Ανάμεσα στους δυο ήρωες της παράστασής μας στέκεται ένας τοίχος. Από τη μια πλευρά είναι η «κανονική ζωή» ενός παιδιού, η ζωή όπως περίπου μας την υπόσχεται η κανονικότητα του δυτικού κόσμου: Ένα παιδί που μένει με τους γονείς του, που τρώει τις Κυριακές σε οικογενειακά τραπέζια μαζί με τον σκύλο του, ένα παιδί που παίρνει δώρα τα Χριστούγεννα, που πάει σχολείο, που παίζει μπάλα, που έχει ελεύθερη πρόσβαση στη γνώση και που έχει σίγουρα μια στέγη  πάνω από το κεφάλι του όταν πέφτει για ύπνο το βράδυ.

Από την άλλη πλευρά βρίσκεται μια άλλη ζωή, μια άλλη πραγματικότητα. Ένα κορίτσι μόνο του, χωρίς οικογένεια κοντά της, χιλιόμετρα μακριά από αυτό που ήταν κάποτε το σπίτι της. Ένα κορίτσι αποκομμένο από το «κανονικό» της παρελθόν, με τραύματα που ούτε ένας ενήλικας δεν μπορεί να συλλάβει.

Αυτά τα δυο παιδιά συναντιούνται στον τοίχο και ξεκινάνε έναν διάλογο, μια ανταλλαγή- ακούνε ο ένας τον άλλον, βρίσκουν τα  κοινά τους σημεία, ανακαλύπτουν τις διάφορες τους χωρίς ποτέ να κρίνουν το ένα το άλλο.

Αυτό που διερευνά και μετρά το έργο και η παράστασή μας κατά τη γνώμη μου, είναι κατά πόσο η ανάγκη για επικοινωνία και επαφή μπορεί να ξεπεράσει θεμελιώδεις πολιτισμικές διαφορές. Και κάτι ακόμα πολύ σημαντικό: Το μέλλον που φτιάχνει η πολιτεία, η κοινωνία, η οικογένεια για έναν νέο άνθρωπο είναι πολύ βαρύ – μήπως ξεκινάμε όλοι με έναν ή περισσότερους τοίχους που πρέπει να βγάλουμε από το πεδίο μας για να μπορέσουμε να υπάρξουμε. Και ποιός τους στήνει αυτούς τους τοίχους; Καθόλου εύκολο να είσαι νέος και μάλιστα σε μια χώρα που δεν ξέρει να σε αξιοποιήσει και δεν σε εμπιστεύεται.

Photo Credit: Marilena Anastasiadou Photography

Διαβάστε επίσης:

Καλά Χριστούγεννα αγαπητέ μου Τσάρλυ, της Σοφιάννας Θεοφάνους στο Θέατρο Σταθμός