε τα απόκρυφα μέρη του σώματος, η ανάγκη των ματιών να βλέπουν τα βυζιά, το τρίχωμα της κοιλιάς, αυτή είναι η ανάγκη να μάθουμε την αλήθεια, είναι πιο παλιά από εμάς και μας προειδοποιεί αδιάκοπα, μόνο που εμείς δεν την ακούμε πάντα…». Και προσθέτει λίγο πιο κάτω στο κείμενο: «Στην πραγματικότητα είμαστε όλοι αμοιβαία εκτεθειμένοι μέχρι τα πιο μύχια σημεία μας και ο καθένας μας ίσως περικλείει μέσα του όλους τους άλλους και συγχρόνως τους βλέπει σε οποιονδήποτε άλλον».

Στο ταξίδι του Πάβιτς δεν λείπουν οι αναφορές σε άλλους συγγραφείς, σε στιγμές και σε χρόνους ανέγγιχτους, δεν παραλείπει να πλαισιώσει τις φράσεις του με τοπικούς ιδιωματισμούς, τοπωνύμια εγγεγραμμένα στο DNA λαών που κανείς ποτέ δεν έψαξε να εξηγήσει ή δεν ασχολήθηκε επαρκώς. Σε όλα σχεδόν τα διηγήματα, τα γεμάτα συναίσθημα και παιδικότητα, ξεδιπλώνει έναν φτερωτό, ευφάνταστο και εμπνευσμένο λόγο που μας θυμίζει και κάτι από Όσκαρ Ουάιλντ ή Ντίκενς με αυτήν την αθωότητα που εγείρει προβληματισμούς και ερωτηματικά. Στην ιστορία «Δύο βεντάλιες από τον Γαλατά» μας παρουσιάζει τον φτωχό Χασάν που πετάει πάνω από τον Βόσπορο με τα κόκκινα φτερά του αλλά η ανθρώπινη ματαιότητα και η σκληρότητα τον καταδικάζει σε θάνατο γιατί τόλμησε να αγγίξει κάτι άυλο και αδύνατο για τον κοινό νου. Σε κάθε ευκαιρία ο Πάβιτς δεν παύει να μας επαναφέρει στην εφηβική μας διάθεση διατηρώντας μας όμως σε εγρήγορση για τους κινδύνους και τα φοβικά σύνδρομα με τα οποία ο ενήλικας άνθρωπος είναι ντυμένος και αδυνατεί να αγκαλιάσει και να κατανοήσει την διαφορετικότητα προκαλώντας προβλήματα στην ίδια του την ύπαρξη και κατά προέκταση των γύρω του.

«Ο κόσμος δεν έχει με το Θεό τη σχέση που έχει το φως με τον ήλιο».

«Το δάκρυ και η γυάλινη σφαίρα είναι οι τελειότεροι καθρέφτες, αντανακλούν το σύμπαν που τα περιβάλλει και η υδρόγειος απλώς τους υποδύεται. Ο καθρέφτης μετατρέπει τον γνωστό συνομιλητή σε άγνωστο, του οποίου απλώς βλέπεις το πίσω μέρος του κεφαλιού. Στον καθρέφτη μπορείς ν’ αναγνωρίσεις τον εχθρό και τον ψεύτη. Μπροστά στον καθρέφτη δεν παίζονται χαρτιά, μα μπορείς να παίξεις με τον εαυτό σου στον καθρέφτη μια πατρίδα χαρτιά ή σκάκι».

«Αν κάθε μέρα δεν κλέβεις από τον ίδιο σου τον εαυτό λίγη δύναμη και χρόνο για αγάπη, δεν θα υπάρξει αγάπη».


Το βιβλίο του Μίλοραντ Πάβιτς, Δύο βεντάλιες από τον Γαλατά, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.